_____
Η Κυριακή Δήμου κατάγεται από την Ανατολική
Ρωμυλία της Βόρειας Θράκης, περιγράφει πως η οικογένειά της βίωσε την
προσφυγιά, αλλά και το ταξίδι στον τόπο των προγόνων της το 2005. Όπως λέει,
«ένοιωσα πως το σπίτι μας περίμενε»
Ανατολική Ρωμυλία και πρόσφυγες μητέρες,
μακρινές μα αγαπημένες
Ο καθένας από εμάς γράφει πάνω στη γη τη δική
του ιστορία. Συχνά σ΄ αυτή τη γραφή την πένα τη δίνουν στο χέρι μας οι γονείς
μας, οι περιστάσεις και συνήθως η ιστορία της εποχής. Αν οι συνθήκες που ζούμε
είναι δύσκολες και σκληρές, φτιαγμένες από πολέμους, διωγμούς, προσφυγιά και
ξενιτεμό, τότε η ιστορία που γράφεται είναι πικρό δάκρυ στα μάτια της
ανθρωπότητας.
Συναντήσαμε την Κυριακή Δήμου, με καταγωγή από
την Ανατολική Ρωμυλία, που σήμερα κατοικεί στο Κιλκίς και μας περιέγραψε τη
δική της περπατησιά στον τόπο που γεννήθηκε, αλλά κυρίως στον τόπο που
βρίσκονταν μαζί με τη μητέρα της, ρίζες τις οποίες ξερίζωσαν οι περιστάσεις.
Η Ανατολική Ρωμυλία είναι περιοχή της βόρειας
Θράκης. Σε ολόκληρη την περιοχή ζούσαν πάνω από 300.000 Έλληνες πριν το
1900. Την περίοδο 1878-1885 που η Ανατολική Ρωμυλία ήταν αυτόνομη, η
υπόλοιπη βόρεια Θράκη ήταν μοιρασμένη στη Βουλγαρία και την Τουρκία. Σημαντικές
εστίες του Ελληνισμού ήταν η περιοχή της Φιλιππούπολης με πολλές πόλεις και
χωριά, το Ορτάκιοϊ και το Χάσκιοϊ, τα χωριά της περιοχής
Μοναστηρίου-Καρυών-Μπογιαλικίου, τα Μαυροθαλασσίτικα παράλια από την Αγαθούπολη
έως και τον Άσπρο, η περιοχή της Βάρνας και Καβάρνας, το Ρουσέ, το Ντόμπριτς
και πολλά άλλα.
Η Κυριακή μάς μιλά για την προσφυγιά της
μητέρας της και της γιαγιάς της που σαν παραμύθι τρομακτικό τής εξιστορούσε η
πρώτη. Οι πρόγονοί της ένιωθαν το παράπονο του αναίτια αδικημένου: Από την
αρχαιότητα η περιοχή τους κατοικούνταν από Θράκες και κατά το Δεύτερο Ελληνικό
Αποικισμό κατοικούνται τα παράλια του Ευξείνου Πόντου από Πελοποννήσιους,
Μεγαρείς, Αθηναίους, Ίωνες κλπ.
Γύρω στον 6ο αιώνα μ.Χ. εμφανίζονται οι Σλάβοι
και μετά τον 7ο οι Βούλγαροι και κατοικούν βορείως του Δούναβη. Μετά από χρόνια
αρχίζουν και κατοικούν από τον Αίμο και προς τα βόρεια. Η περιοχή της Βάρνας
και Καβάρνας, όμως, ήταν ως επί το πλείστον Ελληνική. Ο ελληνικός πληθυσμός της
βόρειας Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας κατέφευγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα
από το 1885 μέχρι και το 1952. Έλληνες, όμως, παρέμειναν σ' όλες τις μεγάλες
πόλεις, παρά τους απάνθρωπους διωγμούς των Βουλγάρων.
Στο Κόζουλτζια
Η Κυριακή Δήμου μεταφέρει στην “Ορθόδοξη
Αλήθεια” το βιώμα της ίδιας και της μητέρας της:
«Γεννήθηκα
στο Ορμένιο του νομού Έβρου το 1955 από πρόσφυγες γονείς. Παραμύθια σαν παιδί δεν άκουσα. Μεγάλωσα με ιστορίες που μου διηγούνταν
η μητέρα μου και η γιαγιά Ντιάλω, για το Κόζουλτζια της Ανατολικής Ρωμυλίας, το
χωριό στο οποίο γεννήθηκαν. Τον παράδεισο των παιδικών τους χρόνων, που
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βίαια το 1929. Ιστορίες που πότιζαν την παιδική
μου ψυχή με αγάπη για εκείνον τον τόπο, γέμιζαν τη φαντασία μου με όμορφες
εικόνες και τη μνήμη μου μ’ εκείνη τη γλυκιά προσμονή της επιστροφής. Ένας
ευλογημένος τόπος όπως έλεγαν. Για να χτίσουν τα σπίτια τους χρησιμοποιούσαν
υλικά της περιοχής, για να υφάνουν τις φορεσιές και τα στρωσίδια τους χρησιμοποιούσαν
μαλλί και βαμβάκι, και όλα ήταν υφασμένα, ραμμένα και στολισμένα από τα χέρια τους.
Το χωριό κατοικούνταν μόνο από Έλληνες είχε σχολείο, εκκλησία, κοινότητα,
τράπεζα, Έλληνα δάσκαλο και παπά, που αντικαταστάθηκαν από Βουλγάρους. Στο
χωριό τους και στα σπίτια τους όμως εγκαταστάθηκαν με τη βία οι Μπεγαντζίδες,
Βούλγαροι έποικοι που είχαν έρθει από την Ελλάδα μετά το 1922. Τους κακοποιούσαν,
άρπαζαν τη σοδειά και τα ζώα τους και αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της
προσφυγιάς σταδιακά από το 1923 έως το 1930.
Οι πρόσφυγες, εγκαταστάθηκαν στα πρώτα χωριά που συνάντησαν όταν πέρασαν
τα σύνορα, με την ελπίδα ότι θα γυρίσουν στον τόπο τους. Στο Ορμένιο, το παλιό
βυζαντινό χωριό με το όνομα Τζερνομιάνου πόλις, στο γειτονικό χωριό Φτελιά, το
παλιό Καραγατσούδ, στον Πύργο και στο Φυλάκιο Ορεστιάδας. Στη νέα γη που τους
φιλοξένησε επιβίωσαν μέσα από τις δυσκολίες και τα βάσανα, με πολλή πίστη κι
αγάπη. Αρκετές οικογένειες από το Κόζουλτζια παρέμειναν στο χωριό τους
ελπίζοντας ότι θα περάσει το κακό και ως τις μέρες μας οι απόγονοί τους
κατοικούν εκεί, μιλούν την ελληνική γλώσσα, αισθάνονται Έλληνες, νοσταλγούν τα
περασμένα χρόνια, τότε που ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι στον τόπο τους.»
Κι ενώ ακόμη οι πρόσφυγες πάλευαν με τη φτώχεια τους, ήρθε ο
πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος και ακολούθησε η μετανάστευση το 1960, που ήταν
μια μεγάλη πληγή για τον τόπο μας. Οι
άνθρωποι αυτοί ανήμποροι μπροστά στη φτώχεια τους, «ένοχοι» απέναντι στα παιδιά
τους, που δεν είχαν να τους προσφέρουν τίποτε άλλο πέρα από την αγάπη τους και
ακόμη πιο ανήμποροι μπροστά στην πρόκληση της όποιας οικονομικής ευμάρειας που
τους υπόσχονταν η ξενιτιά, είδαν τα παιδιά τους να ξενιτεύονται. Οικογένειες
χώρισαν, παιδιά μεγάλωσαν δίχως γονείς, δίπλα στον παππού και τη γιαγιά που
δούλευαν σκληρά στα χωράφια αλλά τα μεγάλωναν με πολλή αγάπη. Η νοσταλγία της επιστροφής για τους
ξενιτεμένους ξεθώριασε μπροστά στα καλά και στα πλούτη της ξενιτιάς.
«Τους λύγισε μόνο η μοναξιά»
Πολλούς τους κράτησε για πάντα η ξενιτιά, μα η
τελευταία τους επιθυμία ήταν να γυρίσουν στην αγκαλιά της γης τους, ποτέ όμως
δεν γύρισαν στην αγκαλιά της μάνας τους. Άκουγα τη μητέρα μου που αποχωρίστηκε
τον γιο της για πάντα και ηλικιωμένους να μιλούν με παράπονο για τη φτώχεια που
έζησαν, για το ψωμί που δεν χόρτασαν. Όμως όταν μιλούσαν για τα έρμα, τα μαύρα
τα ξένα όπως τα έλεγαν, τότε το πρόσωπό τους σκοτείνιαζε. Αυτοί οι άνθρωποι που
τα είχαν ζήσει όλα, και δεν λύγισαν από τα βάσανα και τη φτώχεια, λύγισαν από
το βάρος της ξενιτιάς. Για χρόνια έζησαν με την ελπίδα της επιστροφής, τα μάτια
τους δεν στέγνωσαν από τα δάκρυα και έκλεισαν για πάντα χωρίς να δουν τα
αγαπημένα τους πρόσωπα. Χωρίς να ακούσουν ένα γλυκό λόγο, να τον κλείσουν στην
πονεμένη ψυχή τους.
Η Κυριακή, ωστόσο, αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι στο χρόνο και στο χώρο
που η μητέρα της αποτύπωσε τα πρώτα ίχνη της στη ζωή. Συνοδοιπόρος και ξεναγός
ήταν η μητέρα της.
«Όταν ήρθε η ώρα να επισκεφτούμε με τη μητέρα μου για πρώτη φορά το
Κόζουλτζια, το 2005, να περπατήσω στη γη των προγόνων μου, τίποτα δεν ήταν ξένο.
Ένοιωσα ότι εκείνος είναι ο τόπος μου και επιστρέφω σε αυτόν από κάποια ξενιτιά.
Ζωντάνεψαν οι αφηγήσεις της γιαγιάς και της μητέρας μου. Ένοιωσα πως το σπίτι
μάς περίμενε. Περίμενε το κοριτσάκι που γεννήθηκε εκεί στις 10 Μαρτίου του
1923, έπαιξε ξένοιαστα στην αυλή του. Έμαθε τα πρώτα του λογάκια στην ελληνική
γλώσσα, γεύτηκε τους καρπούς, πότισαν οι αισθήσεις με ανεξίτηλα χρώματα και
αρώματα της γενέθλιας γης.
«Όταν ήρθε η ώρα να επισκεφθούμε με τη μητέρα
μου πρώτη φορά στο χωριό μας, τίποτα δεν ήταν ξένο»
Είδα την ηλικιωμένη μητέρα μου να ανοίγει την
αυλόπορτα, να στέκεται ανήμπορη, αμίλητη, μπροστά στο διώροφο ετοιμόρροπο
σπίτι, τα μάτια της βουρκωμένα να αγκαλιάζουν με τρυφερότητα, αγάπη, παράπονο,
νοσταλγία το καθετί που κοίταξε και αγάπησε για πρώτη φορά στη ζωή της, να
πονάει για την ερημιά που απλωνόταν παντού. Ελληνικές
οικογένειες μας άνοιξαν τα σπίτια τους και την αγκαλιά τους. Στα πρόσωπά τους
είδαμε τον παππού, τη γιαγιά μας, τη μάνα μας, τον αδελφό, την αδελφή μας. Στην
καμπάνα της εκκλησίας είδαμε χαραγμένη την ημερομηνία Μαΐου 13, έτος 1884 και
στα Ελληνικά μνήματα που χάθηκαν μέσα στην πλούσια βλάστηση, διαβάσαμε ελληνικά
ονόματα με βυζαντινή γραφή: Κοσταντί Θεοδώρι 1892 Μαρτίου 25, και Σουτήρ 1879. Κατάλαβα ότι ήρθε η δική μου σειρά μου να
κρατήσω ζωντανές αυτές τις μνήμες.
«Μαντιλάκι της χαράς»
Κοριτσάκι
έξι χρονών η μητέρα μου πήρε το δρόμο της προσφυγιάς το Σεπτέμβρη του 1929. Έφερε
μαζί της το μαντηλάκι της χαράς (δώρο γάμου), στη νέα γη που τους φιλοξένησε
αλλά όχι τα απαραίτητα δικαιολογητικά για να τη δεχτούν στο σχολείο. Έτσι
έφτιαξε το δικό της αλφαβητάρι με χρωματιστές μελάνες, από πολύχρωμες κλωστές
και ο πατέρας της άρχισε να της μαθαίνει να υφαίνει και να κεντάει στον
αργαλειό και στο τελάρο. Κράτησε
ζωντανές τις μνήμες μετουσιώνοντάς τες σε αναλλοίωτα σχέδια, συμβολικά χρώματα
και μοτίβα με απόλυτη πιστότητα σ' αυτά που οι πρόγονοί της τής μετέδωσαν. Στο
στημόνι του αργαλειού της έγραψε με τη σαΐτα της και όσα δεν μπόρεσε να
εκφράσει με τον προφορικό της λόγο. Γνώρισε τη μοναξιά και την απόρριψη με
μοναδικό καταφύγιο τον αργαλειό της. Ύφανε και κέντησε με γαϊτάνια τον πόνο και
την πίκρα της, τα όνειρα που δεν πραγματώθηκαν ποτέ, αυτά που δεν τόλμησε να
διεκδικήσει από τη ζωή και από τους ανθρώπους, την αγάπη που δεν χόρτασε, τη
χαρά που δεν την πλησίασε, κι ας έφερε μαζί της παιδί ακόμα «το μαντηλάκι της
χαράς», κι ας κέντησε αργότερα αμέτρητα τέτοια μαντήλια στη ζωή της. Είχε μια
φλόγα μέσα της άσβεστη ως την τελευταία της πνοή, για όλα όσα άφησαν εκεί στο
χωριό τους και για όλα όσα κράτησε ζωντανά με τον αργαλειό της
Πίστη στο Θεό
Η προσφυγιά και οι σκληρές συνθήκες επιβίωσης,
την έκαναν υπεύθυνη, ολιγαρκή, γεμάτη υπομονή, καλοσύνη, γενναιοδωρία και
αυταπάρνηση. Σαν παιδί και σαν γυναίκα με άπειρη υπομονή δούλεψε σκληρά
στα χωράφια και στην ξενιτιά, αφιέρωσε όμως τη ζωή της στον αργαλειό με
κινητήρια δύναμη την αγάπη της για την παράδοση. Ήξερε να αγαπάει και να σέβεται τους ανθρώπους, τη φύση και τα αγαθά της,
τα λουλούδια, τα ζωντανά της. Νοιάζονταν για κάθε ξένο και περαστικό. Ήταν ένας
δημιουργικός και χαρούμενος άνθρωπος, δεν παραπονιόταν, είχε αξιοπρέπεια και αρχές. Πίστευε στον Θεό,
νήστευε, αγαπούσε τα ήθη και τα έθιμα. Κρατούσε ζωντανούς στη μνήμη της τους
ανθρώπους που αγάπησε και έφυγαν από τη ζωή και δεν ξεχνούσε κανένα μνημόσυνο.
Παντρεύτηκε έναν άνθρωπο σκληρό που ασκούσε
μεγάλη σωματική και ψυχολογική βία σε εκείνη, σε μένα και στον αδελφό μου, για
πάρα πολλά χρόνια και μας ταπείνωνε με κάθε τρόπο. Η μητέρα μου μέσα σ’ αυτήν
την κόλαση που ζούσαμε, προσπαθούσε να μη μας λείψει τίποτα. Έλεγε: «με τα
χέρια θα σκάβω, με τα γόνατα θα σέρνομαι αλλά τα παιδιά μου θα έχουν μια
καλλίτερη ζωή »
Τα «χρώματα μνήμης»
Όταν στις
20 Μαΐου του 2008, ο χρόνος έκοψε
το νήμα της ζωής της, μέσα σ’ ένα πανεράκι απέμειναν τα κουβαράκια, τα μασούρια
και οι σαΐτες με τα πολύχρωμα νήματα που η μητέρα μου ύφαινε. Πήρα τα πολύχρωμα
νήματα και τις πολύχρωμες μνήμες και προσπάθησα να σώσω από τη λήθη τη φορεσιά,
τα υφαντά, τη γλώσσα, τα ήθη και τα
έθιμα και ό,τι άλλο αφορά τη ζωή των προγόνων μου γράφοντας ένα βιβλίο με τίτλο:
Χρώματα μνήμης. Ευγνωμονώ τη μητέρα μου, γιατί μου έμαθε να ανακαλύπτω και
να βλέπω χρώματα γεμάτα φως μέσα από τις πολύχρωμες κλωστές του αργαλειού της στα δύσκολα παιδικά μου χρόνια, αλλά
και στη μετέπειτα ζωή μου».
Τελειώνοντας τη συνομιλία μας με την
Κυριακή Δήμου, αισθανθήκαμε την πατρίδα ως μητέρα τρυφερή αλλά και τη μητέρα
της σάρκας μας παρόμοια τρυφερή, κατανοώντας βαθιά πως η αληθινή αγάπη τους στα
παιδιά τους δεν είναι συναισθηματισμός, αλλά είναι θυσία.
___________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΑΛΗΘΕΙΑ, 09.05.2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.