Από τον Σεπτέμβριο του 1814 η Φιλική Εταιρεία, δημιούργημα των Αθανασίου Τσακάλωφ, Εμμανουήλ Ξάνθου και Νικολάου Σκουφά, είχε αναλάβει την προετοιμασία του ξεσηκωμού.
Τον Φεβρουάριο του 1820 προτάθηκε στον ίδιο τον Καποδίστρια, υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, να αναλάβει την αρχηγία της Εταιρείας, αλλά αυτός αρνήθηκε.
Αντίθετα ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, γιος του ηγεμόνα της Βλαχίας και της Μολδαβίας και υπασπιστής του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, ενθουσιώδης πατριώτης και ρομαντικός, δέχθηκε.
Λίγο μετά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, επικεφαλής πλέον της Εταιρείας, επισπεύδει την εφαρμογή του επαναστατικού σχεδίου το οποίο είχε κυρίως χαρακτήρα αντιπερισπασμού, ώστε η επανάσταση στη Νότια Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο να εξελιχθεί χωρίς την πίεση ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, φορώντας τη στολή του Ιερού Λόχου, περνά με την ολιγομελή του συνοδεία τον ποταμό Προύθο, το φυσικό σύνορο μεταξύ της Ρωσίας και των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Εισερχόμενος δηλαδή από τη Ρωσία στην υπό οθωμανικής κτήσης Μολδαβία, εισέρχεται ουσιαστικά σε οθωμανικό έδαφος.
»Ο καιρός δεν περιμένει πια. Ο αρχηγός, με τα δυό του αδέρφια, το Γεώργιο και το Νικόλαο, το Μάνο, τον Καντακουζηνό, τον Πολωνό αξιωματικό Γαρνόφσκυ και ολίγους άλλους, διαβαίνουν το απόγευμα της 22 Φεβρουαρίου 1821 τον παγωμένο Προύθο».
Στη Μολδαβία τον υποδέχτηκε η φρουρά του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου και τον συνοδεύει ως το Ιάσιο, εκεί δηλαδή που δύο ημέρες αργότερα θα λάβει χώρα η επίσημη, κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Γράφει ο Σπύρος Μελάς στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ»: «Η φρουρά ολόκληρη του ηγεμόνα είχε τιμητικά παραταχθή από την όχθη του Προύθου ως το Ιάσιο για να δεχθή τον Υψηλάντη. Και διακόσιοι ιππείς, με τους αξιωματικούς Ορφανό και Θεοδώρου τον συνώδευσαν, νύχτα, ως την πόλι»
«Ο αρχηγός έστησε το στρατηγείο του στο μοναστήρι του Γαλατά, σε λόφο ψηλό, απάνω από την πολιτεία, ένα τέταρτο της ώρας απόστασι. Χρεμετισμοί αλόγων, περάσματα στρατιωτών, κίνησις ξεσήκωσαν τους ανύποπτους κατοίκους. Στον αέρα υπήρχε αόριστη ανησυχία και συγκίνησις.
»Ο Υψηλάντης σκέφτηκε ότι πρέπει να προλάβη παρεξηγήσεις. Κάλεσε αμέσως τον πρόξενο της Ρωσίας. Η έκπληξις του ανθρώπου ήταν μεγάλη να ιδή άξαφνα ένα Ρώσσο στρατηγό, εγκαταστημένο στο μεγάλον οντά του μοναστηριού, τριγυρισμένον από αντάρτες ωπλισμένους. Και η έκπλήξις τους έγινεν ακόμα μεγαλείτερη, όταν άκουσε τον Υψηλάντη να λέη:
-Σας φώναξα, κύριε, για να σας πω μόνον, ότι δεν έχω σκοπό, μπαίνοντας στο Ιάσιο, να καταλύσω το καθεστώς, αλλά για να συγκεντρώσω το στρατό μου και να περάσω από το Δούναβι στης αντικρυνές χώρες.
»Ο πρόξενος πήρε σημείωσι, χωρίς να πη τίποτα για ν’ αναφερθή στην κυβέρνησί του. Στο μεταξύ αφωπλίσθηκαν οι σαράντα Τούρκοι της ηγεμονικής φρουράς και πιάστηκαν άλλοι τριάντα Μουσουλμάνοι πρόκριτοι, εμπορευόμενοι. Εθελονταί, ειδιοποιημένοι, άρχισαν κιόλας να φθάνουν και να γράφωνται με μεγάλο ενθουσιασμο. Οι Έλληνες πούξεραν τους σκοπούς του Υψηλάντη, δεν έκρυβαν τη χαρά τους».
Επίσης στις 22 Φεβρουαρίου, ο Βασίλειος Καραβίας σε μία κίνηση που από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως «ανυπόμονη» και «αχρείαστα βίαιη» επιτίθεται στους Τούρκους του Γαλατσίου.
«Ο Καραβίας έβαζε μαχαίρι στο Γαλάτσι: Έσφαξε εκατόν εξήντα Τούρκους. Η εθνική επανάστασι δεν ήταν όνειρο πια. Η ιδέα του Σκουφά ντύνεται την τραγική πορφύρα των αιμάτων».
Επιστροφή πλέον δεν υπήρχε. Οι παρασκηνιακές προετοιμασίες έδιναν τη θέση τους στις μάχες. Το όραμα και οι αξίες του Αγώνα για την Ελευθερία των Ελλήνων θα έπρεπε να βουτηχτούν στο αίμα και τη λάσπη των πεδίων των μαχών.
Δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου ο Υψηλάντης, εκδίδει επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού, ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία, κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και παράλληλα εθελοντές από ολόκληρη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας μάλιστα το πρώτο τμήμα του Πυροβολικού με δύο πυροβόλα υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier).
Συγκροτείται ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Στις 4 Μαρτίου οι Έλληνες ναυτικοί κυριεύουν και εξοπλίζουν 15 πλοία, ενώ στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο (Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης).
Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821 και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Οι λόγοι της αποτυχίας του μπορούν να αναζητηθούν και στην έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων.
Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του στις 31 Ιανουαρίου 1828 πέθανε στη Βιέννη.
Ωστόσο, μέσα Δεκεμβρίου του 1820, φτάνει στην Πελοπόννησο ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας ο Παπαφλέσσας. Μετά τη σύσκεψη της Βοστίτσας (26-29 Ιανουαρίου 1821), γυρνάει όλο το Μοριά και ανάβει το φυτίλι που σε λίγο θα κάψει ολόκληρη τη Πελοπόννησο.
Στις 10 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα, έγινε σύσκεψη στην οποία έλαβαν μέρος ο δεσπότη της Πάτρας Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο επίσκοπος Κερνίτσης Προκοπίου και προεστοί της Πάτρας, της Βοστίτσας (η μεσαιωνική ονομασία του Αιγίου) και των Καλαβρύτων.
Λίγο πριν ο καϊμακάμης της Τρίπολης που αντικαθιστούσε τον Χουρσίτ Πασά που είχε φύγει για τα Γιάννενα για να χτυπήσει τον Αλή Πασά, διέταξε να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι οι προύχοντες και οι δεσποτάδες του Μοριά, μετά από προδοσία του Σωτήρη Κούγια, ενός προύχοντα της Τρίπολης ο οποίος του είχε αποκαλύψει τα σχέδια των Ελλήνων για εξέγερση. Κάμποσοι πήγαν στην Τρίπολη για να το πληρώσουν αργότερα με τη ζωή τους όταν άναψε για τα καλά το ντουφέκι.
Αντίθετα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος και οι προεστοί της Πάτρας, των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας πήραν την απόφαση να μην πάνε στην Τρίπολη. Αποχαιρέτησαν τον καϊμακάμη των Καλαβρύτων λέγοντας του πως πηγαίνουν στην Τρίπολη. Όμως είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν ένα γράμμα που τάχα το έγραψε ένας Τούρκος φίλος τους προειδοποιώντας τους να μην πάνε στην Τρίπολη γιατί ο καϊμακάμης θα τους σκοτώσει. Όταν έφτασαν λοιπόν στις Καστάνες ένας δικός τους άνθρωπός, τους έδωσε το πλαστό γράμμα. Μετά από αυτό προσποιήθηκαν τους τρομοκρατημένους στους Τούρκους συνοδούς τους και επέστρεψαν στα Καλάβρυτα.
Από εκεί αποφάσισαν να διασκορπιστούν. Ο Γερμανός, ο Προκόπιος και ο Ανδρέας Ζαΐμης πήγαν στα Νεζερά. Ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος στη Ζαρούχλα, ο Παναγιώτης Φωτήλας στο Λιβάρτζι, ο Ανδρέας Λόντος στα Βούρα (Διακοφτό). Οι Ασημάκης Ζαϊμης και Ασημάκης Φωτήλας πήγαν στο χωριό Κερπινή, βόρεια των Καλαβρύτων, όπου συνάντησαν των Ιωάννη Χονδρογιάννη, από του Μάζι, που τότε ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής.
Στον κυρίως ελληνικό χώρο η Επανάσταση εκδηλώνεται σε διαφορετικά μέρη, μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου του 1821: Αρεόπολη, Καλαμάτα, Βοστίτσα, Καλάβρυτα. Ξεκινάει με μεμονωμένα περιστατικά βίας κατά του τουρκικού πληθυσμού και εξαπλώνεται ραγδαία, εναντίον περιορισμένης τουρκικής δύναμης.
Στις 13 Μαρτίου, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα ύψωσε την δική της επαναστατική σημαία στο κατάρτι του πλοίου της Αγαμέμνων και την χαιρέτησε με κανονιοβολισμούς μπροστά στο Παλιό Λιμάνι των Σπετσών.
Ο πρώτος που σήκωσε τα όπλα εναντίον των Τούρκων, στην κυρίως Ελλάδα, όπως είχε υποσχεθεί στον Παπαφλέσσα, ήταν ο μυημένος στη Φιλική Εταιρεία Ταχυδρόμος Νικόλαος Σολιώτης.
Στις 14 Μαρτίου 1821, όπως αφηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, έστησε ενέδρα και χτύπησε στις Πόρταις, κοντά στο Αγρίδι, τους ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του καϊμακάμη Σελίχ στον Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή πασά στα Γιάννενα.
Στα Καλάβρυτα έλαβε χώρα ειδική δοξολογία στις 17 Μαρτίου. Ανήμερα δηλαδή του τιμώμενου αγίου Αλεξίου και μετά ακολούθησε ορκωμοσία των αγωνιστών. Από τα Καλάβρυτα στάλθηκε μήνυμα στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, με ημερομηνία 19 Μαρτίου, το οποίο κωδικοποιημένα ανέφερε: «Εξοχώτατε Α. Μ. Χθές ετελέσθη το στεφάνωμα και έστω εις γνώσιν Σας. Καλάβρυτα τη 19 Μαρτίου 1821. Νικόλαος Χριστοδούλου Σολιώτης. Α. Σκαλτσάς».
Οι μελετητές θεωρούν ότι η λέξη «στεφάνωμα» σήμαινε πως κηρύχθηκε η Επανάσταση. Σκοπός του μηνύματος ήταν να κερδίσουν χρόνο, καθώς ταυτόχρονα αποφασίστηκε η μετάβασή στις επαρχίες τους και η έναρξη μυστικής στρατολόγησης.
Στο ναό των Ταξιαρχών της Τσίμοβας (Αρεόπολης) ο Πετρόμπεης και οι οπλαρχηγοί της Μάνης εκήρυξαν για πρώτη φορά την Ελληνική επανάσταση του 1821 στις 17 Μαρτίου. Οι ιερείς ευλόγησαν τα όπλα των επαναστατημένων Μανιατών, οι οποίοι ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης – που αποτελείτο από λευκό ύφασμα και μαύρο σταυρό- στη μικρή πλατεία των Ταξιαρχών στη θέση «Κοτρώνι».
Έχει διασωθεί ο Όρκος των Μανιατών μπροστά στους Ταξιάρχες. Με τη φράση: «Ορκίζομαι, «Ταν ή επί Τας» και «Νίκη ή Θάνατος» υπέρ Πίστεως και Πατρίδας», έκλεινε ο Όρκος. Καθώς οι Μανιάτες δεν θεωρούσαν (και αυτό είναι αλήθεια), ότι είχαν σκλαβωθεί ποτέ, δεν χρησιμοποίησαν τη φράση «Ελευθερία ή Θάνατος», αλλά «Νίκη ή Θάνατος».
Στις 19 Μαρτίου οι Γρηγοράκηδες ύψωναν τη σημαία της επανάστασης στο Γύθειο (Μαραθονήσι).Συγχρόνως οι δυνάμεις της Ανατ. Μάνης ξεχύνονταν σε ολόκληρη τη Λακωνία κυνηγώντας τους έντρομους Τούρκους που κατέφευγαν στα κάστρα της Μονεμβάσιας και του Μυστρά για να σωθούν. Ούτε όμως εκεί αισθάνθηκαν ασφαλείς και μαζί με τους άλλους τρομοκρατημένους Τούρκους που βρίσκονταν στο κάστρο, κατέφυγαν προς την Τριπολιτσά την επομένη της 25ης Μαρτίου του 1821!
Ο Σουλεϊμάν Αγάς Αρναούτογλου ανήσυχος παρακολουθούσε κάποιες ύποπτες κινήσεις στη Μάνη (στον Αλμυρό είχε φθάσει πλοίο με πολεμοφόδια στα μέσα Μαρτίου) και ζήτησε ενισχύσεις από τον Πετρόμπεη που του έστειλε το γιο του Ηλία προς βοήθεια. Ανύποπτος για την παγίδα που του είχαν στήσει, ζήτησε και άλλες ενισχύσεις από τον Πετρόμπεη. Αυτό ήταν και το σύνθημα εφόδου που περίμεναν οι οπλαρχηγοί της Μάνης.
Στις 22 Μαρτίου το απόγευμα 2000 ένοπλοι της στρατιάς της «Δυτικής Σπάρτης» όρμησαν από τις Κιτριές της Μάνης και πολιόρκησαν με τους επίλεκτους οπλαρχηγούς τους την Καλαμάτα, ενώ ο Κεφάλας με τον Νικηταρά απέκοψαν το δρόμο προς την Τριπολιτσά. Στις 23 Μαρτίου το πρωί ο Αρναούτογλου παρέδωσε την πόλη χωρίς αντίσταση στον Αρχηγό των Ελληνικών Δυνάμεων Πετρόμπεη ο οποίος και κράτησε τον Τούρκο αγά ως όμηρό του για να τον ανταλλάξει με το γιο του Αναστάσιο.
Το μεσημέρι, στις όχθες του χειμάρρου Νέδωνος, μπροστά από τη Βυζαντινή εκκλησία των Αγ. Αποστόλων, 24 κληρικοί ευλόγησαν τα όπλα των Μανιατών και των υπόλοιπων Ελλήνων Αγωνιστών μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα κάτω από τις ενθουσιώδεις πατριωτικές ιαχές των επαναστατών και τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες των ελεύθερων πλέον εκκλησιών.
Ο Πετρόμπεης με τους οπλαρχηγούς της Μάνης, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς, ο Αναγνωσταράς και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί μαζί με τους αγωνιστές τους ορκίστηκαν με φλογερό πάθος πίστη στην επανάσταση και Λευτεριά στους σκλαβωμένους Έλληνες.
Μετά τη δοξολογία ακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών και συγκρότηση μιας «Επαναστατικής Επιτροπής» που ονομάστηκε «Μεσσηνιακή Γερουσία» της οποίας τη Γενική Αρχηγία ανέλαβε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης που έφερε και τον τίτλο του «Αρχιστράτηγου των Σπαρτιατικών δυνάμεων» και του «Ηγεμόνα της Μάνης».
Ο Πετρόμπεης με την επιτροπή, άρχισαν τον σχεδιασμό και συντονισμό του Αγώνα του ’21 και εξέδωσαν επίσημη προκήρυξη – για πρώτη φορά – προς την Ευρώπη με την οποία τους γνωστοποιούσαν την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης και ζητούσαν τη βοήθεια τους. Το πρωτότυπο αυτής της προκήρυξης, βρίσκεται στα Αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών της Αγγλίας.
Μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας και η υπόλοιπη Μεσσηνία σηκώθηκε στο πόδι. Στις 24-25 Μαρτίου η Κυπαρισσία, η περιοχή της Τριφυλλίας, και οι περιοχές της Μεθώνης, Πύλου και Κορώνης είχαν επαναστατήσει και οι Τούρκοι για ασφάλεια είχαν κλειστεί στα κάστρα της Μεθώνης, του Νεόκαστρου (Πύλου) και της Κορώνης. Ο Πετρόμπεης έστειλε τους αδελφούς του Αντώνιο και Ιωάννη (Κατσή) που μαζί με τους προκρίτους της περιοχής, Εμμανουήλ Δαρειώτη και Ιωάννη Καράπαυλο, άρχισαν να πολιορκούν το κάστρο της Κορώνης.
Μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, ο Κολοκοτρώνης κατευθύνθηκε προς την Τριπολιτσά. Διέθετε μόνο 30 παλληκάρια δικά του και πλαισιώθηκε από 200 Μανιάτες του Μούρτζινου και 70 του Πετρόμπεη. Η είδηση «έρχεται ο Κολοκοτρώνης με τους Μανιάτες» διέσχιζε τα λαγκάδια των κατατρεγμένων Ρωμέϊκων χωριών και τα ξεσήκωνε.
Στη Σκάλα έφθασε ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και ο Π. Κεφάλας και την 25η Μαρτίου του 1821 ξεκίνησαν μαζί για την Τριπολιτσά αφού «ρίξαν και μια χιλιάδα τουφέκια, τρεις μπαταριές, δια να ακούση ο κόσμος να σηκωθή» όπως αφηγείται ο Κολοκοτρώνης.
Στις 16 ή 18 Μαρτίου, ακολούθησε επίθεση των Χονδρογιανναίων, με την ευχή του Ασημάκη Ζαΐμη, εναντίον του εισπράκτορα Σεϊδή Λαλιώτη, που μετέφερε μαζί με τον καταγόμενο από τη Βυτίνα τραπεζίτη Ν. Ταμπακόπουλο δημόσια χρήματα από τα Καλάβρυτα στην Τριπολιτσά. Η απόπειρα έγινε στη θέση Χελωνοσπηλιά κοντά στις Κατσάναις.
Ο Σεϊδής κατόρθωσε να ξεφύγει και έντρομος διηγήθηκε στους Τούρκους αγάδες την περιπέτειά του. Τότε, ο καϊμακάκης Σελίχ, εξέδωσε διαταγή προς τους προύχοντες, να χτυπήσουν ανελέητα κάθε νέο κρούσμα κλοπής, διαφορετικά οι συνέπειες θα είναι βαρύτατες γι’ αυτούς. Η διαταγή αυτή, με ημερομηνία 20 Μαρτίου 1821, έχει πολύ μεγάλη σημασία, καθώς αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τη χρονολόγηση των προεπαναστατικών επεισοδίων.
Άλλα γεγονότα των ημερών εκείνων, ήταν η επίθεση και ο φόνος, μετά από διαταγή του Ασημάκη Φωτήλα, στο Λιβάρτζι δύο Τούρκων σπαχήδων (ενοικιαστών φόρων) από την Τριπολιτσά, των Τσιπουγλαίων.
Η φονική επίθεση, από τον Νικόλαο Σολιώτη και πάλι, εναντίον Αλβανών στο Βερσοβά, η προσβολή και ο φόνος μερικών από 18 Τούρκους που πηγαίνοντας από τα Σάλωνα (Άμφισσα) στην Τριπολιτσά, έπεσαν στην παγίδα των Πετμεζαίων στην Ακράτα, καθώς και ο φόνος στο Ανάγυρο του Σοπωτού, των Μουκαπελεμτσίδων, που συνόδευαν τους Ασήμαγα και Ομέραγα, από τους Σ. Πανόπουλο, Α. Κίσο, Π. Βλάντη κ.ά.
Η πρώτη καθαρά πολεμική επιχείρηση του αγώνα όμως, ήταν η επίθεση εναντίον του Τούρκου Βοεβόδα (διοικητή), των Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου, που είχε ξεκινήσει στις 18 (ή στις 20) Μαρτίου για την Τριπολιτσά.. Προπορεύονταν ο δούλος και ο καφετζής του, με εντολή να κάνουν τις απαραίτητες προετοιμασίες στο τσιφλίκι του στην Ντάρα για την διανυκτέρευσή του εκεί.
Οι Πετμεζαίοι είχαν στήσει ενέδρα στη θέση Παλαιόπυργος και σκότωσαν τον δούλο του βοεβόδα. Αργότερα, οι ίδιοι μαζί με τους Μαζαίους, έστησαν ενέδρα και στον καφετζή του Αρναούτογλου, τον οποίο επίσης σκότωσαν. Έντρομος ο βοεβόδας μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα, αυτά κλείστηκε μαζί με τους Τούρκους κατοίκους της περιοχής στους τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων.
Τα γεγονότα αυτά, οδήγησαν την κεντρική τουρκική διοίκηση στην Τριπολιτσά να φυλακίσει τους Έλληνες αρχιερείς και πρόκριτους, που κρατούσε ως ομήρους. Τούρκοι πρόσφυγες άρχισαν να φθάσουν στην Τριπολιτσά, ενώ οι Έλληνες έκρυβαν τις οικογένειές τους σε ορεινά κρησφύγετα και, όσοι μπορούσαν, τις έστελναν σε μέρη μακριά από τον Μοριά, κυρίως στα νησιά.
Την 21η Μαρτίου, οι επαναστάτες κατέλαβαν τα Καλάβρυτα μετά από λειτουργία και ορκωμοσία στη Αγία Λαύρα, στις 22 Μαρτίου ο Ανδρέας Λόντος ύψωσε τη σημαία της επανάστασης στη Βοστίτσα, το σημερινό Αίγιο, ενώ στις 23 Μαρτίου η φλόγα της επανάστασης ανάβει και στην Πάτρα από έναν απλό τσαγκάρης, μυημένο στην Φιλική Εταιρία, τον Παναγιώτης Καρατζάς. Την επόμενη οι Τούρκοι κλείστηκαν στο κάστρο της πόλης, ενώ στην Πάτρα κατέφθαναν Έλληνες από τα γύρω χωριά.
Στις 25 Μαρτίου, έφτασαν από τα Νεζερά στην πρωτεύουσα της Αχαΐας, ο Α. Ζαΐμης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός με 500 άνδρες, ο Α. Λόντος με 400 άνδρες από το Αίγιο, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Κερνίκης Προκόπιος κ.ά. Στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, παρά τους κανονιοβολισμούς των Τούρκων, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (το κοσμικό όνομα του οποίου ήταν Γεώργιος Γκόζιας, και καταγόταν απ’ τη Δημητσάνα), μια κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό όπου ορκίστηκαν οι αγωνιστές: «Ελευθερία ή Θάνατος».
Την ίδια ημέρα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, επικεφαλής πολλών άλλων αγωνιστών, απελευθέρωσαν την Καλαμάτα και κήρυξαν την επανάσταση στον ναό των Αγίων Αποστόλων.
Αυτά ήταν, σύμφωνα με τις πηγές, τα πρώτα επαναστατικά γεγονότα στον Μοριά ως τις 25 Μαρτίου 1821.
Η επικράτηση των Ελλήνων στην Πελοπόννησο κλείνει με την άλωση της Τριπολιτσάς, το πιο βίαιο επεισόδιο της εξέγερσης που καταλήγει στη σφαγή του μεγαλύτερου μέρους του μουσουλμανικού πληθυσμού της πόλης.
Οι εξεγερμένοι Έλληνες πολεμούν για την ελευθερία τους και ξέρουν ότι η επιτυχία της επανάστασης βρίσκεται στην απόλυτη κυριαρχία τους επί των Τούρκων, στην ολοκληρωτική τους εξόντωση. Σχεδόν 20.000 Τούρκοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά σκοτώνονται μέσα σε μερικές εβδομάδες.
Ο Σουλτάνος αντιδρά με μια τεράστια εκστρατεία τρομοκρατίας. Είναι αποφασισμένος να τιμωρήσει όλους τους ορθόδοξους Έλληνες της Αυτοκρατορίας, ακόμα και τον Πατριάρχη, παρότι είχε αφορίσει τους αρχηγούς της επανάστασης.
Αυτό το τρομακτικό καλοκαίρι του 1821, σκοτώνονται δεκάδες χιλιάδες Έλληνες και Τούρκοι. Ένα ελάχιστο μόνο ποσοστό τους σκοτώνεται στα πεδία των μαχών — οι πιο πολλοί ήταν άμαχοι πολίτες.
Σύμφωνα με στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τους αρχικούς σχεδιασμούς του Υψηλάντη η έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο είχε σχεδιαστεί για την 25η Μαρτίου.
Η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική γιορτή, στις 15 Μαρτίου του 1838 με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα. Την πρόταση για την καθιέρωση του εορτασμού την είχε κάνει ο Υπουργός επί των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Παιδείας, Γεώργιος Γλαράκης.
Πηγές:
https://www.mixanitouxronou.
https://www.tovima.gr/2009/03/
https://www.kalavrytanews.com/
https://eleftherostypos.gr/
https://www.isamos.gr/enarksi-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.