Ένας καθηγητής αναγκάστηκε να αλλάξει
Κατοικία γιατί διορίσθηκε σε άλλη πόλη.
Μετακόμισε, ταχτοποίησε τήν οικία του και επέστρεψε στήν προηγούμενη , γιά να πάρει
ό,τι απέμεινε. Επιστρέφοντας την παραμονή της ενάρξεως των μαθημάτων, βλέπει τη
νέα του κατοικία κλεμμένη. Έπιασε το κεφάλι του
Στενοχωρημένος
χωρίς να πει λέξι. “Έχοντας,
όμως κάποια ελπίδα, άρχισε να ψάχνει τα εγκαταλειμμένα αντικείμενα, τα όποια ώς
άχρηστα οι κλέφτες κλώτσησαν και πέταξαν στο
δάπεδο. Μετά από λίγο χαμογέλασε στή μέση των
ερειπίων, θά λέγαμε στην μέση των λειψάνων των πραγμάτων του, τα ματιά του γέμισαν
φως και το στόμα του δοξολογίες. Βρήκε αυτό
το όποιο ζητούσε, αυτό το όποιο του αρκούσε γιανά αρχίσει εκ νέου τη ζωή του, αυτό
το οποίο οι εργάτες της ματαιότητος, οι κλέφτες, το κλώτσησαν ώς περιττό. Ήταν ό βαπτιστικός του σταυρός ξύλινος αλλά
σταυρός, τον όποιο είχε συνηθίσει από την
μικρή ηλικία κάθε βράδυ να φιλάη και να ψέλνει το αλληλούια της καρδιάς του ενώπιον του Κυρίου
τού τυπουμένου στο σταυρό. Σήμερα αύτός ο προσκυνητής τού ιερού συμβόλου δεν είναι πλέον καθηγητής είναι καθηγητής της ερήμου ή μάλλον ένας ένσαρκος
άγγελος, ό όποιος ζει τη βασιλεία του Θεού διότι το κλειδί της βασιλείας είναι
ό σταυρός.
Τόσο βαθιά είναι στις καρδιές των ανθρώπων ό σταυρός για το
λόγο αυτό δεν τού τον στέρησε ό Θεός. Εάν τον έχανε, δεν θά ήταν δυνατόν να αρχίσει και πάλι
τόσο απλά τη ζωή του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.