Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΙΣΚΙΝ Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΥ (1745-1841)







Ό μοναχός αυτός ήταν O γέροντας Βασίλειος - κατά κόσμον Βλαδίμηρος - Κίσκιν. Ό Βλαδίμηρος γεννήθηκε στην επαρχία Κούρσκ τό 1745. Ό στάρετς Βασίλειος ήταν κατά τριάντα χρόνια νεότερος από τό γέροντα Μελχισεδέκ. Πήγε στό Σάρωφ σε ηλικία 7 ετών κι έμεινε εκεί ωσότου συμπλήρωσε τα 11. ’Έπειτα ξεκίνησε να κάνει ένα προσκύνημα στο Κίεβο καί στήν ηλικία των δεκαπέντε ετών έγινε μυστικά μοναχός στο μοναστήρι Μιροπόλσκι. Τό 1764 τό μοναστήρι έκλεισε κι έτσι ό Βασίλειος πήγε στο μοναστήρι του Κούρσκ, όπου και διδάχτηκε τήν ησυχαστική παράδοση και τήν προσευχή του Ιησού. Αύτή είναι ή προσευχή πού έκανε ό τυφλός Βαρτιμαΐος του ευαγγελίου, λίγο συμπληρωμένη: Κύριε Ιησού Χρίστε, Υιέ Θεού, έλέησόν με τον αμαρτωλό (βλ. Μάρκ. ι' 46). Με τη μορφή αύτή έχουμε ταυτόχρονα ομολογία και προσευχή. Όταν ή προσευχή αύτή λέγεται αργά, στήν αρχή προφορικά κι έπειτα νοερά, θερμαίνει τήν καρδιά και οδηγεί το μοναχό στις ανώτερες μορφές προσευχής και θεωρίας. Τον καιρό πού ζούσε στο μοναστήρι του Κούρσκ ό Βασίλειος επισκεπτόταν συχνά το μεγάλο ρώσο επίσκοπο Τύχωνα του Ζαντόνσκ, στο μοναστήρι όπου είχε αποσυρθεί.


Ό Βασίλειος αναζητούσε τήν τελείωση. Έτσι άφησε τη Ρωσία κι έφυγε γιά το Αγιο Όρος, ακολουθούμενος από δύο μαθητές του: τον Αρσένιο  και τον Ισραήλ. Στο Άγιο ’Όρος έζησε κάμποσα χρόνια, συνάντησε νηπτικούς γεροντάδες και μελέτησε τά έργα των άγιων πατέρων. Άπό εκεί πήγε στο Νιαμέτς, όπου έφτασε λίγο μετά την κοίμηση του μεγάλου όσιου Παϊσίου. Το 1800 γύρισε στη Ρωσία και διορίστηκε ηγούμενος στο μοναστήρι Μπελομπερέζσκι. Εκείνο τον καιρό το μοναστήρι αυτό βρισκόταν σέ μεγάλη παρακμή. Εκεί ζούσαν μόλις επτά μοναχοί και κανένας άπ’ αυτούς δεν ήταν ιερέας. ’Άν και δεν το ήθελε, ό Βασίλειος υποχρεώθηκε νά δεχτεί τήν ιεροσύνη. Εφάρμοσε αυστηρούς κοινοβιακούς κανόνες, καθημερινή έξαγόρευση λογισμών στο γέροντα και χειρωνακτική εργασία (διακόνημα). Θέσπισε ύποχρεωτική τήν ανάγνωση των πατερικών έργων, τήν άσκηση τής προσευχής του Ιησού και καθημερινή μνήμη θανάτου.



Μέσα σέ διάστημα πέντε χρόνων ό Βασίλειος αύξησε τον αριθμό των μοναχών άπό επτά σέ εξήντα. Πολλοί άπό τούς θαυμαστές του Παϊσίου, όπως οί γέροντες Κλεόπας και Θεόδωρος κι ό στάρετς Λεωνίδας τής ’Όπτινα ήρθαν κοντά του κι εκείνος έκπαίδευσε στο μοναστήρι Μπελομπερέζσκι πολλούς μοναχούς, πού άργότερα έγιναν ηγούμενοι σέ διάφορα άξιόλογα μοναστήρια, όπως ό Σεραφείμ του Πλοσκάνσκυ, ό Μελχισεδέκ τού Σιμονώφ και ό Φιλάρετος του Γκλίνσκ.
Ό Μελχισεδέκ ήταν ήδη ογδόντα πέντε χρόνων όταν ό Βασίλειος έγινε ηγούμενος στο Μπελομπερέζσκι. Μ’ όλο πού ή διαφορά ηλικίας άνάμεσα στους δύο ήταν περίπου τριάντα χρόνια, μεταξύ τους άναπτύχθηκε μιά στενή φιλία. Στο Μελχισεδέκ άρεσε πολύ ό τρόπος ζωής του Βασιλείου. 




Ό Βασίλειος είχε κλίση πρός τήν ερημική ζωή, όπως συμβαίνει σέ ανθρώπους πού αγαπούν τήν εσωτερική προσευχή. Του άρεσε πολύ νά περιφέρεται μόνος του στο δάσος ψάλλοντας και προσευχόμενος αργά και σιωπηλά. Όταν πανηγύριζαν στις μεγάλες γιορτές, συνήθιζε νά πλησιάζει τούς ψαλτάδες μετά τήν ακολουθία και τούς ζητούσε νά ψάλλουν κάποιον ύμνο, κυρίως τον ψαλμό «Ό Θεός ό Θεός μου, πρόσχες μου ίνα τί έγκατέλειπές με;» (Ψαλμ. κα' 1). Τήν ώρα πού έψαλλαν τον ύμνο αύτόν, ό Βασίλειος έκλαιγε άσυγκράτητα. Κι όταν τέλειωνε ό ύμνος ευχαριστούσε τούς ψαλτάδες και τούς πρόσφερε ζαχαρωτά. Ό Βασίλειος επισκεπτόταν συχνά το γέροντα Μελχισεδέκ γιά νά συνομιλήσει μαζί του.
Ό Ίλαρίων αφηγείται το ακόλουθο περιστατικό:
«Κάποια μέρα ό ηγούμενος έξουσιοδότησε τον π. Μελχισεδέκ νά συλλειτουργήσει μαζί του ως διάκονος. Ό π. Μελχισεδέκ είπε στόν αγγελιοφόρο:
»Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, γιατί ό άγιος ήγούμενος είναι οργισμένος μαζί μου.


»Κι αφού είπε αυτά, πήγε στο κελί του ηγουμένου, τού έβαλε μετάνοια και ζήτησε τη συγγνώμη του. Ό ηγούμενος έκανε κι αυτός με τη σειρά του μετάνοια στο Μελχισεδέκ και ζήτησε τη
συγγνώμη του. Μετά ό π. Βασίλειος τον ρώτησε:
-        Μά γιατί, γέροντα, ζητάς συγχώρεση;
-        Τί άλλο θά μπορούσα νά κάνω, γέροντα; άπάντησε ό πολιός μοναχός με απλότητα. Όταν πέρασα έξω άπό το κελί σου δέ χτύπησες το παράθυρο• μήπως σέ πρόσβαλα κατά κάποιον τρόπο; Φοβάμαι πώς σέ έκνεύρισα.



»Ό ηγούμενος πού γνώριζε την απλότητα τού γέροντα, χαμογέλασε, τον άγκάλιασε και τον άσπάστηκε με τρυφερότητα. ’Έπειτα τού εξήγησε πώς δεν τον είδε όταν πέρασε έξω άπό το παράθυρο τού κελιού του. Και μετά το γεγονός αυτό ό ηγούμενος συνήθιζε νά ονομάζει το γέροντα Μελχισεδέκ: "Ό άόργητος άνθρωπος"».


Μετά άπό τέσσερα χρόνια ηγουμενίας, ό γέροντας Βασίλειος Κίσκιν έφυγε άπό το Μπελομπερέζσκι. Γιά μερικά χρόνια πήγαινε άπό μοναστήρι σέ μοναστήρι και προσπαθούσε νά βοηθήσει στήν άναγέννησή τους. Πήγε στά μοναστήρια τού Σβένσκ, στο Ρυκόφσκυ, στο Ζαντόνσκ και στο Κρέμενετσκ, όπου μετά τήν άφιξή του οί μοναχοί αυξήθηκαν άπό οκτώ σέ εξήντα πέντε. Μετά άπό δέκα χρόνια στο μοναστήρι τού Γκλίνσκ, πού το άνακαίνισε ριζικά, ό γέροντας Βασίλειος πήγε στο μοναστήρι τού Πλοστσάνσκ, όπου και αναπαύτηκε το 1831. Ήταν τότε 86 ετών.




Γιά τον π. Βασίλειο κυκλοφορούν πολλές ιστορίες. Είχε μιά θαυμαστή πίστη στήν πρόνοια τού Θεού. Μιά φορά ταξίδευε στή διάρκεια τού χειμώνα μαζί με τούς μαθητές του στη χιονισμένη ύπαιθρο. Είχαν αρχίσει όμως νά παγώνουν όλα κι αναζητούσαν κάποιο μοναστήρι γιά νά καταφυγουν εκεί. Στο δρόμο τους συνάντησαν ένα άγροτόπαιδο και καθώς δεν ήξεραν αν έπρεπε νά πάνε στο Μπελομπερέζσκι ή στο Πλοστσάνσκ, ό π. Βασίλειος έκανε τήν προσευχή του κι άποφάσισε νά ρωτήσει το παιδί, πιστεύοντας πώς ή απάντησή του θά ήταν το θέλημα του Θεού. Το αγόρι απάντησε στήν ερώτηση τους:


-        Να πάτε στο Μπελομπερέζσκι. Γιά το Πλοστσάνσκ είναι αργά, επειδή τά ποτάμια έχουν πλημμυρίσει.
Κι έτσι άποδείχτηκε πώς είχαν τά πράγματα.
Ό γέροντας Βασίλειος εκτιμούσε πολύ τη χειρωνακτική εργασία. Κάποτε είπε:


-        Να εργάζεστε με ζήλο, αδελφοί! Ό Θεός εκτιμά τόσο πολύ τον ιδρώτα τής ύπακοής, ώστε τον ύπολογίζει όπως το αιμα των μαρτύρων.
Τον π. Βασίλειο διαδέχτηκε στήν ηγουμενία στο Μπελομπερέζσκι ό γέροντας Λεωνίδας Ναγκόλκιν, ό γνωστός ως πρώτος μεγάλος στάρετς τής Όπτινα. Ό στάρετς Λεωνίδας είχε γεννηθεί το 1768 στο Κάρατσεφ, πού είναι κοντά στο Όρελ. Είχε ασχοληθεί με το εμπόριο ως το 1797, χρονιά πού έγινε δεκτός στο μοναστήρι τής Όπτινα ως δόκιμος. Δυό χρόνια άργότερα πήγε στο μοναστήρι Μπελομπερέζσκι, γιά νά ζήσει κοντά στόν π. Βασίλειο Κίσκιν, τον όποιο διαδέχτηκε το 1804. 



Πολύ σύντομα ό π. Λεωνίδας έγινε πιστός μαθητής τού γέροντα Θεόδωρου. Όταν ό τελευταίος αναγκάστηκε νά φύγει από το μοναστήρι, επειδή είχε δημιουργηθεί δυσαρέσκεια στους μοναχούς εναντίον του, ό π. Λεωνίδας παραιτήθηκε από τη θέση του (το 1808) και ακολούθησε το γέροντα Θεόδωρο ως τήν κοίμησή του, τήν Παρασκευή τής Διακαινησίμου τού 1822. Αργότερα πήγε στο μοναστήρι Πλοστσάνσκ και το 1829 γύρισε στήν Όπτινα, όπου έγινε ό γνωστός στάρετς (πνευματικός καθοδηγητής) ως τήν κοίμησή του, το 1841.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΡΟΣΛΑΒΛ (1715-1840). ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.