- Πρὶν εἴκοσι χρόνια περίπου ἦρθε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ὁ διάκονος Εἰρηναῖος τῆς μονῆς Σινᾶ. Εἶχε μαζί του καὶ ἕνα δωδεκάχρονο ἀγόρι ἀπὸ τὴν Κρήτη ποὺ φοιτοῦσε στὴ σχολὴ τῆς Σιών. Ἦταν Σάββατο ἀπόγευμα, ἤμουν πολὺ κουρασμένος καὶ ζύμωνα, διότι δὲν εἶχα πρόσφορο γιὰ τὴν λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Ξαφνικὰ τὸ παιδὶ παρουσίασε πολὺ ψηλὸ πυρετό, εἶχε φοβεροὺς πονοκεφάλους καὶ ἀνυπόφορους πόνους. Δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω. Ὄχημα δὲν εἶχα, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα μηχανάκι, δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πάρω στὸν γιατρὸ καὶ ἤμουν σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση. Προσευχήθηκα στὸν Ἅγιο νὰ κάνει τὸ παιδὶ καλά. Κατὰ τὶς ἕνδεκα ἡ ὥρα ὁ διάκος καὶ τὸ παιδὶ ἀποκοιμήθηκαν. Ἐγὼ ἤμουν κατακουρασμένος, εἶχα τὰ ψωμιὰ στὸ φοῦρνο, σκεφτόμουν τὴν λειτουργία τῆς ἑπόμενης μέρας καὶ παρακαλοῦσα θερμὰ τὸν Ἅγιο νὰ κάνει καλὰ τὸ ἄρρωστο παιδί. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ διάκος ἀκούει τὴν πόρτα νὰ κτυπᾶ. Σηκώνεται, κοιτάζει, δὲν ἦταν κανένας. Ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε καὶ πήγαμε μαζὶ στὸ δωμάτιό τους. Τοῦ εἶπα ὅτι ὁ Ἅγιος θὰ ἤτανε. Δὲν πρόλαβα νὰ τελειώσω τὴν κουβέντα καὶ τὸ παιδί, ἐκεῖ ποὺ παραμιλοῦσε, ξύπνησε καὶ μοῦ εἶπε: «Γέροντα, ἔγινα μούσκεμα. Ἕνας παππούλης ἔριξε ἀπάνω μόνο ἕναν τενεκὲ νερό». Τοῦ ἔβγαλα τὸ φανελάκι καὶ τὸ σκουπίσαμε μὲ τὴν πετσέτα. Σὲ πέντε λεπτὰ κοιμήθηκε ἥσυχο, χωρὶς πυρετὸ καὶ τὸ πρωὶ ἦταν τελείως καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.