Στὸ πρῶτο τροπάριο τῆς 8ης ὠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος τῶν Χριστουγέννων λέει γιὰ τὴν κτίση τὴν ὑλικὴ: «Ἄδοξον εὔχος δειματουμένη φέρειν, ρευστὴ γεγώσα κἂν σοφὼς ἐκαρτέρει». Λέει ἐκεῖ ὅτι ἡ φύση τώρα ἀγάλλεται μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Κυρίου, διότι φοβόταν νὰ φέρη άδοξο «εὖχος», ἄδοξο καύχημα. Τὸ καύχημα ποιὸ ἦταν; Ὅτι ἄνθρωποι τὴ λάτρευαν σὰν Θεό. Καὶ δὲν τὸ ἤθελε ἡ φύση αὐτό τὸ πράγμα —τήν προσωποποιεί— ἦταν ἄδοξο. Δὲν τῆς ἀνῆκε ἡ δόξα αὐτὴ νὰ λατρεύεται σὰν Θεός. Καὶ φοβόταν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτό τὸ καύχημα, διότι ἡ φύση, λέει, εἶναι ρευστή, εἶναι κτιστὴ, εἶναι ὑλική, εἶναι φθαρτή. Φεύγει, χάνεται. «Κἄν σοφὼς ἐκαρτέρει». Ἄν καὶ κατὰ ἕνα τρόπο σοφὼς άνεχόταν αὐτὴ τὴ λατρεία τὴν ὁποία τῆς ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ φύση, ἀπό τὸ νὰ μὴ λατρεύουν τίποτε οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ εἶναι ἄθεοι στὸν κόσμο, προτιμοῦσε νὰ ἀπονέμουν λατρεία ἔστω σ’ αὐτήν' προσωποποιώντας τὰ ποτάμια, τοὺς κεραυνούς, τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο. Διότι ἡ φύσι γνώριζε — επαναλαμβάνω· προσωποποίησι έχουμε— ὅτι θὰ ἦταν εὐκολώτερο νὰ μετατεθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τὴ λατρεία τῶν κτιστῶν, στὴ λατρεία τοῦ Κτίστου παρά ἀπό τὴν τελεία ἄρνησι τοῦ Θεοῦ, νὰ μεταστραφεί στὴ Θεογνωσία. Πολὺ ὡραῖο αὐτό τὸ κομμάτι τῆς ὑμνογραφίας, τὸ ὅποιο λέει ὅτι ἡ φύση ὑπέμενε κατὰ σοφὸ τρόπο.
✞ Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.