Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Το Πάσχα του 1918 για τους εκπατρισμένους Έλληνες στρατιώτες στη Γερμανία | Νίκος Ψιλάκης

 




Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης μιλά για την άγνωστη περιπέτου του 4ου Σώματος Στρατού, τη συγκίνηση της Μεγαλοβδομάδας και τη χαρά της Ανάστασης, αλλά τη βασανιστική νοσταλγία χιλιάδων εγκλωβισμένων για την πατρίδα

Είναι θλιβερή διαπίστωση ότι στα σχολεία μας δεν μας παρέχεται η δυνατότητα να μαθαίνουμε για πολλές σημαντικές ιστορικές περιόδους της πατρίδας μας, που σε άλλες χώρες θα αποτελούσαν αιτία μνήμης και επετειακών εορτών. Κάποια ημερολόγια στρατιωτών, επιστολές και φωτογραφίες ανέδειξαν μιαν ολότελα ξεχασμένη τέτοια περίοδο: Τον Σεπτέμβριο του 1916, επτά χιλιάδες στρατιώτες και χωροφύλακες, που υπηρετούσαν στην Ανατολική Μακεδονία, φορτώνονται σε τρένα και μεταφέρονται εσπευσμένα σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας.




Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη αρχίσει. Λίγο μετά η χώρα μας μπαίνει στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων, χωρίς το πιο αξιόμαχο και πιο ετοιμοπόλεμο τμήμα του στρατού της. Χιλιάδες στρατιώτες έζησαν τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Άγιο Πάσχα εγκλωβισμένοι στη Γερμανία. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας κ. Νίκος Ψιλάκης, μετά από έρευνα πολλών ετών, γράφει ένα ιστορικό μυθιστόρημα καλύπτοντας το κενό της σχολικής εκπαίδευσης. Τα ιστορικά ντοκουμέντα δίνονται αυτούσια και οι πραγματικοί ήρωες εμφανίζονται μ’ ένα όνομα διαφορετικό από το δικό τους. Ο κ. Ψιλάκης μιλά για το Πάσχα του 1918 στη Γερμανία:

«Εποχή μεγάλης πείνας η περίοδος των εκπατρισμού. Ελάχιστα τα τρόφιμα στην εμπόλεμη Ευρώπη. Οι Έλληνες φαντάροι που ζουν μακριά από την πατρίδα τους, σε ξύλινα παραπήγματα στα ανατολικά της Γερμανίας, νοσταλγούν τις γιορτές στους τόπους τους. Τη συγκίνηση της Μεγαλοβδομάδας, τη χαρά της Ανάστασης, το αρνί και τα κόκκινα αυγά. Μια Γερμανίδα, η Μάρλις Μπάουερ, ανακαλύπτει τέσσερα αυγά σε χωριό της Σιλεσίας. Τα βάφει κόκκινα για να θυμίσει τη μεγάλη γιορτή στον Έλληνα φίλο της, τον στρατιώτη Φίλιππο Δαμιλά.»




Ας αρχίσουμε από ένα άλλο Πάσχα λόγω και των ημερών... Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που αφηγείστε, ο Φίλιππος Δαμιλάς, περιγράφει φορτισμένος και με τρόπο σχεδόν παραληρηματικό το Πάσχα στην Ελλάδα. Από πού αντλήσατε πληροφορίες γι’ αυτήν την περιγραφή και κυρίως για τη βασανιστική νοσταλγία των ξενιτεμένων στρατιωτών για τις γιορτές στην πατρίδα;

«Το Πάσχα του 1918 ήταν βαρύ για τους εκπατρισμένους Έλληνες στρατιώτες. Υπήρχαν στρατιωτικοί ιερείς, υπήρχε και ένα παράπηγμα που χρησιμοποιούνταν ως ορθόδοξος ναός, έλειπε όμως η πατρίδα, όπως έλειπε και η οικογένεια, η ψυχική ανάταση, η μέθεξη, που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του ελληνικού Πάσχα. Οι βασικές πληροφορίες αντλήθηκαν από ανέκδοτες μαρτυρίες στρατιωτών και χωροφυλάκων, από ημερολόγια που κρατούσαν, επιστολές και φωτογραφίες. Άλλος με λιτό τρόπο, άλλος με περιγραφικότητα και φόρτιση αναφερόταν στις μεγάλες γιορτές του χρόνου, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Οι συγκρίσεις ανάμεσα στις προηγούμενες πασχαλιές και σ’ αυτές που έζησαν εκείνα τα δυόμισι χρόνια της ομηρίας τους ήταν αναπόφευκτες. Όταν έγραφα αυτές τις γραμμές ήταν σαν να άκουγα τη φωνή του Φίλιππου Δαμιλά και να ζούσα τη νοερή επιστροφή του σε ένα ελληνικό χωριό, αυτό που λογοτεχνική αδεία το ονόμασα Άγνο:




''Το Πάσχα στον τόπο μου δεν είναι μια σκέτη γιορτή, ανάβραση ψυχής είναι συνάμα κι ανασαμός. Όλες τούτες τις μέρες ακολουθούμε τον Χριστό κατά πόδας. Πάμε μαζί στο τελευταίο του Δείπνο, γυρεύομε θέση στο τραπέζι του, τον παραστέκομε στον Γολγοθά, πέφτουν πάνω στις γυμνωμένες ψυχές μας οι πιτσιλιές από το αίμα του...''.

Στα ανέκδοτα ημερολόγια έβλεπα την ένταση αυτών των ανθρώπων. Όλοι επέστρεφαν σε κάποιο χωριό και στα παιδικά τους βιώματα. Και δεν νοσταλγούσαν μονάχα το οικογενειακό τραπέζι με το αρνί αλλά συνολικά τη γιορτή, τις λαμπριάτικες πορείες, το ελληνικό ανοιξιάτικο τοπίο, τους χορούς στις πλατείες, δηλαδή την πατρίδα. Δάκρυσα όταν διάβαζα στα ημερολόγια τις αναφορές σε γιορτές και προσπάθησα να μεταφέρω τα συναισθήματα των ηρώων μου. Το ιστορικό μυθιστόρημα δεν εστιάζει μονάχα στα γεγονότα που καταγράφονται στα βιβλία της Ιστορίας. Χρησιμοποιεί τα γεγονότα ως υπόβαθρο, ως καμβά πάνω στον οποίο εξυφαίνεται η αφήγηση και παρακολουθεί τις πορείες των ανθρώπων, αναζητώντας τρόπους να διεισδύσει στο άδυτο. Τα συναισθήματα και οι ψυχικές καταστάσεις των ηρώων αποτελούν κλειδιά για την κατανόηση των νοοτροπιών άλλων εποχών και άλλων ανθρώπων. Και αυτή την οπτική μονάχα η λογοτεχνία μπορεί να την προσφέρει.»




Ποια ήταν η αφορμή να ανακαλύψετε την περιπέτεια του Τέταρτου Σώματος του Στρατού;

«Ελάχιστα πράγματα ήξερα για την περιπέτεια του Τέταρτου Σώματος Στρατού πριν συναντήσω μια γυναίκα από τη Γερμανία, η οποία ζητούσε τη βοήθειά μου προκειμένου να ανακαλύψει τα ίχνη του Έλληνα παππού της, ενός Κρητικού στρατιώτη που είχε ζήσει στο Γκαίρλιτς της Σιλεσίας – έτσι λεγόταν η πόλη στην οποία μεταφέρθηκε ο στρατός μας το 1916. Αυτό συνέβη τη δεκαετία του 1990 κι από τότε δεν σταμάτησαν να φτάνουν στα χέρια μου πληροφορίες, αφηγήσεις απογόνων, χειρόγραφα και άλλα τεκμήρια.»




Οι τρομαχτικές συνέπειες για τη χώρα, το κλίμα καχυποψίας, οι κατασκοπευτικές αποστολές, η διχόνοια, τα στρατοδικεία και οι ακραίες εκδικητικές ενέργειες

Διαπιστώνετε ότι τυπικά οι Έλληνες στρατιώτες ήταν φιλοξενούμενοι του Κάιζερ, αλλά στην πράξη τα όρια ανάμεσα στη φιλοξενία και την αιχμαλωσία ή την ομηρία ήταν εντελώς ασαφή. Τελικά τι ακριβώς ήταν και πώς έζησαν εκεί;

«Θύματα μιας νοοτροπίας ήταν, της νοοτροπίας που έχει επισωρεύσει ουκ ολίγα δεινά στην πατρίδα μας. Ένα ολόκληρο Σώμα Στρατού, το πιο ετοιμοπόλεμο και το πιο εκπαιδευμένο της χώρας, φορτώνεται σε τρένα τη στιγμή που οι Βούλγαροι εισβάλλουν στη Μακεδονία με τους συμμάχους τους, τους Γερμανούς. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι αυτή η περιοχή, η Μακεδονία, που είχε μόλις ενταχθεί στον εθνικό κορμό, παραδόθηκε αμαχητί σε βουλγάρικα χέρια. Υπήρξε εντολή από την Αθήνα προς το Τέταρτο Σώμα Στρατού που βρισκόταν στην Καβάλα και τη Δράμα να μην προβάλει αντίσταση στους εισβολείς, ''τουφεκιά να μην πέσει''.

Τότε συμφωνήθηκε με τους Γερμανούς να διασφαλιστεί η πολλαπλώς αμφιλεγόμενη ''ουδετερότητα'' της χώρας και να μεταφερθεί ο στρατός σε μια μικρή πόλη στα ανατολικά της Γερμανίας, σε ξύλινα παραπήγματα, τα οποία χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε ως στρατόπεδο Ρώσων αιχμαλώτων. Αυτό που φαίνεται παράδοξο σήμερα είναι η θερμότατη η υποδοχή των Ελλήνων στη Γερμανία, με παράτες, ένθερμους λόγους και εθνικούς ύμνους. Οι συνθήκες αυτές, όμως, άλλαξαν όταν άλλαξαν τα πράγματα στην Ελλάδα, δηλαδή όταν εκθρονίστηκε ο Κωνσταντίνος και επανήλθε στην Πρωθυπουργία ο Βενιζέλος. Ίσως να ήταν αναμενόμενο κι αυτό, καθότι, ως γνωστόν, ο Κωνσταντίνος ήταν γυναικαδελφός του Κάιζερ. Στην αφήγηση χρησιμοποίησα έναν άλλο χαρακτηρισμό: στιλβωμένη αιχμαλωσία και στιλβωμένη ομηρία.»




Υπήρξαν συνέπειες στην εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα εξαιτίας αυτού του γεγονότος;

«Τρομακτικές. Η χώρα μπήκε τελικά στον πόλεμο χωρίς το πιο ετοιμοπόλεμο τμήμα του στρατού της. Το Τέταρτο Σώμα έμεινε στη Γερμανία μέχρι το τέλος του πολέμου. Τον Νοέμβρη του 1919 χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες δραπέτευσαν και ξεχύθηκαν στους δρόμους της Ευρώπης προσπαθώντας να επιστρέψουν στην πατρίδα με κάθε τρόπο. Με τα πόδια, με τρένα, με κάρα... Νομίζω, όμως, ότι οι σημαντικές συνέπειες ήταν άλλες: το βαρύ κλίμα που δημιουργήθηκε στη χώρα και η αμοιβαία καχυποψία. Λέξεις όπως ''προδοσία'' και ''προδότες'' εκτοξεύονταν αλόγιστα και καταγράφονταν συχνά στον τύπο της εποχής. Υπήρξαν και άλλες παρενέργειες που προκαλούν ακόμη και σήμερα αποτροπιασμό:

Σε συνεργασία με τους Γερμανούς, οι Έλληνες αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο Γκαίρλιτς οργάνωσαν κατασκοπευτικές αποστολές στην πατρίδα τους! Έστειλαν δυο αξιωματικούς στην Πελοπόννησο, αλλά τους ανακάλυψαν οι ελληνικές αρχές, τους συνέλαβαν και τους τουφέκισαν. Η διχόνοια καλά κρατούσε. Και κρατούσε για χρόνια. Ακολούθησαν στρατοδικεία και ακραίες εκδικητικές ενέργειες τόσο από τη μια όσο και από την άλλη πλευρά. Και να σκεφτεί κανείς ότι βρισκόμασταν πια στην περίοδο της μικρασιατικής εκστρατείας!»

Αφηγείστε τα γεγονότα αυτής της περιόδου μέσα από τις περιπέτειες των ανθρώπων. Είναι κι αυτός ένας τρόπος προσέγγισης της Ιστορίας;




«Είναι ένας τρόπος συνολικής θέασης και βαθύτερης κατανόησης του παρελθόντος, μια προσπάθεια διερεύνησης των νοοτροπιών, των ψυχικών καταστάσεων, των αναγκών που κινούν τον τροχό της Ιστορίας, αλλά κι ένας άλλος τρόπος θέασης του παρόντος. Πολλά έχουν γραφτεί για την αναγκαιότητα της ιστορίας ως πηγής εθνικής αυτογνωσίας Τα επινοημένα πρόσωπα, όμως, κινούνται σε ένα πραγματικό περιβάλλον, συχνά συναντούν τους πρωταγωνιστές της ιστορίας και ακόμη πιο συχνά εκφράζουν το ήθος μιας εποχής. Όπως βλέπετε, επανέρχομαι στο ίδιο συμπέρασμα: Οι μικρές ιστορίες συνθέτουν τη μεγάλη. Οι περιπέτειες των ανθρώπων αποτελούν το μεδούλι της.

«Οι βασικές πληροφορίες αντλήθηκαν από ανέκδοτες μαρτυρίες, ημερολόγια, επιστολές και φωτογραφίες. Οι συγκρίσεις ανάμεσα στις προηγούμενες Πασχαλιές και σ’ αυτές που έζησαν εκείνα τα δυόμιση χρόνια της ομηρίας τους ήταν αναπόφευκτες», όπως αναφέρει

Ο συγγραφέας, εμπνευσμένος από τα ημερολόγια και τις επιστολές των Ελλήνων στρατιωτών του Τέταρτου Σώματος Στρατού στη Γερμανία, κατέγραψε, ανάμεσα σε άλλα, τον παλμό της Ορθόδοξης ψυχής που περιγράφει την Αναστάσιμη γιορτή, αλλά και το Πάσχα που βιώνει νοσταλγικά η καρδιά του χριστιανού. Επιλέξαμε το παρακάτω απόσπασμα:




«Αυτό είναι το Πάσχα στον τόπο μου. Μαζί με τις λαμπάδες που λιώνουν στα μανουάλια, λιώνει το έρεβος στις καρδιές μας, ανάβουν φωτιές στις πλατείες, βροντούνε ντουφέκια κι είναι να σαλεύει ο νους του ανθρώπου, καθώς θωρεί την πίκρα να γίνεται γιορτή και το πένθος να γίνεται πανηγύρι. Αγκαλιάζει ο ένας τον άλλον, φιλιούνται, αναδακρυώνουν, γελούν, γελούνε κι όλα τα γεννήματα της πλάσης μαζί τους. Εμείς γιορτάζομε την Ανάσταση του Χριστού κι η πλάση γιορτάζει τη δική της, μα θαρρώ πως και τα δυο τούτα είναι ένα.

Και μετά, Κυριακή μεσημέρι, στολίζομε την εικόνα του αναστημένου Χριστού και τη λιτανεύομε. Μα μην περιμένεις να δεις τον δικό μας Χριστό ν’ ανεμίζει μπαϊράκια, ο δικός μας Χριστός κατεβαίνει ξανά στους τάφους και κράζει έναν-έναν τους πεθαμένους. Με το ένα χέρι σέρνει τον Αδάμ από τα Τάρταρα και με το άλλο την Εύα. Βλέπεις πάλι το θάμα και λες: θάνατος κι ανάσταση, ένα. Μα σαν το καλοστοχαστείς, αναριγάς και, μεθυσμένος από γαλήνη κι ελπίδα, σηκώνεις τα μάτια στο φως και φωνάζεις ότι θάνατος δεν υπάρχει. Λένε οι γραμματιζούμενοι πως ανάσταση θα πει έγερση. Δίκιο θα ’χουν, δεν λέω, μα στη γλώσσα που διδάχτηκα, την απλή και την αμόλευτη, ξέρω πως θα πει νίκη.»

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η κραυγή των απόντων» του Νίκου Ψιλάκη

«Ανάσταση στη γλώσσα που διδάχτηκα, την απλή και την αμόλευτη, ξέρω πως θα πει νίκη!...»


* * *

Ο συγγραφέας και ερευνητής δημοσιογράφος κ. Ψιλάκης μας προτείνει με αυτή την ιστορία, τώρα στη Μεγάλη Εβδομάδα, όπου ένας ακόμη αναίτιος πόλεμος συνεχίζεται τόσο κοντά μας, την ελπίδα για μια άλλη Νίκη, τη Νίκη του Θεού που καταποντίζει τον θάνατο, μα και τη νίκη του ανθρώπου που ανασταίνει κάθε χρόνο τον Θεό στους ναούς για ν’ αναστηθεί μαζί Του κι εκείνος.

____________

Σοφία Χατζή

δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα

Ορθόδοξη Αλήθεια, 20.04.2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.