Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ ΘΕΙΑ.ΑΡΧΙΜ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ "ΤΟΥ ΜΑΚΡΙΝΟΥ"







[6-10-1987]
ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ ΘΕΙΑ.


Σύναξις στο άπέναντι βουνό.


(Στον δρόμο οι αδελφές τραγούδησαν την
«καλαμιά», και ό Παππούς έκλαιγε).


Ι Πολέμη. Ποίημα άναφερόμενο στην Σταύρωσι τοϋ Κυρίου. Ή καλαμιά θρηνεί επειδή οί στρατιώται έχρησιμοποίησαν ενα καλάμι, για να ποτίσουν τον Κύριο χολή καί οξος. Πρβλ. (Μάρκ. ιε', 36).


Μόνο αν έχης έρωτα, μπορείς να γράψης, οπως ό ποιητής αύτός. Ό Πολέμης, πού εγραψε τό ποίημα “Ή καλαμιά”, είχε έρωτα προς τον Θεόν. Ένας ξερός άνθρωπος δεν μπορεί να γράψη τέτοια πράγματα.
Εσείς τί θά λέγατε, άμα βγαίνατε έξω μόνες
σας; Πέστε εσείς τώρα.

Πώς θά γίνη ή Αγάπη, άγάπη μας; 'Άπαξ και έχομε προσκόλλησι σε κάτι δικό μας, αύτό δεν γίνεται. Είναι γεγονός. Τό βλέπομε όλοι στη ζωή μας. Μόλις στρέφεσαι στον έαυτό σου, ή άγάπη αύτή χάνεται αμέσως. Καί όταν λέμε ότι στρέφεσαι στον εαυτό σου, εννοούμε ότι θέλεις να γίνωνται όλα, όπως νομίζεις εσύ.

Καί όλα εάν τα έγκαταλείψωμε, εκτός από το δικό μας θέλημα, δεν γίνεται να άγαπήσωμε την Αγάπη. Άλλα, τώρα πώς να άρχίσωμε; (κλαίει)
Στο βιβλίο “Όδός θεογνωσίας2”, τού Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, άναφέρεται ότι πρέπει να κάνωμε θερμό τον πόθο μας προς τον Θεόν. Ό άνθρωπος άποκτά πεπυρωμένον πόθον διά της θείας συνομιλίας καί αυτό λέγεται θεωρία του Θεού. Ή κατανενυγμένη προσευχή, δη λαδή αυτή που δίνει είρηνη, έκλαμβάνεται ώς θεωρία. Όταν λέμε θεωρία, δεν εννοούμε οπωσδήποτε νά δής τον Θεόν, άλλά νά άναπαυθή ή ψυχή σου πλήρως στην προσευχή καί νά μεταπηδήση όλη ή υπαρξίς σου στον θρόνο τού Θεού. Τότε άναπαύεται πλήρως ή ψυχή καί έχει την ειρήνη.
Λοιπόν, πώς ή Αγάπη θά γίνη άγάπη μας.

Αύτή νά είναι ή προσευχή μας: “Έσύ, πού είσαι η Αγάπη, νά γίνης άγάπη δίκη μου, νά ζής
μέσα στην ψυχή μου.” Άλλά, πώς θά γίνη αύτό;

Όπως είπα προηγουμένως, προέχει τό θέμα της αύταπαρνήσεως, της έκκοπής των ιδίων θελημάτων. Νά άφήνωμε δλα νά τα κατευθύνη ό Θεός, όπως θέλει. Όταν τά άφήνωμε όλα στήν άγάπη τού Θεού, τότε Εκείνος γίνεται δική μας άγάπη.

Ό Θεός θέλει άπό μάς σταυρωμένη την άγάπη. Σταυρώνομε πρώτα τον εαυτό μας, τα πάθη μας, καί μπορούμε κατόπιν νά μιλήσωμε με τον Θεόν. Δεν σταυρώνεις τα πάθη; Τι ωφελεί νά μιλήσης με τον Θεόν; Σταυρώνομε τα πάθη μας καί άνεχόμεθα τον συνάνθρωπο. Σταυρώνομε τα πάθη μας καί δεν ντρεπόμαστε νά όμολογήσωμε την άλήθεια ενώπιον Θεού καί άνθρώπων. Αυτό είναι τό σταύρωμα της άγάπης. Μόνο με την σταύρωσι θά έπιτύχωμε τό θέμα που είπαμε.




Τώρα πώς θά γίνη ή Άγάπη του Θεοΰ, Αγάπη δική μας; Όχι με λόγια, άλλά με έ'ργα, πώς θα ζήση ή ψυχή μας αυτή την άγάπη του Θεού; Ή άγάπη τοϋ Θεοΰ δεν μπορεί νά ζή μέσα στήν ψυχή μας, όταν έ'χωμε σοβαρές άδυναμίες, δηλαδή άμαρτίες. Όταν λέμε άμαρτίες, εννοούμε π.χ. μισώ τον άδελφό, δεν τον συγχωρώ. Δεν μπορούμε τότε νά μιλήσωμε περί της θείας αγάπης καί νά λέμε “Θέλω ή Αγάπη νά γίνη άγάπη μου”. Μπορούμε νά άτενίζωμε τον Κύριον, μόνον όταν τά φτερά τού έγωϊσμού μας πέσουν κάτω, και άνυψωθούν τά φτερά τού Πνεύματος.
Σκεφτόμουν χθες βράδυ -καί αύτές τις ημερες αύτό με άπασχολεί- πώς τελικά θά άναπαύσω τελείως την ψυχή μου, ώστε νά βρή την ειρήνη, γίά νά άπολαύση τον Θεόν καί νά Τον άτενίζη συνεχώς. Μπορεί νά άτενίζη ή ψυχή τον Θεόν συνεχώς, ιδίως όταν έ'χη ειρήνη. Τότε άναπαύεται πλήρως ή ψυχή μας. Όταν φθάση ή ψυχή μαζ είρηνεύση πλήρως με τήν προσευχή, αύτό είναι τό πρώτο σκαλοπάτι τής θεωρίας τού Θεού. Καί κατόπιν προχωρούμε και φθάνομε σε πραγματική θεωρία.

Εμείς μπορούμε νά έχωμε θεωρία τής διάνοιας. Δεν είναι μικρό πράγμα ή θεωρία της διανοίας. Ειρηνεύει τήν ζωή μας όλη. Όταν κάνωμε αύτή τή δουλειά, μπορούμε νά πούμε:
“Θεέ μου, θέλω ή διάνοιά μου νά προσκολληθή σε Σένα περισσότερο, νά μη άσχολήται με τίποτε άλλο”.

Αλλά, μέχρι νά γίνη αύτό, όπως καταλαβαίνετε, χρειάζεται άγώνας. Μή θεωρούμε τήν νοητική εργασία εύκολη. Διότι στην νόησι παρεμβάλλονται τόσα εμπόδια, πού απορεί κανείς. Ενώ νομίζεις ότι ανοίγει ό ορίζοντας, εμφανίζονται τόσες δυσκολίες άπό τον άόρατο κόσμο, άπό τον εχθρικό κόσμο! Μάλιστα, αν δη ό πονηρός να κάνης τέτοια δουλειά, ού.. ου,.ου.. πόσα εμπόδια παρουσιάζει! Αλλά, τελικά, αύτός ύποχωρεΐ. Δεν μπορεί νά κάνη τίποτα, όταν ύπάρχη ό Θεός. Και όταν μάθη ή ψυχή νά άπολαμβάνη, επειδή έρχεται (όντως τό έλεος τού Θεού καί τήν επισκιάζει, δε φοβάται καθόλου, αν δίπλα της άπειλή ό έχθρός.
Αλλά, πώς θά προετοιμάσωμε τον εαυτό μας με τήν ταπεινοφροσύνη, για νά έλθη τό έλεος τού Θεού, νά έλθη ή Χάρις τού Θεού μέσα μας;

Χρησιμοποιεί ό Θεός διαφόρους τρόπους, για νά σώση τήν κάθε ψυχή, για νά άνταμείψη τον άγώνά της. Όπως λέγουν οί Πατέρες, άλλοι παλεύουν είκοσι χρόνια, άλλοι δέκα, άλλοι τριάντα χρόνια, άλλοι μέχρι τό τέλος τής ζωής τους καί άλλοι καθόλου.

Εμείς, όμως, θέλομε άπό τώρα λίγη άπόλαυσι. Όμοιάζομε κάπως με τον Απόστολο Θωμά. Δεν έχομε δυσπιστία, άλλα θέλομε κάποια παράκλησι να μάς ειρήνευσή, να μας ξεκούραση, ώστε να απόλαυση ή ψυχή μας την άγάπη του Θεού καί τον Ίδιον τον Θεόν. Δεν είναι κατακριτέα αύτή ή επιθυμία ή διακαής.

Διότι ή άναζήτησις τού Θεού είναι ίδιον της ψυχής έτσι τήν έχει πλάσει ό Θεός. Αλλά το θέμα αύτό θέλει καθημερινή έργασία.
Αδελφή: Πώς τό εννοείτε “Ή άγάπη Σου να γίνη Αγάπη μου”; Παππούς: 
Νά άνταποκριθώ στήν άγάπη του Θεού, νά κάνω τήν Άγάπη Του, άγάπη μου.

Νά μήν έχω τίποτα άλλο παρά μόνον αύτή την άγάπη τού Θεού. Νά μήν έχω ούδεμία μέριμνα, παρά μόνο τής άγάπης τού Θεού. Ένώ, όμως, ό Κύριος άνταποκρίνεται άμέσως προς τά πλάσματά του, δεν βρίσκει άνταπόκρισι άπό εμάς.

Λοιπόν, πώς θά γίνη ή άγάπη τού Θεού Αγάπη δική μου, πώς θά γίνη τώρα ό Θεός δικός μου, νά κατοική μέσα στήν ψυχή μου;

Εμείς έχομε προσωπικόν Θεόν. Όταν λέμε σε έναν άνθρωπο πού τον άγαπάμε “"Ηλθες, Αγάπη μου;”, έκφράζομε τήν βαθειά στοργή τής ψυχής μας. Πόσο μάλλον αν πούμε στον Θεόν “Είσαι ή άγάπη μου!” εκδηλώνομε τότε όλη τήν άπειρία τής λατρείας μας. Άντιλαμβάνεσθε τί γίνεται!

Διακηρύττω ότι ό Θεός είναι ή άγάπη της ψυχής μου, δηλαδή τό μοναδικό Πρόσωπο πού είναι τό παν γιά τή σωτηρία μου, για τήν ΰπαρξί μου, γιά τήν προσφορά τού δικού μου έρωτος.

Προσεύχομαι: “Ό Θεός μου, είσαι ή άγάπη μου. Σε παρακαλώ, λοιπόν, νά μεταμόρφωσης έτσι τήν ψυχή μου, ώστε νά γίνης ή άγάπη μου.”
Γιατί, χωρίς τον Θεό, δεν κάνομε τίποτα. ’Άν ό Θεός δεν μάς έλκύση, εμείς ούδέν έποιήσαμεν.

Λοιπόν, νά κάνωμε τήν έργασία αύτή, για νά μάς έλκύση ή άγάπη Του, ώστε ή Αγάπη τού Θεού νά γίνη άγάπη δική μας. Ό Θεός το επιθυμεί αυτό. Εμείς νά κάνωμε τό ένα βήμα καί ό Θεός θά κάνη τά ενενήντα έννέα άμέσως.

Επειδή δε Αύτός είναι ή άπειρία τής άγάπης, άντιλαμβάνεσθε πόσο θέλει καί εμείς να άγαπάμε τά πλάσματά Του! Τά έπλασε κι αυτά εν έκστάσει έρωτος μέσα στήν άπειρία της άγάπης, εκεί όπου είναι όλη ή άπόλαυσις.

’Άς ύποθέσωμε οτι εχομε ολα τά ύλικά άγαθά
καί ολο τό σύμπαν δικό μας. Μάς έλειψε ή
αγάπη τού Θεού; Τίποτα δεν έχομε.

’Άν έχης αύτή την άπασχόλησι, την θεία μέριμνα, δέν μπορείς να γέμισης μέ τίποτα άλλο.

Τότε τά πάντα τά κάνεις δι’ Αύτόν. Διά τον Αγαπητόν σου τά κάνεις όλα, κι αν ύπομένης κι αν ύβρίζεσαι κι αν βασανίζεσαι κι αν κουράζεσαι. Χάριν Αύτού κάνεις πολλά πράγματα.

’Άν γιά ένα άγαπητό σου πρόσωπο κάνης θυσία μεγάλη, πόσο μάλλον γιά τον Θεόν!

Αύτό θέλει νά μάς δώση ό Θεός: την Αγάπη Του. Ή άγάπη τού Χριστού είναι σταυρωμένη. Σταυρώθηκε γιά μάς, ώστε νά σταυρώσωμε κι εμείς τά πάθη μας. Σταυρώνομε τά πάθη μας, όταν ποιούμε τό θέλημα τού Θεού. Σταυρώνομε τά θελήματα μας, όταν άνεχόμεθα τον συνάνθρωπο. Σταυρώνομε την δειλία μας, ότανομολογούμε Χριστόν.

Το νά γίνη “ή άγάπη Του, άγάπη μου” σημαίνει τό όνομά Του νά γίνη ζωή μου• Ιησούς Χριστός, ή ζωή μου.

Ή λατρεία μας όλη νά στραφή προς Εκείνον.

Ή άγάπη τού Θεού είναι πλέον δική μας άγάπη

Άπόλαυσις Θεού κατοικεί μέσα μας. Νά μή μάς αποθαρρύνουν τά λάθη μας. Μπορούμε νά κάνωμε τον Θεόν δικό μας. Αλλά πώς θά γίνη δικός μας ό Θεός;
Με την αποβολή των ιδίων θελημάτων, με την πλήρη έπίγνωσι τής προσευχής καί με τήν κατά διάνοιαν θεωρίαν.
Όταν λέμε διάνοια, έννοούμε τον οφθαλμό τής ψυχής. Αρχίζεις άπό κεί πέρα. Έάν άναπαυθή πλήρως ή διάνοια σου μέσα στήν ειρήνη τής προσευχής, καί ή ψυχή σου θά άναπαυθή.

Αύτό είναι τό πρώτο στάδιο τής θεωρίας και κατόπιν ό άνθρωπος άνεβαίνει.

Άπό τό ποίημα “Ή καλαμιά” ξέρετε τί συμπέρασμα βγαίνει; Αύτός που τό έγραψε είχε μέσα του άγάπη θεία. Έξ αιτίας αύτής τής αγάπης θά βρήκε έλεος άπό τον Θεόν.

Ό Θεός μάς θέλει ολοκλήρους δικούς Του κι έμεϊς θέλομε τον Θεόν ολόκληρο δικό μας.

Καυχόμεθα νά μάς άνοιξη ό Θεός τις πόρτες αυτής τής άγάπης Του ή τις πόρτες τής γνώσεως τής προνοίας Του καί τοϋ ελέους Του.Γιατί, όπως βλέπομε, δεν έχομε νά άπολαύσωμε τίποτα στήν ζωή μας, παρά μόνον αύτές τις ούράνιες στιγμές. Κατά τ’ άλλα, τί νά άπολαύσωμε εδώ πέρα; Αύτό πού έχομε νά άπολαύσωμε μέσα στή Μονή μας είναι, μερικές στιγμές θείας Χάριτος. Όλα τα άλλα είναι συνηθισμένα πράγματα.


Νά μην έπιτελούμε εδώ μόνο ένα καθήκον, άλλα νά φθάσωμε σ’ αύτό τό σημείο- νά ζητάμε δηλαδή νά γίνη μέσα στην ψυχή μας ή αγάπη τού Θεού πραγματικά άγάπη δική μας. Αυτή είναι ή εκ τού σύνεγγυς συνομιλία με τον Θεόν:
“Κάνε μου την χαριν, ώστε ή άγάπη Σου να γίνη άγάπη δική μου.”

Νά είναι ή λατρεία μας ό Θεός. Πάνω άπ’ όλα νά μάς διακατέχη ή πρώτη έντολή: “Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου έξ όλης τής καρδίας σου, καί έξ όλης τής ψυχής σου, καί έξ όλης της διανοίας σου”. Αύτά τά λόγια τά διαβάζομε, άλλά δέν τά πολυπροσέχομε. Δέν σκαλίζομε να δούμε μέσα τό βαθύτερο νόημα.


Εμείς δέν την καταλαβαίνομε την άγάπη του Θεού. Καί πού νά την καταλαβαίναμε! Θά παίρναμε τά όρη καί τά βουνά σάν μουρλοί.


Για νά βρής τό μονοπάτι, πού οδηγεί στην θεία συνάντησι, χρειάζεται άγώνας. Κάπου- κάπου τό βρίσκομε, κάπου-κάπου τό χάνομε πάλι. Ή πνευματική ζωή έτσι είναι. Χάνεται ό Κύριος, μάς κρύβεται. Αύτή είναι ή παίδευσις τού Θεού. ’Άν βρής τό μονοπάτι, ή προσευχή καταντά πλέον άπόλαυσις.

Εμείς εδώ πέρα είμαστε όλοι άγωνισταί, έχομε τον ίδιο άγώνα γιά τήν σωτηρία μας και άντιμετωπίζομε τά ϊδια προβλήματα. Δεν έχομε νά παρουσιάσωμε κανέναν άγιο. Απλώς ψάχνομε τρόπο καλύτερο, γιά νά προχωρήσωμε.

Ή βασιλεία τού Θεού είναι τό φως τό άνέσπερον, τό φως τό άκτιστον, ή θεωρία τού Θεού.

Εμείς αγωνιζόμαστε γι’ αύτήν καί ψάχνομε να βρούμε τό διαστημόπλοιο, γιά νά άναχωρήσωμε.

Ή μετάνοια φέρει τήν άγάπη στον Θεό και κινεί τήν προσευχή. Αύτό είδα εγώ στή ζωή μου.

Ή μετάνοια φέρει στήν ψυχή τήν άγάπη και άμέσως θέλεις νά μιλήσης με τήν Άγάπη, τον Θεόν. Θυμηθήτε τά στάδια τής ζωής σας από τήν πρώτη στιγμή. Τί προηγήθηκε;
 Ή μετάνοια άκολούθησε ή άγάπη καί άμέσως ή προσευχή.

Δεν μπορείς νά προσευχηθής χωρίς αγάπη ούτε μπορείς νά άγαπήσης χωρίς μετάνοια.



Έγώ κάποτε ήμουν σκληρόπαιδο. ’Άν έβλεπα κάποιον νά άγαπάη τά λουλούδια, τον κοροΐδευα, γιατί νόμιζα ότι αύτά είναι γιά τις γυναίκες. Αλλά, όταν γνώρισα τον Θεόν, αμέσως άγάπησα τά λουλούδια. Διότι ή μετάνοια κάνει την ψυχή τρυφερή γιά όλα τά πλάσματα.
Θέλω νά πω ότι άπό κεί ξεκινάει κανείς. Προηγείται ή μετάνοια, καί άκολουθεί ή Αγάπη προς τον Θεόν, ή οποία σε κινεί εις προσευχήν, γιά νά μιλήσης πλέον με Αύτόν πού σού έδωσε τό έλεος καί σε έφερε εις μετάνοιαν. Ή μετάνοια είναι θησαυρός άνυπολόγιστος. Μεγάλο πράγμα! Εύφροσύνη ή μετάνοια! Φως ή μετάνοια! Μετανόησες; Είσαι μακάριος.
Χθες σκεπτόμουν αν πρέπη νά άσχολούμεθα με τις προηγούμενες άπερισκεψίες μας ή όχι.


Καί είπα: Όταν τις σκέπτεσαι, τί έχεις νά ώφεληθής; ’Άν έναπέθεσες τις άμαρτίες σου στον Θεόν με την έξομολόγησι, τελείωσε τό θέμα.
Άπό κεί καί πέρα, αν τις σκέπτεσαι, ζής σε μια κακομοιριά, σε μιά δυσπιστία. Καί ρωτάς: Θα μπορέσω νά σωθώ; Δεν συμφέρει, λοιπόν, να γυρίζης στα περασμένα πταίσματα. Τά έναπέθεσες; Μετενόησες; Κοίτα μπροστά σου. Μη χάνης καιρό με τέτοια πράγματα. Είναι μεγάλη καθυστέρησις ή ένασχόλησις μέ τά σφάλματα του παρελθόντος. Μή σκονίζης την ψυχή σου μέ τέτοιες ύποθέσεις. Αφού μπήκες μέσα στο φως τού Θεού, πού είναι ή άπόλαυσις, γιατί να γυρίσης πάλι πίσω, στο σκοτάδι που ήσουνα;

Ή έπιθυμία σου “ή Αγάπη τού Θεού, νά γίνη άγάπη μου”, σημαίνει πολλά. Σιγά-σιγά όλη ή υπαρξίς σου προχωρεί μέσα στο βάθος της Χάριτος, πλαισιώνεται άπό τό φως, μουσκεύει άπό τό θειον έλεος, καί μένει εκεί πέρα.

Καί άφού γλυκαίνεται ή ψυχή σου, πώς θα προτίμησης κάτι άλλο; Καί λές: “Γιά στάσου, τί άλλο νά προτιμήσω; Ποιον άνθρωπον, ποιαν άγάπην, ποιον πράγμα;” ’Ήδη εισέρχεσαι με τήν διάνοιά σου στο άνέσπερο φως καί δεν άσχολείσαι μέ τίποτα άλλο.

Γι’ αύτό οί Μάρτυρες, είτε τους έσφαζαν είτε τους έκοβαν τά πόδια, δέν ύπελόγιζαν τίποτα, γιατί είχανε φωτιά μέσα τους. Οί πρώτοι Χριστιανοί, όταν ώδηγοϋντο στο μαρτύριο, ήσαν ολόκληροι πυρ! Πού λογάριαζαν βασανιστήρια!

Θυμηθήτε τά δικά μας πρώτα βήματα, οταν πρωτογνωρίσαμε τον Χριστόν, τί φωτιά είχαμε μέσα μας! Αύτή την φωτιά πρέπει να την διατηρήσωμε. Γιατί, αν δεν την διατηρήσωμε, υπάρχει φόβος σιγά-σιγά να μείνωμε κάρβουνα έσβεσμένα και όχι δαυλοί άναμμένοι. Πρέπει να έχωμε τους δαυλούς αναμμένους συνεχώς. Επειδή ό Θεός είναι Φως καί Πυρ, πρέπει νά γίνωμε κι εμείς φως καί πόρ, άφοϋ είμαστε δικοί Του.


Όμως, πώς θά άνταποκριθούμε στο έλεος τού Θεού; ’Άν έχωμε πραγματική μετάνοια, αμέσως θά Τον άγαπήση ή ψυχή μας καί θά θέλει νά μιλήση με την Αγάπη της. ’Έτσι είναι τα πράγματα. Ψυχή πού δεν έχει μετάνοια, ψυχή αγριεμένη δεν μπορεί ποτέ νά έλθη σέ κατάνυξι καί νά μιλήση μέ τον Θεόν. Προηγείται ή μετάνοια σέ κάθε περίπτωσι. Μάς συμβαίνει κάποιο ολίσθημα; Αμέσως καλλιεργούμε την μετάνοια, χωρίς καμμία καθυστέρησι. Πρέπει νά ζουμε την μετάνοια, πού είναι η βάσις και η άρχη όλων των αρετών. ’Έτσι, η ψυχή μας κατά την έξοδό της θά άπολαύση όλη την ωραιότητα της δημιουργίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΣ ΕΣΘΙΟΜΕΝΟΣ. ΑΡΧΙΜ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.