Γράφει ο Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου
Χρυσόστομος Παπαδάκης
Μικρό παιδάκι όταν ακόμη πήγαινα στο Δημοτικό Σχολείο, είχε φροντίσει ο καλός Θεός για να τροφοδοτήσει την κλίση μου να κάνω τα καλοκαίρια στη γενέτειρα του αοιδίμου πατέρα μου, που ήταν ένα μικρό ορεινό χωριό στα Αστερούσια Όρη της Κρήτης, τον Πρινιά της Επαρχίας Μονοφατσίου. Εκεί μπήκαν τα θεμέλια της πίστεως και της αγάπης μου προς την Εκκλησία, διότι η γιαγιά μου Μαρία ήταν μια ασκήτρια. Οι νηστείες της σκληρές, και οι προσευχές και μετάνοιες της σχεδόν ολονύκτιες, χωρίς να σταματά τους κόπους της ημέρας στα ζώα και στους αγρούς και στο φτωχικό της σπίτι. Μια όντως αγία ψυχή με θαυμαστή πνευματική ακρίβεια. Ενώ ήταν αγράμματη, η ζωή της ήταν εφαρμοσμένο Ευαγγέλιο. Με πολλή ευγνωμοσύνη, την έκειρα Μοναχή στα τέλη της ζωής της με το όνομα Θεοπίστη.
Ενώ, λοιπόν, η γιαγιά ζούσε τέτοια ζωή, απέναντι στα δέκα μέτρα έμενε η Ρ. που ήταν η γλωσσού και κουτσομπόλα του χωριού. Είχε δε θυμάμαι μια εκνευριστική φωνή, που την έκανε την καημένη ακόμη πιο αφόρητη. Μα το χειρότερο πάθος της ήταν η βλασφημία. Με το παραμικρό θύμωνε και βλασφημούσε στέλνοντας στο πονηρό πνεύμα ό,τι πράγμα και όποιο πρόσωπο την ενοχλούσε.
Όμως είχε ένα καλό. Είχε μεγάλη αγάπη στον Άγιο Γεώργιο στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ενοριακός ναός του χωριού. Δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει η νύχτα και να είναι σβηστό το καντήλι του. Κάθε δειλινό η Ρ. ήταν εκεί να ανάψει το καντήλι, να θυμιατίσει και να προσκυνήσει τη μεγάλη της αγάπη. Έξω όμως από την Εκκλησία είχε διαρκώς στη γλώσσα της τον ακατονόμαστο.
Κάποια μέρα αναζητούσε χοχλιούς (σαλιγκάρια) μακριά από το χωριό σε ένα βραχώδες μέρος το οποίο κατέληγε σε γκρεμό. Ξαφνικά άκουσε μεγάλο και παράξενο θόρυβο που όμοιό του δεν είχε ξανακούσει. Ήταν μόνη και φοβήθηκε πολύ. Μα η τρομάρα της κορυφώθηκε σαν είδε ένα πλήθος δαιμόνων, όπως ιστορούνται στις εικόνες, να κατευθύνονται απειλητικά προς το μέρος τους και να λένε:
-Αυτή είναι δικιά μας. Κάθε μέρα μας στέλνει κόσμο. Μας ανήκει. Να την πάρουμε.
Καθώς ορμούσαν κατά πάνω της, πρόλαβε και φώναξε•
-Αη Γιώργη μου βοήθησέ με.
Με το που το είπε, παρουσιάστηκε αισθητά ο Άγιος πάνω στο άλογο και μόλις τον είδαν οι δαίμονες εξαφανίστηκαν.
Εκείνη παράτησε τους χοχλιούς και έντρομη γύρισε στο χωριό. Διηγήθηκε το φοβερό γεγονός στους χωριανούς και έκτοτε μέχρι το τέλος της ζωής της δεν ξαναβλασφήμησε. Από αυτό δε, διδάχτηκαν και οι άλλοι για το πόσο κακό κάνει το πάθος της βλασφημίας, αφού δίνει δικαιώματα στον πονηρό. Δεν ήταν και λίγο να ακούσει από τα στόματα των δαιμόνων ‘’αυτή είναι δικιά μας’’. Μα και πόσο ταχύς ήταν …
Ένα από τα πολλά Μεγαλυνάρια που του ψάλλουμε, λέει: «Τον θερμόν προστάτην και βοηθόν, τον εν τοις κινδύνοις αντιλήπτορα ταχυνόν…..».
Αλλά το περιστατικό αυτό φανερώνει και κάτι άλλο. Ότι δηλαδή όσο αμαρτωλοί και να είμαστε, οι άγιοι που αγαπούμε, ευλαβούμεθα και τιμούμε, δεν το ξεχνούν. Οπωσδήποτε στην ανάγκη μας θα βρεθούν.
Ο Γέροντάς μας Ιωσήφ μας έλεγε, ότι «και ένα σταυρό να κάνεις έξω από μια εκκλησία που περνάς, δεν χάνεται. Ο Άγιος στον οποίο είναι αφιερωμένη, ‘’θα σου το χρωστά’’ και θα σου βρεθεί στην ανάγκη σου είτε το καταλάβεις είτε όχι. Πόσο μάλλον όταν συνδέεσαι μαζί του με πράξεις ευλαβείας!» Και μας διηγείτο ωραία παραδείγματα καταγεγραμμένα ή από την προφορική παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.