Ο πατέρας μου υλοποίησε το όραμα της μητέρας μου από την Αγία Βρυαίνη καί έκτισε το εκκλησάκι βοήθησαν μόλις τον είδαν
και άλλοι ανθρώποι.
Θαύματα στη ζωή μας συμβαίνουν κάθε μέρα φτάνει να έχουμε καθαρή καρδιά να τα βλέπουμε..
Η Αγία Βρυαινη η Βρυώνη είναι Κύπρια Αγία, η οποία τιμάται στο χωριό Μανδριά της Πάφου. Στα Μανδριά υπάρχει το εξωκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Βρυώνη, το οποίο είναι και το μοναδικό εκκλησάκι στον κόσμο που είναι αφιερωμένο στην Αγία αυτή.
Μέχρι το 1963-64 το χωριό Μανδριά της Πάφου ήταν ένα μικτό χωριό στο οποίο κατοικούσαν και Έλληνες και Τούρκοι. Το 1960 το χωριό είχε 404 κατοίκους. Οι Τουρκοκύπριοι ήταν 329 και οι Ελληνοκύπριοι 79. Όταν έγιναν οι δικοινοτικές συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου το 1963-64, οι Έλληνες κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό τους και το χωριό έγινε τουρκικός θύλακας και δεν μπορούσε κανένας Έλληνας να πάει εκεί.
Το 1974, μετά την τούρκικη εισβολή, οι Τουρκοκύπριοι έφυγαν και πήγαν στις κατεχόμενες περιοχές. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες από το βορρά. Το χωριό βρίσκεται δίπλα από τη θάλασσα και είναι πολύ κοντά στη πόλη της Πάφου. Είναι επίσης ένα από τα πιο έφορα χωριά της Κύπρου.
Στο χωριό υπήρχε εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ανδρόνικο και Αθανασία (η οποία έχει τώρα ξανακτιστεί) και πέντε ξωκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Ηλιόδωρο, στην Αγία Εύρεση, στον Άγιο Εύλογο, στην Αγία Αυγώνα (Αρκώνα) και στην Αγία Βρυώνη.
Μετά το 1963 που έφυγαν οι Ελληνοκύπριοι και παρέμειναν οι Τουρκοκύπριοι , όλα καταστράφηκαν. Κανένα από όλα αυτά τα εκκλησάκια δεν υπάρχει πλέον εκτός από το εκκλησάκι της Αγίας Βρυώνης που το έχει ξανακτίσει μετά την τούρκικη εισβολή του 1974, μια οικογένεια προσφύγων από το χωριό Άσσια, αφού πρώτα τους οραμάτισε η Αγία και τους έδειξε που βρίσκονταν τα χαλάσματα του ξωκλησιού της.
Το εκκλησάκι της Αγίας Βρυώνης κτυπήθηκε τρεις φορές από τους Τουρκοκύπριους κατοίκους του χωριού. Το 1975, μαζί με τους πρόσφυγες που ήρθαν στα Μανδριά κυνηγημένοι από τον Τούρκο εισβολέα, ήταν και μια γυναίκα από την Άσσια, η κυρία Σταυρούλα, 30 χρονών τότε, μαζί με το σύζυγο της κύριον Ανδρέα και τα 5 τους παιδιά τήν Φωτείνη ,Πανίκο ,Δέσπω,
Φώτη καί Γιώργο.
Τίποτα εκείνο τον καιρό δεν θύμιζε το εκκλησάκι, που τα χαλάσματα του είχαν κρυφτεί κάτω από τα χώματα.
Μια νύχτα όμως παρουσιάστηκε στον ύπνο της κυρίας Σταυρούλας μια όμορφη μαυροφορεμένη γυναίκα και της είπε:
«Σταυρούλα πάψε να κλαίς και άδειασε τη βαλίτσα με τα πράγματα σας. Δεν υπάρχει γυρισμός, εδώ θα μείνεις. Σήκω και πάρε τον άντρα σου και πήγαινε να μου κτίσεις το σπίτι μου»
«Το σπίτι σου τσιηρά μου; Μα δεν έχουμε τίποτα λεφτά, είμαστε απένταροι. Φύγαμε από το σπίτι μας με τα ρούχα που φοράμε, με 5 μωρά, χωρίς δουλεία, πώς θα σου κτίσουμε το σπίτι σου;»
«Σταυρούλα, θέλω να πάεις εσύ και να μου κτίσεις ξανά το σπίτι μου και άμα θέλεις μείνετε κι εσείς μέσα»
«Και που είναι το σπίτι σου»
«Ξεκίνα και θα το βρεις»
«Δεν ξέρω καθόλου τούτο το χωρκό, με 5 μωρά που να πάω να ψάχνω;»
«Θέλω να κάμεις αυτό που σου είπα»
«Καλά θεία μα πού είναι τό σπίτι σου??
Την παίρνει τότε η ψηλή, όμορφη, ρασοφορεμένη γυναίκα και την οδηγάει έξω από το χωριό σε κάτι χωράφια κοντά στη θάλασσα και δίπλα από κάτι μεγάλες σπηλιές.
«Βλέπεις; Εδώ είναι το σπίτι μου. Μου το γκρέμισαν οι Τούρκοι. Να το θυμάσαι. Μην το ξεχάσεις. Πάρε τον άντρα σου και ελάτε να μου το κτίσετε»
«Και ποια είσαι τσιηρά μου; Το όνομα σου;»
«Το όνομα μου είναι ………….. και μην ξεχάσεις αυτά που σου είπα»
Ξύπνησε μέσα στην ταραχή η κυρία Σταυρούλα, αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί το όνομα, αυτής της ρασοφορεμένης γυναίκας.
Στην προσπάθεια τους να σταθούν και πάλι στα πόδια τους μετά τον πόλεμο η κυρία Σταυρούλα και ο σύζυγός της κύριος Ανδρέας, άφησαν τις μέρες να περάσουν και το όραμα της κυρίας Σταυρούλας παραμερίστηκε για λίγο, χωρίς φυσικά να ξεχαστεί ούτε λεπτό. Έλεγε και ξανάλεγε η κυρία Σταυρούλα το όραμά της, μήπως και καταφέρει να θυμηθεί αυτό το παράξενο όνομα της όμορφης γυναίκας με τα ράσα. Μάταια. Όλοι οι κάτοικοι στο χωριό αυτό, ήταν όλοι πρόσφυγες. Κανένας ντόπιος.
Μετά από λίγο καιρό, ένα ήσυχο βράδυ, παρουσιάστηκε και πάλι στον ύπνο της κυρίας Σταυρούλας η όμορφη, ρασοφορεμένη γυναίκα και της λέει:
«Σταυρούλα, σου είπα ότι θέλω να πάεις να μου κτίσεις το σπίτι μου και δεν πήγες. Τωρά που βρήκατε λίγο τα πόδια σας με τον άντρα σου, θα τον πιάσεις και θα πάτε να μου το κτίσετε»
«Πε μου ξανά το όνομα σου τσιηρά μου, γιατί δεν το θυμούμαι»
«Το όνομα μου είναι ………………..»
Ξυπνά πανικοβλημένη η κυρία Σταυρούλα από τον ύπνο της και προσπαθεί μάταια να θυμηθεί το όνομα της γυναίκας αυτής, αλλά τίποτα.
Μα η κυρία Σταυρούλα δεν το βαζε κάτω. Έλεγε και ξανάλεγε παντού το όνειρό της μήπως και κάποια συγκυρία βοηθούσε να θυμηθεί το παράξενο όνομα, της γυναίκας αυτής. Έψαχνε παντού. Ρωτούσε όποιον συναντούσε. Ώσπου ένα πρωί ένας ηλικιωμένος κύριος
ήρθε στά Μαντριά γιά δουλειές,συναντήθηκαν με τόν αντρα της κυρίας Σταυρούλας κι όπως αυτή συνήθιζε να λέει και να ξαναλέει το όνειρό της, το εξιστόρησε και σε αυτόν μιας και ήταν κάτοικος από γειτονικό χωριό.
«Μήπως έτυχε να ακούσεις κανένα παράξενο όνομα, καμιάς Αγίας που να ήταν η εκκλησία της εδώ κτισμένη πριν τον πόλεμο;»
«Υπήρχε παλιά ένα εξωκκλήσι, έξω από το χωριό, κοντά στη θάλασσα, αφιερωμένο στην Αγία Βρυώνη»
Η κυρία Σταυρούλα δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς και αναφιλητά. Αυτό, αυτό είναι το όνομα.
Έτρεξε στον παπά του χωριού της Τίμης και του είπε να πάνε μαζί βρουν τον τόπο που της υπέδειξε η Αγία. Και ως εκ θαύματος η εκκλησία αποκαλύπτεται, θαμμένη στον χώρο και στο χρόνο, διαλυμένη, κατακρεουργημένη, κατακαμένη….. Ξεθάφτηκε μπροστά στα μάτια τους. Σώζονταν μόνο τα θεμέλια.
«Παπά μου, να χαρείς, παράγγειλε μου το εικόνισμα. Αλλά σε παρακαλώ άμα τελειώσει φέρε μου σπίτι μου να το δω, να δω αν είναι η ίδια η όψη που είδα στον ύπνο μου. Μα πότε γιορτάζει παπά μου;»
«Τριάντα Αυγούστου και Τρίτη της Λαμπρής»
Τότε η κυρία Σταυρούλα , «Παπά μου, τριάντα Αυγούστου είδα το όνειρο. Θέλω πολύ παπά μου να δω το εικόνισμα, γιατί τούτη η όψη που είδα, ήταν όπως της μάνας μου που έχασα 13 χρονών»
Τελείωσε το εικόνισμα. Πρώτη επίσκεψη στο σπίτι της κυρίας Σταυρούλας. Η κυρία Σταυρούλα δεν αντέχει, σωριάζεται, φωνάζει. Αυτή είναι, αυτή είναι η Αγία και μάνα μου, η Αγία Βρυώνη.
Κι όμως η κυρία Σταυρούλα και ο άντρας της δεν ξεχνούν αυτό που τους ζήτησε η Αγία Βρυώνη. Με τη βοήθεια όλων των προσφύγων που μετακόμισαν στο χωριό και του πάτερ της Τίμης ορθώθηκε και κτίστηκε το σπίτι της Αγίας Βρυώνης στα Μανδριά της Πάφου, κοντά στη θάλασσα, το πανέμορφο εκκλησάκι που από τη μέρα που κτίστηκε και λειτούργησε, δε παύει να θαυματουργεί.
Η Αγία Βρυώνη φαίνεται να είναι πολύ θαυματουργή, αφού με τα διάφορα θαύματα της, χρόνο με χρόνο αυξάνει σε σημαντικό αριθμό τους προσκυνητές της.
Η μνήμη της Αγίας Βρυώνης εορτάζεται στις 30 Αυγούστου, όπου γίνεται και πανήγυρης και πολλοί είναι οι πιστοί που έρχονται για να προσκυνήσουν στη χάρη της. Επίσης, καθημερινά έρχονται πιστοί για να ανάψουν ένα κερί και να προσευχηθούν καθώς το εκκλησάκι δεν κλείνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.