Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Καπετάν Μανώλης Κωστάζος και το θαύμα στη ζωή












Καπετάν Μανώλης Κωστάζος και το θαύμα στη ζωή


Κάθε στιγμή στο ταξίδι της ζωής είναι πολύτιμη. Όταν το ξεχνάμε μαλώνουμε τον Θεό: «Μείνε έξω, άσε με για λίγο ήσυχο, δεν μπορώ τώρα, δεν μπορώ ακόμα, έχω κάποια πράγματα να κάνω, είναι κάποιες σκέψεις που με βασανίζουν, έχω κάποιες υποθέσεις δικές μου…».
Αλλά Εκείνος έρχεται διακριτικά κι επίμονα και γίνεται συνταξιδιώτης. Αυτό είναι ο κανόνας. Εμείς γνωρίσαμε έναν άνθρωπο που μαζί με λιγοστούς ακόμη αποτελεί εξαίρεση, αλάτι στη γη που όχι μόνο νοστιμίζει αλλά και συντηρεί την ομορφιά του κόσμου, επιμένοντας να αφήνεται στο θέλημά Του, κάθε στιγμή της πολυτάραχης ζωής του. Ο καπετάνιος Μανώλης Κοστάζος από τον Πειραιά, 95 χρονών σήμερα, μας περιγράφει την ιστορία του πάνω στη γη που δεν τη διαχώρισε από το θαύμα.


«Ήμουν ένα από τα παιδιά του πολέμου, που φώναζαν “πεινάω” στη κατοχή, πολλή δυστυχία εκείνη την  εποχή. Το πρώτο θαύμα που θυμάμαι ήρθε στην παιδική μου ηλικία. Ήμουν ορφανός από πατέρα και πήγαινα στην Εκκλησία ως παπαδάκι, κι έβρισκα ψυχική ζεστασιά.  Μια μέρα, πρωί, ήρθαν Γερμανοί και έκαναν εκτελέσεις  στον Προφήτη Ηλία στην Καστέλα, εκεί που κατοικούσα.  Δεν πολυκαταλάβαινα για ποιο λόγο  είχε πτώματα εκεί γύρω από τους ταλαίπωρους που σκότωναν, λοιπόν κι εγώ πήγα κάτω από τα σύρματα και μπήκα κρυφά στο στρατόπεδο να βρω κάτι να φάω. Βλέπω τους στρατιώτες, μ΄ έπιασαν και μ’ έβαλαν στην πόρτα του ιερού και με τα αυτόματα με σημάδευαν. Εκείνη τη στιγμή ερχόταν ο νεωκόρος που τον βοηθούσα και ανάβαμε μαζί τα καντήλια, είδε τη σκηνή, και τους  φώναξε τρέχοντας προς τη μεριά μας “στοπ είναι δικός μου”, ήμουν εννιά χρονών. Πήγα σπίτι και είπα στη μητέρα μου με αφέλεια “τη γλύτωσα”…


Το 1956 έκανα τη θητεία μου και μετά πήγα στη θάλασσα. Φτωχοί ήμασταν και τα φτωχόπαιδα τότε δεν σπούδαζαν, μόνο τα περισσότερα πήγαιναν στις θάλασσες. Στο καράβι και στα λιμάνια είδα άσχημα πράγματα, λάθη και αστοχίες των ανθρώπων, και λυπόμουν βαθιά, δεν άντεχα. Στην Εκκλησία που πήγαινα και στο κατηχητικό πριν ξεκινήσω να ταξιδεύω, είχα αγαπήσει τις εντολές του Θεού και ήθελα να είμαι καλός και η ψυχή μου δεν άντεχε την αμαρτία. Διάβαζα βιβλία θρησκευτικά και έκλαιγαν τα μάτια μου από την αγάπη του Χριστού για μας. Όταν λοιπόν συνάντησα την αμαρτωλή ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι, στη σκέψη μου τριγύριζε η φυγή, να παρατήσω τη δουλειά του ναυτικού και να βρω μια στεριανή εργασία. Ένας ναυτικός λοιπόν φίλος που του είπα τον πόνο μου, μου πρότεινε να πάω στην Πάρο να συναντήσω έναν μοναχό σε άγνωστο σε μένα μοναστήρι. Πήρα το πλοίο, αν και φώναζε η μάνα μου να μην σπαταλάω λεφτά για εισιτήρια στα πλοία της γραμμής. Εγώ όμως ήθελα απαντήσεις για το πώς πρέπει να συνεχίσω στη ζωή μου.  Έφτασα στο νησί και προχωρούσα στο άγνωστο χωρίς να γνωρίζω πού έπρεπε να πάω. Κάποτε βλέπω ένα μοναστήρι ψηλά στο βουνό, πήγα, μίλησα στον ηγούμενο, του εξομολογήθηκα: “φρίττω με αυτά που βλέπω στα λιμάνια και τα πέλαγα, δεν μπορώ να βλέπω τις ασχήμιες που κάνουν οι άνθρωποι”.



Τότε ο Ηγούμενος, που δεν είχα ξανακούσει γι’ αυτόν, μου απάντησε “ Ώστε φρίττεις; Ε, λοιπόν θα σου προτείνω να πας στο τρίτο νεκροταφείο και να καθίσεις στο καφενεδάκι που πίνουν τον καφέ μετά τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Εκεί  θα σταθείς ν΄ ακούς τις ιστορίες που λένε”. Ο μοναχός αυτός  ήταν ο γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος.
Έκανα ό,τι μου είπε λοιπόν και στήθηκα στο καφενείο  ν’ ακούσω τις ιστορίες που έλεγαν οι συγγενείς πάνω στον πόνο τους, έφταναν στ’ αυτιά μου  κατηγορίες για τους κεκοιμημένους, βλασφημίες για τα κληρονομικά αλλά και  έπαινοι και κατάλαβα ότι η ζωή είναι παντού ίδια, και στη θάλασσα και στη στεριά.



Έγινα ανθυποπλοίαρχος  και συνέχισα αλλά όλα πια για μένα ήταν υπό το πρίσμα του Θεού. Κάποτε έφτασα στον ινδικό ωκεανό, με φορτωμένο το καράβι ξυλεία. Είχε φουρτούνα και έστειλα τους ναύτες να δέσουν το φορτίο και έβλεπα τα σύρματα να μπλέκονται στα πόδια τους, τα κύματα θεριά θα παρέσυραν τα ξύλα, τους ναύτες μου κι εμένα. Τους παράτησα και σκαρφάλωσα  πάνω, μπήκα στην καμπίνα ν’ αντικρύσω την εικόνα της Παναγίας και προσευχήθηκα και σωθήκαμε. Πολλές φορές η Παναγιά μάς γλύτωσε. Σε κάθε βήμα έβλεπα ότι οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν ίσχυαν, μόνο του Θεού. Οι εφοπλιστές με πίεζαν να κλέβω πετρέλαιο. Μια φορά μάλιστα  μ’ έδιωξαν, έχασα τη δουλειά μου γιατί αρνήθηκα το λαθρεμπόριο, αλλά δεν θα παραβίαζα τις εντολές του Θεού.
Ένα καιρό σαλπάραμε από την Χαιφόν για την Κοστάντζα, όταν ο ασυρματιστής μου πέθανε εν πλω. Ο νόμος τότε έλεγε να τον πετάξω στη θάλασσα. Ήμουν 300 μίλια από τη στεριά, πλησίασα τις ακτές και ήθελα να γίνουν οι νόμιμες διαδικασίες και να ταφεί σαν άνθρωπος να μην τον φάνε τα ψάρια. Όμως δεν γνώριζα ότι το Νότιο Βιετνάμ ήταν τότε εχθρικό προς το Βόρειο από το οποίο ερχόμουν με το πλοίο και με έπιασαν αιχμάλωτο σαν κατάσκοπο.








Να πώς έγινε το συμβάν: Kατεβήκαμε από το πλοίο εγώ  με πέντε ναύτες και πλέαμε με βάρκα για να συναντήσουμε τις αρχές και ν’ απαιτήσω να γίνει η διαδικασία να πάρω πιστοποιητικό θανάτου και να θάψουμε τον χριστιανό ασυρματιστή μας. Στο λιμάνι μάς έπιασαν οι αρχές και μας έδωσαν να καταλάβουμε ότι είμαστε αιχμάλωτοι. Οι ναύτες μου έκλαιγαν. Είχαν ειδοποιηθεί  κάτοικοι της Ν. Κορέας ότι ήρθαν δυτικοί κατάσκοποι και  μας προπηλάκισαν στο λιμάνι, μας έβριζαν και κινδυνεύαμε να μας σκοτώσουν οι εξαγριωμένοι Κορεάτες. Μας οδήγησαν σ’ ένα στρατόπεδο στο βουνό και μας φυλάκισαν. Απελπισία να είμαστε μακριά από την πατρίδα, να μην γνωρίζουμε το μέλλον μας. Κινητοποιήθηκαν στη συνέχεια οι πρεσβείες, έγινε θέμα, ο πρέσβης των ΗΠΑ και άλλοι με μάλωσαν που δημιούργησα πολιτικό επεισόδιο, αλλά εγώ είχα έναν νεκρό στο καράβι και όφειλα να βρω τόπο να θαφτεί. Δεν μετάνιωνα. Ήξερα ότι έκανα το καλό και δεν θα μας εγκατέλειπε ο ουρανός.  Κάποια στιγμή μετά από καιρό μάς άφησαν να πάμε στο πλοίο ν’ αλλάξουμε ρούχα και τότε καταφέραμε να το σκάσουμε και σαλπάραμε. Πίστευα στον Θεό και δεν φοβήθηκα ούτε στιγμή, ούτε το δαχτυλάκι μου δεν κούνησα, ήθελα δεν ήθελα ο Θεός κατεύθυνε την πορεία μου. Ήμουν υπό αυστηρή κράτηση και με ανέκριναν επί ώρες , αλλά έψαλλα “Πού πορευθώ από του πνεύματός σου και από του προσώπου σου που φύγω”.



Χρόνια αργότερα στο Όρεγκον πήγα μ’ ένα σαπιοκάραβο για να κάνω επισκευή.  Κάθε βράδυ έκανα την παράκληση στον άγιο Νεκτάριο να βγούμε ζωντανοί εγώ και το πλήρωμα καθώς ο εφοπλιστής ήταν ασυνείδητος και το φορτηγό πλοίο ήταν ερείπιο. Βγαίνω μια Κυριακή πρωί από την καμπίνα μου και μέσα στο καράβι βλέπω γυναίκες ιερόδουλες. Εκείνη την εποχή τις ανέβαζαν στα καράβια κάποιοι επιτήδειοι για να τις εκμεταλλεύονται και να βγάζουν χρήματα και έκαναν τα στραβά μάτια  και οι ίδιοι οι αστυνομικοί. Βγήκα έξω λυπημένος και κατέβηκα  από το πλοίο, κάνοντας βόλτα πάνω κάτω. Τότε  μια απ’ αυτές τις κοπέλες μού λέει “Καπετάνιε τι έχεις;”
-        Είμαι λυπημένος γιατί στη πατρίδα μου κάθε Κυριακή οι άνθρωποι πηγαίνουν στις εκκλησίες κι εκεί γίνονται μεγάλα πράγματα, κι εγώ εδώ δεν μπορώ να μετέχω στη θεία λειτουργία.
-        Θα σε πάω εγώ!



Δύσπιστος την παρατηρούσα που ανέβηκε στο πλοίο και βρήκε δυο ακόμη κοπέλες και μπήκαμε σ’ ένα ταξί και με πήγαν σε μια Ορθόδοξη Εκκλησία που πήγαιναν Πόντιοι και άλλοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Δεν πίστευα στα μάτια μου: Εκεί στην ξενιτιά, στην άκρη της γης, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού βρήκα Εκκλησία, λειτουργήθηκα μετάλαβα και πήρα από τα χέρια του ιερέα το αντίδωρο. Ο άγιος Νεκτάριος που παρακαλούσα μου έκανε το χατίρι.  Νομίζουμε συνήθως πως κάνουμε εμείς το χατίρι στον Χριστό που πάμε στις γιορτές και τις Κυριακές στην Εκκλησία. Οι κοπέλες είχαν φύγει για τη δουλειά τους κι εγώ συνάντησα έναν Πόντιο που με πήγε στην οικογένειά του, μου έκανε το τραπέζι και γίναμε φίλοι. Ο γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ερχόταν συχνά στη μνήμη μου με τα λόγια του “ Ώστε φρίττεις ε;” Μια ιερόδουλη με οδήγησε στο ναό κι έφυγε!





… Αυτή ήταν η ζωή μου, πάντα ν’ αφήνομαι με εμπιστοσύνη στον Θεό. Να ξέρεις πως σήμερα στα 95  έχω βαλβίδα στη καρδιά, αλλά είμαι υπέρ αισιόδοξος, μεταλαμβάνω κάθε Κυριακή στον ιερό ναό στην αγία Ζώνη. Το βράδυ κάνω το απόδειπνο κι έχω τον Θεό μαζί μου”.
Όταν η πίστη στηρίζεται πάνω στη λογική, ο αναγνώστης δεν θα κατανοήσει την εμπιστοσύνη του καπετάν Μανώλη στο θαύμα,  γιατί μπορεί κάποιος  με πιο λογικά επιχειρήματα, να μιλήσει για συμπτώσεις. Αλλά όταν η πίστη δεν στηρίζεται στον ορθολογισμό αλλά στην εμπειρία, πώς θα μπορέσει κάποιος να σου αφαιρέσει αυτή την εμπειρία του Θεού; Έλεγε ο Απόστολος Παύλος: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;», Τι μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού;

Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.