Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Αναφέρει ό αείμνηστος Νικοπόλεως Μελέτιος:




Αναφέρει ό αείμνηστος Νικοπόλεως Μελέτιος:

«Κάποτε ήταν ένας άνθρωπος ό όποιος δεν υπολόγιζε Θεό. Τα λόγια τού Ευαγγελίου τα άκουγε και τα κορόιδευε. Ζούσε, όπως ήθελε. Είχε, όμως, ένα αδελφό πολύ καλό, ευσεβέστατο άνθρωπο. Ήταν βασιλιάς της Ισπανίας. Και ό βασιλιάς αδελφός του, έσκαγε άπ' τη στενοχώρια του, βλέποντας τον αδελφό του να βαδίζει τήν οδό της απώλειας. Τού έλεγε κάθε μέρα:
—Βάλε μυαλό αδελφέ μου. Μετανόησε. Έλα κοντά στο Χριστό, να απόκτησης τήν αιώνια ζωή.
—Μην είσαι βλάκας, απαντούσε εκείνος. Αν εσύ είσαι βλάκας θά γίνω και εγώ;
Τότε ό βασιλιάς σκέφθηκε να τού κάνη ένα μικρό
χουνέρι. Υπήρχε τότε νόμος πού έλεγε ότι, όταν ένα άνθρωπο τον καταδικάσουν σε θάνατο, να πηγαίνει ή φιλαρμονική με τα τύμπανά της έξω άπ' το σπίτι τού καταδικασμένου τη νύκτα και να παίζουν μουσική. Άμα γινόταν αυτό, τήν άλλη μέρα θά γινόταν ή εκτέλεση. “Έτσι όριζε ό νόμος. Έστειλε, λοιπόν, ό βασιλιάς τα μεσάνυκτα τη φιλαρμονική κάτω άπ' το σπίτι τού αδελφού του και έπαιζαν καμιά ώρα. Ξύπνησε εκείνος, κοιτάζει, τους βλέπε κόπηκε το αιμα του. Ντύθηκε αμέσως και μέσα στή νύκτα έφτασε στα ανάκτορα και κόλλησε  στήν εξώπορτα περιμένοντας πότε θά άνοιξη, γιά να μπή μέσα. Τελικά άνοιξε ή πόρτα και πρωί-πρωί νύχτα ακόμη, μπήκε μέσα τρέμοντας.
—Τί θέλεις άρχοντά μου;, τού λέει ό φρουρός.
—Τον αδελφό μου να δώ. Το βασιλιά.
Του φώναξαν του βασιλιά, και έκανε πώς δεν ήξερε τίποτε. Παρουσιάστηκε ό άρχοντας και έπεσε γονατιστός μπροστά του.
—Συγχώρεσε με. Πες μου τί έκανα. Γιατί με καταδικάσατε; Λυπήσου με! Συγχώρεσε με, αδελφέ μου!
Κούνησε το κεφάλι του ό βασιλιάς εκείνος της Ισπανίας, έπιασε τον αδελφό του άπ' το χέρι, το σήκωσε, τον έβαλε να καθίσει απέναντι και τού είπε:

—Βρέ κακομοίρη, τα τύμπανα τού αδελφού σου, ενός ανθρώπου, ήλθαν και κτύπησαν έξω άπ' το σπίτι σου. Και δεν το σκέφθηκες καν ότι είναι του αδελφού σου τα τύμπανα, πού ποτέ δεν θά σου έκανε κακό. Και κόπηκε το αίμα σου; Ηλθες και κάνεις  έτσι; Τέτοιο ρεζίλεμα κάνεις τον εαυτό σου, και τρέμεις και προσκυνάς και κλαις; Γιατί φοβήθηκες τα τύμπανα τού αδελφού σου! Και δεν φοβάσαι τα τύμπανα τού Θεού, πού απειλούν κάποια στιγμή να ακουστούν έξω από το σπίτι σου και να μην προφθάσεις να πεις "νερό", όχι να φωνάξεις παπά και να κοινωνήσεις; Δεν σκέπτεσαι πού θά πάει αύτή ή ψυχή;

Τα λόγια τού βασιλιά και ή εξυπνάδα τήν όποια έκανε, συνέφεραν εκείνο τον αμαρτωλό».



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΩΣΤΩΦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.