Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες,
αγαπητοί αδελφοί και αδελφές.
Νομίζω ότι δεν
υπάρχει ένα, πιο δύσκολα απαντούμενο ερώτημα από αυτό της χαράς. Δεν υπάρχει,
θα λέγαμε, δεν είναι καθόλου εύκολο να ορίσουμε τι είναι η χαρά. Όσο ακριβώς
και αν φαίνεται κάτι τέτοιο κατ’αρχήν αυτονόητο, δεν νομίζω ότι υπάρχει τίποτε
πιο ευαίσθητο, πιο ευαίσθητο συναίσθημα από την χαρά, πιο εύκολα αφανιζόμενο,
πιο εύκολα διαλυόμενο, πιο αβέβαιο και πιο πολύτιμο. Και η χαρά των ανθρώπων
του Θεού πρέπει να υπάρξει αντικείμενο, νομίζω, ιδιαίτερης προσοχής, για να
δούμε ακριβώς σε τι συνίσταται, σε μια εποχή που η εξωτερική χαρά, αυτή η αέναη
ευφορία είπε ένας Γάλλος συγγραφέας, θεωρείται ότι είναι σχεδόν υποχρέωση, έτσι,
αλλά δεν σημαίνει τίποτε, δεν έχει πίσω της συνήθως κανένα βαθύ αντίκρυσμα.
Τον π. Ιωάννη
τον γνώρισα κι εγώ μέσα σε συνθήκες δύσκολες, έχω τον πειρασμό απειροελάχιστα
να κάνω μια αναφορά. Οφείλω την γνωριμία στον άγιο Αργολίδος, ο οποίος σε μια
επίσκεψή μου στο μοναστήρι του τότε, μου μίλησε γι’ αυτόν, ο ίδιος είχε την
εμπειρία μιας θεραπείας, μιας ιάσεως θαυμαστής και μου λέει: «Κοίταξε να δεις,
πήγαινε να βρεις αυτόν τον άνθρωπο, είναι άνθρωπος του Θεού, είναι μια παρουσία
του Αγίου Πνεύματος». Πράγματι, εκείνη την εποχή υπήρχε ένα πολύ σημαντικό
εκκλησιαστικό ζήτημα, στο οποίο ήμουν εμπεπλεγμένος –δεν θα σας πω ακριβώς τι –
και υπό το βάρος της πίεσης αυτού του πολύ σημαντικού εκκλησιαστικού ζητήματος
πράγματι επισκέφθηκα τον π. Ιωάννη.
Το πρώτο βίωμα
ήταν το συγκλονιστικό βίωμα αυτό, του καλωσορίσματος, «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι Κυρίου», ήταν τα πρώτα λόγια που έλεγε συνήθως και αμέσως
ακολουθούσε ένας εναγκαλισμός καρδιακός, υπαρξιακός εναγκαλισμός και αμέσως
καταλάβαινες ότι αυτός ο άνθρωπος εκείνη την στιγμή υπάρχει για σένα. Θαύμαζε
την πρόνοια και την παρουσία του Θεού σε σένα, θαύμαζε αυτά που είχε κάνει για
σένα ο Θεός ή μαζί σου σκόπευε να κάνει στο μέλλον και άρχιζε η ατέλειωτη
προσευχή καθώς σε κρατούσε αγκαλιασμένο. Λοιπόν, τα θυμάστε αυτά. Και μετά να
σε αλείψει με ευχέλαιο ολόκληρο και μετά να σου πει τα καλύτερα και ξαφνικά να
στραφεί στο πρόβλημά σου. Ένιωθες ξαφνικά ότι συναντάς, πράγματι εύρισκες έναν
τόπο να σταθείς, ήταν ένας ανθρώπινος τόπος όπου συγ-χωρούσε πραγματικά τα
πάντα. Ήταν δικός σου και ήσουνα δικός του.
Και ξαφνικά
μου λέει: «Τι ακριβώς θέλεις τώρα;» Και του λέω το θέμα και μου λέει: «Κοίταξε
να δεις. Αυτό είναι θέλημα του Θεού να γίνει και θα γίνει». Λοιπόν εγώ δεν τον
πίστεψα. Δεν τον πίστεψα, διότι ήταν τόση η καλοσύνη και η αγάπη του, που
σκέφτηκα, το λέει αυτό, έτσι παρηγορώντας την αγωνία μου και την λύπη μου της
στιγμής εκείνης για το σοβαρό αυτό ζήτημα. Λοιπόν, σηκώθηκα να φύγω, ήταν και η
πρεσβυτέρα μου μαζί, η οποία τον είδε και αυτή δύο λεπτά, και ξεκινήσαμε να
φεύγουμε από την Κερκίνη, να γυρίσουμε πίσω. Και ξαφνικά γυρίζει η πρεσβυτέρα μου
και μου λέει: «Δεν μου λες, γιατί ο παππούλης μιλώντας για το ζήτημα αυτό για
το οποίο τον ρώτησες, το αποκάλεσε έτσι και έτσι;» Χρησιμοποίησε, για να της το
περιγράψει, ένα συνθηματικό όνομα το οποίο το ήξερα μόνο εγώ και ένας ακόμη και
κανείς άλλος. Την υπόθεση τάδε, όπως την λέγαμε εμείς συνθηματικά. Σταματάω το
αυτοκίνητο και γυρίζω αμέσως πίσω. Τον βρίσκω κάτω από το δένδρο να περιμένει
χαμογελώντας. Κατεβαίνω, μου λέει: «Γιατί δεν με πίστεψες; Τόσα χρόνια υπηρετώ
τον Θεό, δεν θα μου δώσει και εμένα ένα μικρό χάρισμα;» Λέω «Ώστε θα γίνει, γέροντα;»
«Είναι θέλημα Θεού», μου λέει. Λέω «Πότε;» «Σε ένα χρόνο από τώρα», μου λέει.
Ακριβώς σε ένα χρόνο από την στιγμή εκείνη ελύθη το θέμα αυτό.
Αυτό αποτέλεσε
βέβαια ένα συγκλονιστικό έναυσμα για μένα, για μια βαθύτερη γνωριμία. Εγώ είμαι
αυτό που λένε ένας εκπρόσωπος της ακαδημαϊκής θεολογίας, αλλά μπορώ να σας πω
με πολλή βεβαιότητα ότι ακριβώς η κρίση του Χριστιανισμού σήμερα σε όλες τις
δυτικές κοινωνίες οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό, στο ότι δηλαδή λείπουν όλο και
περισσότερο οι άνθρωποι οι οποίοι αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες της παρουσίας
του Θεού στον κόσμο. Λείπουν άνθρωποι οι οποίοι είναι παρουσίες του Χριστού πράγματι,
παρά το ότι το ακαδημαϊκό μέρος συνήθως πάει πολύ καλά, με τα σημερινά μάλιστα
μέσα, και έχει ο Χριστιανισμός ουσιαστικά υποκύψει σ’ όλον αυτόν τον νομικισμό
και τον ηθικισμό και τον δικανισμό και τον εξιλεωτισμό, που ουσιαστικά διέπει
ένα μεγάλο μέρος του δυτικού Χριστιανισμού, αλλά έχει έρθει και στην Ελλάδα,
και έχει δημιουργήσει πραγματικά έναν εισαγγελικό Χριστιανισμό, ο οποίος δεν
πληροφορεί τον σημερινό πονεμένο άνθρωπο.
Ο π. Ιωάννης
λοιπόν ήταν μια παρουσία πραγματικά του Θεού στον κόσμο. Γι’ αυτό προσωπικά
επείσθην μετά από τις επανειλημμένες συναντήσεις οι οποίες ακολούθησαν και από
τις οποίες κρατώ πολλά προσωπικά οφέλη, αλλά σήμερα για χάρη αυτής της σύναξης
θέλω ακριβώς να ξεχωρίσω από όλα αυτά αυτό το πράγμα: το βαθύ βίωμα αυτής της
χαράς την οποία εξέπεμπε αυτός ο άνθρωπος.
Να πούμε δύο
λόγια για το τι θα μπορούσε, τι ήταν αυτή η χαρά. Γιατί ήταν ένα βίωμα βαθιάς
παρηγοριάς αυτή η χαρά, προερχόμενο βέβαια από μια παρηγορημένη ψυχή, ήταν ο ίδιος
μια πολύ παρηγορημένη ψυχή. Ήταν μία χαρά την οποία είχε, που πρέπει να ήταν
από αυτή την χαρά για την οποία μιλάει ο Χριστός όταν λέει ότι «τήν χαράν τήν ἐμήν ἥν οὐδείς αἴρει ἀφ’
ὑμῶν», κανένας δεν μπορεί να σας την πάρει. Είναι δηλαδή μια χαρά η οποία είναι εγκατεστημένη, μόνιμη,
είναι η χαρά της ζωής ἐν Θεῷ. Είναι η χαρά, θα λέγαμε, της συνεχούς
πληροφορίας, έτσι. Όταν ο πατήρ Ιωάννης μίλαγε για τους αγίους, μίλαγε για
γνωστούς ανθρώπους του. Κάποτε τον ρώτησα, μίλαγε συνέχεια για τον άγιο Ραφαήλ:
«Και τον ξέρετε τον άγιο Ραφαήλ, πάτερ»; «Βέβαια, μου έλεγε. Όπως ξέρω εσένα».
«Και πού τον έχετε δει»; «Να εδώ», μου λέει και μου δείχνει το δωμάτιό του,
δίπλα. Καταλάβατε;
Ο π. Ιωάννης
δεν έφτανε στην πίστη όπως φτάνουμε εμείς, ξεκινούσε από αυτήν. Είχε την
εμπειρία ακριβώς της παρουσίας του Θεού. Είχε, να το πω έτσι, την χαρά της θέας
του Θεού, ήταν βέβαιος, η χαρά του βεβαιωμένου, του βεβαιόπιστου, αυτού που
λέει ο άγιος Μάξιμος ότι έχει την αλησμόνητη πίστη, την αλησμόνητη γνώση του
Θεού. Γνώριζε τον Θεό, μιλούσε σαν να ήταν πραγματικά ένας οικείος του Θεού.
Σας θυμίζω ότι αυτή η έκφραση ανήκει στον Απόστολο Παύλο «συμπολῖται τῶν Ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» και είναι κάτι που το
έχουμε σήμερα σχεδόν ξεχάσει, οικείος του Θεού. Ήταν ένας οικείος του Θεού. Και
μιλούσε εκμυστηρευόμενος μέσα από αυτήν την οικειότητα. Μιλούσε στην κυριολεξία
στο όνομα του Θεού, πράγμα φοβερό. Δεν μιλούσε για να πει μια γνώμη του, όπως
λέμε εμείς, μια γνώμη επιστημονική ή μια γνώμη έστω πνευματική. Αλλά μιλούσε αποκαλυπτικά.
Θυμάμαι μια
φορά, έχοντας πάλι βρεθεί σε δύσκολη και λυπημένη διάθεση, λόγω κάποιων
συμβαινόντων στα ελληνικά ακαδημαϊκο-θεολογικά και εκκλησια- στικά πράγματα, θυμάμαι
και έχοντας πραγματικά εντός μου λογισμούς απαξίας για το ελληνορθόδοξο εδώ
σημερινό πράγμα που συμβαίνει κλπ. τον επισκέφθηκα για να πάρω χαρά μόνο που θα
τον δω. Και μετά το ευλογημένος ο ερχόμενος και… και … και…, γυρίζει και μου
λέει: «Λοιπόν, μου λέει, για σκέψου να ζούσαμε στην Μογγολία, για σκέψου να
ζούσαμε στο Αφγανιστάν, για σκέψου να ζούσαμε στην Ινδία». Λέω: «Ναι, γέροντα,
πράγματι, για σκεφτείτε...». «Για σκέψου πόσο άσχημα θα ένιωθες τότε και τι
ελπίδα θα είχες τότε; Καμία. Ενώ τώρα;» Και αρχίζει ένας ποταμός: Να ο άγιος τάδε,
να ο άγιος δείνα, να εκείνος, να το ένα, να το άλλο! Μετά από λίγο, στην
κυριολεξία πετούσα. Ήταν πραγματικά ικανός να δει τι συνέβαινε στα βάθη της
ψυχής. Ήταν πολύ ταπεινός όμως. Δεν επεδείκνυε ποτέ τα χαρίσματά του. Ίσα ίσα
προσπαθούσε να τα κρύβει, εγώ πιστεύω ότι ούτε και οι δικοί του ακόμη, που
είναι εδώ, δεν μπόρεσαν πολλά πράγματα να τα δούνε, γιατί τα έκρυβε με πάρα
πολύ μεγάλη επιμέλεια.
Θυμάμαι μια
άλλη φορά πήγα με έναν Αμερικανό φοιτητή μου να τον συναντήσω, ο οποίος άκουσε
γι’ αυτόν και ήθελε οπωσδήποτε να γνωρίσει και αυτός κάτι τέτοιο, γιατί αυτοί
εκεί έξω δεν έχουν τέτοιου είδους εμπειρίες τέτοιων ανθρώπων και τέτοιων
συναντήσεων. Αυτός λοιπόν ο Αμερικανός φοιτητής στον δρόμο που πηγαίναμε με τ’
αυτοκίνητο είχε πάρα πολύ μεγάλη αγωνία και αδημονία και βρισκόταν σε μια
κατάσταση άγχους, θα έλεγα, στην κυριολεξία, σε σημείο που αναγκάστηκα να τον
ρωτήσω τι σου συμβαίνει;. Μου λέει: «Δεν μπορώ, δεν…δεν…μπορώ να πω, έχω κάτι,
ένα πρόβλημα». Λοιπόν, όταν φτάσαμε στο σπίτι, εκεί, μας λέει η παπαδιά «είναι,
λέει, πολύ άρρωστος σήμερα. Φανταστείτε, λέει, δεν πήγε καν στην εκκλησία»,
ήταν Κυριακή. Για να μην πάει στην εκκλησία, είναι αδύνατον… «Κρίμα», λέει ο
Αμερικανός. Κι εκείνη την στιγμή, όπως στεκόμασταν στο μικρό εκείνο σαλονάκι,
τον βλέπουμε να έρχεται με τις πυτζάμες, σερνάμενος σχεδόν, διπλωμένος στα δύο,
πλησιάζει τον Αμερικανό και του λέει τρεις φορές «Άξιος, άξιος, άξιος» και
γυρίζει και φεύγει. Λοιπόν, ο φοιτητής μού λέει: «πάτερ, αυτό είναι το
συγκλονιστικότερο γεγονός της ζωής μου». Αυτός είχε λογισμό να γίνει ιερέας.
Αλλά είχε λογισμό ότι δεν είναι άξιος να γίνει και ότι πρέπει να εγκατελείψει
την σκέψη αυτή και είχε έρθει με σκοπό να ρωτήσει. Και ήλθε λοιπόν ο ασθενής,
σερνάμενος, το θυμάμαι σαν τώρα, για να του φέρει την πληροφορία. Καταλάβατε;
Και το ξαναλέω
ότι αυτή η χαρά ήταν το επιστέγασμα όλης αυτής της υπέροχης ταπεινής ύπαρξης,
μια χαρά που να πω ότι στηριζόταν και ήταν θεμελιωμένη στα μυστήρια. Η μεγάλη
χαρά του π. Ιωάννη ήταν η Θεία Λειτουργία. Δεν είχε λόγια να μιλήσει για την Θεία
Λειτουργία. Μου έλεγε «όλα είναι εκεί». «Ποια είναι εκεί, γέροντα»; «Όλα, όλα,όλα».
«Ποια όλα»; «Όλα εκεί, μου έλεγε, Και ο Χριστός και η Παναγία και οι Άγιοι και
τα παρόντα και τα μέλλοντα και όλες οι πληροφορίες, μου έλεγε. Από εκεί
απορρέουν όλα, από την Αγία Τράπεζα και όλη η θεολογία, που θες εσύ». Έτσι;
Και βεβαίως
αυτό το πράγμα γινόταν στην συνέχεια χαρά της πνευματικής αγάπης, μετουσιωνόταν
πραγματικά σε έναν συνεχή εναγκαλισμό του άλλου. Ξέρετε, μας λείπουν τέτοιες
εμπειρίες. Δεν ξέρουμε τι σημαίνει να μας αγκαλιάζει κάποιος, παρ’ όλο που όλοι
έχουμε την εμπειρία της αγκαλιάς. Το να μας αγκαλιάζει κάποιος δεν ξέρουμε τι
είναι· πρέπει να σ’ αγκαλιάσει ένας άγιος, ανιδιοτελής τόσο πολύ και τόσο πολύ
εσωτερικά διαθέσιμος, να το πω έτσι. Ξέρετε τι μεγάλο πράγμα είναι αυτό; Χωρίς
να σου ζητάει τίποτε, χωρίς να περιμένει από σένα τίποτε, χωρίς να ελπίζει από
σένα τίποτε. Είναι η χαρά της απόλυτης διάνοιξης, της απόλυτης ευγνωμοσύνης.
Ξέρετε, σήμερα έχουμε μια πολύ μεγάλη κρίση ευγνωμοσύνης, έτσι; Γιατί όλοι μας
είμαστε παιδιά της φαντασίας, είμαστε υποκείμενα μιας ατέλειωτης φαντασίωσης
που μας κλείνει στον εαυτό μας και οδηγεί σε έναν αυτοδιοικητικό ναρκισσισμό
χωρίς όρια. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε σήμερα να συγχωρήσουμε και δεν μπορούμε
στην πραγματικότητα να δούμε τον Θεό ει μη μόνον ιδιοτελώς, ακόμη και τον Θεό
όχι μόνο τον άλλον. Λοιπόν, αυτός έβλεπε τον Θεό ανιδιοτελώς, αισθανόταν πάρα
πολύ ευεργετημένος, πάρα πολύ ευνοημένος, πάρα πολύ ευλογημένος και έκλαιγε από
χαρά και από ευγνωμοσύνη και την στιγμή που πλησίαζες αναγκεμένος μετοχέτευε
όλη αυτήν την ευγνωμοσύνη και όλη αυτή την δωρεά που αισθανόταν να τον
πλημμυρίζει σε μια ατέλειωτη διαθεσιμότητα.
Και ήτανε,
όπως σας είπα, εκείνη την στιγμή ο ιερός τόπος γινόταν, όπου στεκόσουν έτσι
όπως είσαι, δεν μπορούσες να κρυφτείς μπροστά στον παπα-Γιάννη. Δεν υπήρχε
περίπτωση να κάνεις τον σπουδαίο. «Και τι είσαι εσύ; Για ξαναπές μου, μου λέει,
ξαναπές μου». Δυσκολευόμουν να του εξηγήσω τι ακριβώς κάνω και ότι είμαι
καθηγητής εδώ και στο εξωτερικό και το ένα και τ’ άλλο, με κοίταγε, με κοίταγε και
με κοίταγε και αυτό που έβλεπε σε εμένα ήταν πολύ βαθύτερο από όλα αυτά.
Καταλάβατε; Έβλεπε τα πραγματικά ερωτήματα της ψυχής μου, έβλεπε την πραγματική
ανάγκη που έχει ο άνθρωπος για Πνεύμα Άγιο, έβλεπε τις κινήσεις της χάριτος μέσα
στον άνθρωπο, πώς κινείται η χάρις, πώς τον διεκδικεί η χάρις, με ποιο τρόπο.
Και τελικά σού μετέδιδε αυτή την ουράνια χαρά, που, αν μου ζητούσε κανείς να
την πω με μια κουβέντα, θα’ λεγα ήταν η χαρά της Αναστάσεως, η χαρά της αιώνιας
ζωής.
Ήταν εν ζωῇ, ο
πατήρ Ιωάννης ήταν πάντα ζωντανός και δεν θα πέθαινε ποτέ και το ήξερε αυτό,
δεν υπήρχε θάνατος. Τα εγνώριζε τα εκείθεν πολύ καλά. Ήξερε πού θα πάει με
μεγάλη λεπτομέρεια. Και για τον λόγο αυτό ο θάνατος ήταν γι’ αυτόν ακόμη μια
χαρά μες στις άλλες χαρές και δεν είχε ανάγκη να προφυλαχθεί από τίποτε, δεν
υπήρχε τίποτε. Καταλάβατε;
Δεν είχε
εχθρούς, δεν είχε ούτε καν κατά διάνοιαν την ανάγκη να είναι ενάντιος σε
κάποιον, αδικήθηκε κάποια στιγμή εκκλησιαστικά και βρέθηκα να τον υπερασπίζομαι ακόμα κι εγώ. Λοιπόν, δεν
μπορούσες να διακρίνεις πάνω του ένα ίχνος παράπονου, ένα πράγμα, σαν να ήταν
ένα μωρό παιδί, το μωρό το παιδί το αδικείς αλλά δεν καταλαβαίνει ότι
αδικείται, συνεχίζει να σε κοιτάει με τα ίδια ευγνώμονα μάτια. Έτσι και αυτός.
Δεν είχε λόγο να πει ενάντια σε κάποιον. Τι φοβερό πράγμα! Είναι δυνατόν αυτό
να γίνει; Σήμερα είναι αδύνατον πια. Προσέξτε. Η μαρτυρία αυτών των ανθρώπων, η
υπαρξιακή μαρτυρία τους είναι η μαρτυρία ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Γι’αυτό και
δεν υπάρχει κανένας φόβος, κανένα πρόβλημα. Όλα τα προβλήματα έχουν τεθεί και
έχουν λυθεί. Αυτό είναι το βίωμα που μετέδιδε: δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και
κανένας τρόμος και καμιά αγωνία. Πήγαινες και αισθανόμουνα κάποιες φορές ότι εάν
του έλεγα «Γέροντα, ξεκίνησε πυρηνικός πόλεμος εκεί έξω κι εγώ έρχομαι να σου
το πω αυτή την στιγμή. Τι θα κάνουμε»; Δεν υπήρχε περίπτωση να του πάρει κανείς
τόσο από την χαρά του. Αυτό είναι το θαύμα της εκκλησίας, αυτό είναι το θαύμα
του Χριστιανισμού και νομίζω ότι αυτό το θαύμα της νίκης καταπάνω στον θάνατο,
της νίκης κατά του θανάτου, αυτό το θαύμα είναι αυτό, που κυρίως στέλνει ο Θεός
ανθρώπους αγίους να το μαρτυρήσουν.
Α, και θα πω
και κάτι τελευταίο, είναι σημαντικό. Είπε ο πατήρ Χρυσόστομος ότι είναι το πεζικό.
Καθόλου πεζικό, πεζοναύτης ήτανε πρώτης γραμμής. Και θέλω να το πω αυτό
επίτηδες, διότι ήταν και έγγαμος και είναι μία μαρτυρία ότι ο γάμος καθόλου δεν
εμποδίζει την αγιότητα. Προσέξτε. Αγαπώ πολύ και προσωπικά τον μοναχισμό, το
ξέρουν όσοι με ξέρουνε από αυτά που λέω και αυτά που γράφω, αλλά, μερικές φορές,
ο γάμος στην εκκλησία πρέπει να έχει την θέση την οποία το Πνεύμα το Άγιο και
όχι εμείς οι άνθρωποι τον έχει τοποθετήσει.
Λοιπόν, ο
πατήρ Ιωάννης ήταν μια μαρτυρία ότι καθόλου μα καθόλου ο γάμος δεν εμποδίζει
μια χερουβική αγιότητα και μια αθωότητα και μια καθαρότητα, η οποία στην
κυριολεξία μας άφηνε άναυδους. Γυρίζει κάποια στιγμή και μου λέει: «Πάτερ,
πάτερ, να λυπάσαι τα σημερινά παιδιά –ήξερε ότι νταλαβερίζομαι με φοιτητές – να
τα σκεπάζεις, γιατί εμείς προλάβαμε και φάγαμε λίγο αγνό ψωμί, αυτά δεν
μπορέσανε, δεν μπορέσανε». Πολύ αγνό ψωμί είχε φάει. Καταλάβατε;
Και όλα τα
έκανε αγνά. Και όταν τα κάνει κανείς όλα αγνά και καθαρά, είναι καθαρός ενώπιον
του Θεού και έρχεται η μεγάλη χάρις και σκηνώνει. Είχε μεγάλη χάρη ο πατήρ
Ιωάννης, σας το λέω δεν ήταν μικρή. Δεν ήταν πεζικάριος, η προσωπική μου
αίσθηση ήταν ότι ήταν κομάντο και προχωρημένος μάλιστα και ικανός να
αντιμετωπίζει τα πιο δύσκολα πνευματικά προβλήματα, με την παρουσία, βλέπω
λείπει σήμερα, της παπαδιάς του, η οποία για μένα έχει μερίδιο στην αγιότητα,
μαζί έκαμαν τις ολονυκτίες, και μαζί έκαναν τα κομποσκοίνια και μαζί… δεν ξέρω
αν την έπαιρνε και μαζί στις αναχωρήσεις του που έλεγε «πήγα κάπου» «πού
ήσουνα, γέροντα;» «πήγα κάπου, λίγο μακρυά, να κάνω μια επίσκεψη» και δεν είχε
φύγει από εκεί, καταλάβατε; Πήγαινε όμως εν Αγίῳ Πνεύματι και αυτό ακόμη είναι
μια μαρτυρία, γιατί τα πράγματα του Θεού είναι όλα άγια κι εμείς βέβαια τα
κάνουμε με εναν τρόπο που πολλές φορές τα μειώνει και τα αμαυρώνει.
Ελπίζω σε μια
επόμενη φάση να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και το ζήτημα πιο επίσημα με τον
πατέρα Ιωάννη. Προς το παρόν, ας μαζευτούν αυτές οι μαρτυρίες και ας είμαστε
ευγνώμονες στον Θεό που μας τον χάρισε. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.