Ο μπαμπάς μου όταν ήταν 60 χρονών και κάτι είδε στον ύπνο του τον Κύριο που του είπε: Ετοιμάσου. Από τι πέθανε ο πατέρας σου; Από εγκεφαλικό απάντησε ο πατέρας μου. Από τι πέθανε η μητέρα σου; Από εγκεφαλικό, απάντησε ο πατέρας μου. Πόσο χρονών ήταν όταν πέθαναν οι γονείς σου; 73 χρονών, απάντησε ο πατέρας μου. Ε, όταν θα γίνεις και εσύ 73 χρονών, με τον ίδιο τρόπο που πέθαναν και οι γονείς σου και μέχρι τις 25 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς θα σε πάρω κοντά μου.
Ο μπαμπάς μου και μέχρι που πέθανε, εκκλησιαζόταν, βοηθούσε σε ένα μοναστήρι, προσπαθούσε να είναι καλός χριστιανός και καλός άνθρωπος. Έπαθε ένα έμφραγμα, μια ανακοπή καρδιάς, εγκεφαλικά, μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία μέχρι που έφτασε να γίνει 73 χρονών. Μετά το τελευταίο εγκεφαλικό που έπαθε, δεν μπορούσε να μιλήσει. Μπορούσε να κινηθεί, αλλά δεν μιλούσε και ήταν γενικά σε άλλο κόσμο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε αντίληψη.
Τον τελευταίο Αύγουστο της ζωής του τον πήγα διακοπές. Και τον Οκτώβρη μπαίνει στο νοσοκομείο με πλήρη κατάρρευση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Ήταν το 2011 και 73 χρονών. Κατάφερα και πήγα μερικές φορές στο νοσοκομείο να τον δω, αλλά μετά αν θυμάστε ξεκίνησαν απεργίες και τα λεωφορεία και τα ταξί. Οπότε δεν μπορούσα να πάω να τον δω. Η μητέρα μου, που ήταν συνέχεια στο πλευρό του μου έλεγε τα νέα τηλεφωνικώς. Κάποια μέρα μου λέει ότι ο μπαμπάς σου δεν θα πάει πολύ. Τι να κάνω. Δεν υπήρχε τρόπο να πάω. Νοσηλευόταν στο Νικαίας και εγώ έμενα πάρα πολύ μακριά. Ένας ιερέας μου είπε να διαβάσω την Ευχή για Ψυχορραγούντες που υπάρχει στο Μικρό Ευχολόγιο. Ξεκίνησα να διαβάζω την Ευχή. Μόνο που εγώ από τον καημό μου τελικά την διάβασα 33 φορές κλαίγοντας συνεχώς. Θυμάμαι ότι έλεγα συνέχεια: μπαμπά μου θα πεθάνεις και δεν μπορώ να έρθω να σε δω τελευταία φορά. Όταν κουράστηκα πια, πήγα και ξάπλωσα και αμέσως με πήρε ο ύπνος. Και βλέπω στον ύπνο μου 4 χέρια από τον αγκώνα και κάτω με άσπρα μανίκια (σαν των γιατρών) να κρατάνε τον πατέρα μου σε οριζόντια θέση τον πατέρα μου. Και εγώ σαν να το ήξερα και να το περίμενα, τράβηξα την κουβέρτα μου και τα χέρια αυτά ξάπλωσαν τον πατέρα μου δίπλα μου αλλά με το κεφάλι του στα πόδια μου και τα πόδια του στο κεφάλι μου. Και ήταν τόσο ζωντανή η αίσθηση ότι έπιανα όντως τα πόδια του, που του τα σκέπασα προσεκτικά με την κουβέρτα. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησα πάλι να διαβάζω την Ευχή για Ψυχορραγούντες, άναψα κερί, έκανα λιβάνι, πάλι νομίζω 33 φορές. Πάλι έκλαιγα (αλλά για κάποιο λόγο πιο ήσυχη μέσα μου αυτή τη φορά), ήξερα ότι εκείνη την μέρα ο πατέρας μου θα πέθαινε. Παρακαλούσα λοιπόν τον Θεό, πριν πεθάνει να αλληλοσυγχωρεθούν με την μαμά μου. Αφού διάβασα και έκλαψα πάρα πολύ, κάθισα σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ. Έγειρα το κεφάλι μου και έκλεισα τα μάτια. Βλέπω λοιπόν δύο νέους ασπροντυμένους σαν γιατρούς, να πηγαίνουν τον μπαμπά μου ξαπλωμένο σε φορείο στην έξοδο του νοσοκομείου που δεν φαινόταν γιατί έξω από την πόρτα αυτή υπήρχε μόνο λαμπερό φως. Φτάνουν λοιπόν στην έξοδο και γυρίζουν και με κοιτάζουν. Πάω και εγώ κοντά στο φορείο και βλέπω τον μπαμπά μου, όπως ήταν ξαπλωμένος, φορούσε μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπό του. Κοιτάζω τους νέους, με κοιτάζουν και αυτοί, κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και τότε έβγαλαν την μάσκα από το πρόσωπο του. Ο μπαμπάς μου έφυγε. Έτσι. Την μια στιγμή είχε μάσκα και ζούσε και την άλλη βγαίνει η μάσκα και "φεύγει".
Ξύπνησα αμέσως μόλις το είδα αυτό. Ήταν απόγευμα. Εκείνη την ώρα ανοίγει η εξώπορτα. Ήρθε η μάνα μου με μία θεία μου από το νοσοκομείο. Και μου διηγήθηκαν τα εξής: Ότι ο μπαμπάς μου ήταν πολύ ήσυχος όλη μέρα, αλλά κάποια στιγμή προς το μεσημέρι άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε την μάνα μου στα μάτια, κάτι ψέλλισε (και συγχρόνως η μάνα μου του έλεγε "συγχώρα με αν σε πίκρανα") και πέθανε. Έτσι. Την μια ζούσε, την άλλη είχε φύγει.
Στην κηδεία του, και ελπίζω να μην με παρεξηγήσετε, είχα μια τέτοια εσωτερική χαρά που σχεδόν χαμογελούσα. Ο ιερέας, που με είδε είπε: "Ουρανού πανήγυρις Βασιλική μου ε;!". Ναι, πάτερ μου του είπα. Την στιγμή που θα σήκωναν το φέρετρο για να τον μεταφέρουν και ενώ ήμουν μόνη μου μαζί του ο πατέρας μου άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε. Τον κοίταξα, του είπα "μπαμπά μου σε αγαπάω", έκλεισε τα μάτια, και πήγαμε στο νεκροταφείο.
Αργότερα ο ιερέας μου είπε ότι οι ασπροντυμένοι νέοι ήταν οι αρχάγγελοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.