ΚΕΡΔΙΣΕ Η ΑΓΑΠΗ!...
Ένα όλο κι όλο μικρό παντοπωλείο είχε το μικρό χωριό, που βρίσκονταν μακριά από αστικά κέντρα και ανέσεις, κάπου στα απόμερα βόρεια σύνορα της Μακεδονίας μας. Η κοινωνία μικρή και πάντα καχύποπτη. Ό,τι και να έκανες, θα έβρισκες το μπελά σου. Οι «κακιές γλώσσες» διαλαλούσαν όλα τα γεγονότα, ασήμαντα ή μη, περνούσαν από το σκληρό τους κόσκινο όλα τα πρόσωπα και τις όποιες τυχόν δραστηριότητές τους: Τι έκανε ο ένας, που πήγε ο άλλος, τι είπε η μία, τι ψώνισε η άλλη. Η ψυχοτοξική εκτόνωση της μιζέριας και της κενότητας.
Σε αυτό το χωριό έμενε ο δεκάχρονος Μιχάλης με τη μάνα του την Αργυρώ. Η μάνα ήταν ανύπανδρη. Ο πατέρας υπαρκτός μεν, αλλά τέρας ανευθυνότητας, γουρουνιάς και αντομπροσύνης. Παράτησε την κοπέλα μόνη και αβοήθητη. Παρά τις πιέσεις του περιβάλλοντος, η Αργυρώ αρνήθηκε να κάνει έκτρωση και «να ζήσει τη ζωή» της. Στα 23 της χρόνια γέννησε τον Μιχαλάκη. Με φτώχια και με στέρηση, αλλά με καλή καρδιά. Ήταν κι η γιαγιά που βοηθούσε.
Μια μέρα ήρθε και η ώρα του πειρασμού για τον καλόκαρδο μικρό Μιχάλη. Πήγε στο μικρό παντοπωλείο και, πώς του ήρθε, έτσι παρορμητικά, παιδιάστικα και άσκεφτα, άπλωσε το χέρι του και «βούτηξε» μια μικρή γκοφρέτα της εποχής. Πείτε η στέρηση, πείτε η λαιμαργία, πείτε η ασυγκράτητη επιθυμία, το «κακό» έγινε. Και σιγά το «κακό»! Και τι τό ’θελε να γίνει; Το είδε με τα γεμάτα περιέργεια μάτια της το όλο συμβάν η παντοπώλισσα, μια γυναίκα φουλαρισμένη από πάνω μέχρι κάτω σκληρότητα, ειρωνεία και κοτσομπολιό. Άνοιξε το απύλωτο στόμα της κι άρχισε να διαδίδει και να καταγγέλλει παντού την «εγκληματική» πράξη του δεκάχρονου αγοριού. Βρήκαμε τον μεγάλο εγκληματία, τον αλήτη, τον κακοαναθρεμμένο… Άρχισε να παίρνει (μαύρη και κακορίζικη) ζωή το χωριό της μιζέριας και της βαρεμάρας.
Δεν πέρασε μια μέρα, το μαθαίνει το διαδιδόμενο γεγονός ο νουνός του παιδιού, ο κ.Σωτήρης, και πάει και βρίσκει την παντοπώλισσα. Τη βρήκε μόνη στο μαγαζί. Κι αυτό εκ Θεού ήταν.
–Ρούλα, έμαθα για τον Μιχάλη. Είναι αλήθεια;
–Ναι, είναι αλήθεια Σωτήρη. Είδες πώς τα ανατρέφουν τα παιδιά σήμερα; Αυτό, αύριο-μεθαύριο, άμα μεγαλώσει τι θα κάνει στη ζωή του, μπορείς να μου πεις;
Ο Σωτήρης την κοίταξε στα μάτια και μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
–Ρούλα, τι σου πήρε το παιδί;
–Σωτήρη, κοίτα να δεις· πήγε να πάρει, αλλά εγώ το τσάκωσα και άφησε τη γκοφρέτα στο μέρος της.
–Βρε, Ρούλα! Αφού η κλοπή δεν έγινε κι εσύ δεν ζημιώθηκες τελικά, ήταν λόγος αυτός να ανοίξεις το στόμα σου και να διασύρεις μέσα στην μικρή κοινωνία του χωριού ένα μικρό παιδί; Ένα παιδί, που ξέρεις με τι στερήσεις μεγάλωσε, με τι σταυρό και με ποιες θυσίες από την πλευρά της μάνας του ήρθε σε αυτό τον κόσμο! Και, αντί να φανείς κυρία και να φερθείς με σύνεση, κάθεσαι και κακολογείς ένα μικρό παιδί, που δεν έχει το μέστωμα για να καταλάβει τι σημαίνει «κλοπή»; Κι αν σου έκλεψε μια γκοφρέτα, και τι έγινε; Μήπως σου πήρε όλο το μαγαζί και σου φούνταρε την επιχείρηση; Στο κάτω-κάτω, τόσα πεθαμένα έχεις, αρρώστους μέσα στο σπίτι σου έχεις, γιατί δεν έκανες τούτη την παιδιάστικη κλοπή ψυχικό και ένα κέρασμα για το καλό του παιδιού; Ήταν τόσο δα μεγάλη ανάγκη για σένα να το σπιλώνεις και να το κατηγορείς; Αυτό έχει μια ζωή μπροστά του, θα μεγαλώσει και θα συναισθανθεί το σφάλμα του. Πρέπει εμείς να βρίσκουμε τόσο κακόβουλα μια αιτία και αφορμή για να το σπρώχνουμε πιο πέρα στο γκρεμό;
Πήγε να πει κάτι η παντοπώλισσα, μα δεν τα κατάφερε. Ολοένα και χαμήλωνε σκεφτική το βλέμμα.
Ο καλοκάγαθος κ.Σωτήρης εκείνη την κρίσιμη ώρα έσωζε κυριολεκτικά το βαπτιστήρι του. Και συνέχισε με την επωφελή και ωραία δριμύτητα των λόγων και των ενστάσεών του:
–Ρούλα, για πες μου λίγο: Και ποιος από μας δεν έκλεψε στη ζωή του, όταν ήμασταν παιδιά; Θυμάσαι ή μήπως κάνεις πως δεν θυμάσαι; Όλοι μας πέσαμε σε τούτο το σφάλμα, καλώς ή κακώς. Και αντί να μπεις στη θεσούλα αυτού του μικρού και ανυπεράσπιστου αγοριού, που μεγαλώνει δίχως την υποστήριξη και την ασφάλεια του πατέρα, το στοχοποιείς με τον πιο αυστηρό και ανεπιεική σου λόγο. Είναι σωστό αυτό που κάνεις;
–Εεε, όχι. Έτσι όπως μου τα λες, δεν είναι. Δεν τα είχα σκεφτεί όλα αυτά…
–Κοντός ψαλμός, αλληλούϊα! Λοιπόν, πόσες γκοφρέτες «σούφρωσε» ο Μιχαλάκης μου;
–Μα, σου είπα· καμία. Πρόλαβα και του την πήρα.
–Κακώς. Έπρεπε να την αφήσεις στα χέρια του να γλυκαθεί λίγο το παιδί. Άκου να δεις τώρα τι θα κάνουμε. Και ό,τι κάνουμε θα μείνει εντελώς μεταξύ μας. Το λοιπόν, εγώ τώρα θα σου πληρώσω όλο το κουτί με τις γκοφρέτες και εσύ θα σταματήσεις να κατηγορείς και να μιλάς για τον Μιχαλάκη μέσα στο χωριό ή όπου αλλού. Σύμφωνοι; Και όποιο άλλο παιδί έρχεται στο μαγαζί σου και βλέπεις ότι λαχταράει η παιδική του ψυχή μια σοκοφρέτα, εσύ θα το κερνάς δίχως άλλη σκέψη. Θα κερνάς τα παιδιά μας, γιατί τα παιδιά μας είναι το μέλλον μας. Κι αν ανταλλάξεις την πίκρα του κακού με τη γλυκύτητα της αγάπης, η ζωή σου και η ζωή μας θα γεμίσει από υγεία, χαρά και κάθε ευλογία από τον Θεό. Έγινε, Ρούλα;
–Έγινε Σωτήρη! Να με συγχωρείς για ό,τι έκανα. Δε θα μιλήσω πια σε κανέναν!...
–Να είσαι καλά, Ρούλα. Ευχαριστώ που μ’ άκουσες. Καλή μέρα να έχεις!...
Η ιστορία αυτή είναι πέρα ως πέρα αληθινή. Και τώρα τη δημοσιεύω για πρώτη φορά στη ζωή μου. Όχι, δίχως νοσταλγία και συγκίνηση πάντως. Τελικά, το ιερό Ευαγγέλιο του Χριστού, ο Ίδιος ο Χριστός, δεν είναι θεωρία και λόγια, αλλά πράξη και υπόσταση του Πνεύματος, σφραγίδα χάριτος και ζωής, η ζωή της ζωής μας. Όμως, πέρασαν τα χρόνια. Κάποιοι που αναφέρονται έχουν ήδη απέλθει του κόσμου τούτου. Το όλο συμβάν αποσιωπήθηκε, παραχώθηκε για τα καλά στη λήθη των χρόνων. Κανένας δεν έμαθε άλλο τι. Κέρδισε η αγάπη. Η αγάπη, που είναι το αιώνιο κέρασμα της καρδιάς και της ζωής μας. Κι αν κάνω τώρα λόγο για τον «Μιχαλάκη», θα σας πω ότι έγινε το πιο καλό παιδί, με κάθε πρόοδο και προκοπή. Σε αυτή την προκοπή των παιδιών μας σας καλώ να συμβάλλουμε κι εμείς, ο καθένας με τον τρόπο του, τον τρόπο της καρδιάς του, αλλά πάντα με την θεϊκή αγάπη, που δεν επικρίνει, που δεν κατηγορεί, μόνο θάλπει και συντρέχει και βοηθά…
π.Δαμιανός Σαράντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.