Ώρα τώρα στέκομαι βουβός κι ακίνητος
μέσα στην εκκλησιά. Ακούω τη φωνή του ψάλτη να προσεύχεται μελωδών και ταξιδεύω
αντάμα με τις λέξεις των τροπαρίων σ’ αλλοτινούς καιρούς και χρόνους.
Είναι άνοιξη. Οι παπαρούνες έχουν
στάξει το πορφυρό τους χρώμα κι έχουν υφάνει αμέτρητα χαλιά δεξιά και ζερβά από
τους δρόμους. Μεθυστικές μυρωδιές από πασχαλιές, γιασεμιά, κάλες και γλυσίνες
στροβιλίζονται στον αγέρα. Ο κότσυφας καθισμένος στο κλαδί μιας μανταρινιάς
ανασαίνει, σκορπώντας τρίλιες. Τα χελιδόνια τιτιβίζουν χαρούμενα που έχτισαν τη
φωλιά τους και στέγασαν την αγάπη τους. Ο θάνατος σε πλήρη διαφωνία με τον
οργασμό της φύσης.
Η ακολουθία έχει προχωρήσει κι είναι
ώρα να βγούμε από την εκκλησιά, να συνοδεύσουμε τον ακριβό μας νεκρό. Στέκουμαι
στην εξώπορτα και περιμένω τον ιερέα, τους ψαλτάδες, τα παπαδάκια … Ένα γερό
σκούντημα στο μπράτσο με κάνει να γυρίσω το κεφάλι πίσω. Μια κομψή κυρία με
έσπρωξε -άθελά της- στην προσπάθεια να φωτογραφήσει το event. Είναι
απορροφημένη στο να εστιάσει, να βρει το κατάλληλο κάδρο. Πού και πού κάνει
καμιά γκριμάτσα πόνου κι ανασηκώνει το ένα πόδι. Δυο δωδεκάποντες γόβες σε
παστέλ χρώμα, η τελευταία trend της ανοιξιάτικης κολεξιόν, μαρτυρούν τον αίτιο
του πόνου και του μορφασμού. Τσάντα καπιτονέ από τις must have των insiders της
μόδας, μαλλιά κοκκαλωμένα με τη λακ και επιμελώς ατημέλητα, συμπληρώνουν το
image. Δίπλα, παραπέρα, είναι κι άλλοι, πολλοί, άντρες και γυναίκες. Όλοι με το
κινητό στο χέρι απαθανατίζουν τις στιγμές. Όλοι στο ίδιο look μιας αυστηρά
επιλεγμένης στιλιστικής επιλογής …
Μια μυρωδιά από αγνό κερί ανακατεμένη
όμορφα με τον καπνό του λιβανιού αγγίζει το οσφρητικό μου νευροεπιθήλιο και με
αποσπά από άσκοπες περιπλανήσεις και λογισμούς.
Κλείνω για λίγο τα μάτια. Ένας
εκκωφαντικός θόρυβος με τρομάζει και πετάγομαι. Ένα τσούρμο από πιτσιρικάδες
συναγωνίζονται στο ποιος θα πετάξει τα πιο εντυπωσιακά δυναμιτάκια, γουρούνες,
σκορδάκια, μελισσάκια και σφυρίχτρες, αγορασμένα στο μιλητό από το μπακάλικο της
γειτονιάς που είναι επιμελώς κρυμμένα κάτω από τον πάγκο του ταμείου.
Παραβιάζοντας στοιχειώδεις κανόνες ασφάλειας. Δικής τους και δικής μας.
Νιώθω ένα σφίξιμο. Μου ’ρχεται να
βάλω τα κλάματα. «Σταματήστε!» θέλω να φωνάξω. «Είναι το ξόδι του πατέρα μου!» Βγαίνω
έξω.
«Κύριος, τέλει μπαλόνι;» Μια συμπαθής
Ρομά μου προτείνει να αγοράσω ένα pikachu φουσκωμένο με ήλιο. Στο άλλο χέρι
κρατά μια πολύχρωμη συλλογή από δεινόσαυρους, πριγκίπισες της Disney,
απαισιότατους και άλλα minions. Το σκηνικό συμπληρώνει ένα παιδί (πιθανώς δικό
της) στην άλλη γωνιά που φωνάζει «πάρε καλέ!».
Όπου να ’ναι θα βγει ο παπάς. Οι
ψαλμουδιές ακούγονται όλο και πιο καθαρά, καθώς οι ψαλτάδες σιμώνουν στην πύλη
του ναού. Όμορφα, γλυκά, κατανυκτικά, όπως ταιριάζει στον ακριβό μας νεκρό.
Ο κόσμος όλος έχει στριμωχτεί στον
περίβολο του ναού. Κοιτάζουν προς την πύλη, περιμένοντας τον ιερέα, τους
ψάλτες, τα παπαδάκια και τον «ὡραῖον κάλλει παρὰ πάντας βροτούς». Αντί για τον
ιερέα εμφανίζεται ο … αντιπεριφερειάρχης α λα μπρατσέτα με την κομψή και αρκετά
μικρότερη σύζυγό του. Με ύφος επερχόμενου Μεσσία (έρχονται εκλογές λένε οι
αναλυτές στα πρωινάδικα) σκορπίζει χαμόγελα και νεύματα στους πολίτες που τον
κοιτούν. «Έχουν χωρίσει, αλλά κυκλοφορούν μαζί μέχρι τις εκλογές. Μετά θα πάρει
ο καθένας το δρόμο του» ψιθυρίζει μια μεσόκοπη κυρία που είναι δίπλα μου στον
σύζυγό της.
Νιώθω πως ο αέρας φτάνει λιγοστός στα
πνευμόνια μου. Νιώθω κάτι να με πνίγει. Δεν αντέχω! Κάνω το γύρο της εκκλησιάς
και ξαναμπαίνω από την πλαϊνή πόρτα.
Νοσταλγώ την περσινή και προπέρσινη
Μεγαλοβδομάδα που αποκλεισμένοι από τα περιοριστικά μέτρα του κορωνοϊού,
παρακολουθούσαμε την ακολουθία στο σπίτι -ή στην εκκλησιά με αυστηρό αριθμό
προσερχομένων- μπροστά στο καντηλάκι, με τα εικονίσματα των αγίων συντροφιά, χωρίς πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα…
Κάθομαι εξουθενωμένος σ’ ένα στασίδι.
Κλείνω τα μάτια και ακουμπώ το κεφάλι στα χέρια. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν έτσι.
Ίσως πολλή. Ίσως μέχρι να ξαναμπεί ο επιτάφιος στην εκκλησία, αν δεν συνέβαινε
κάτι απρόσμενο.
Στην αρχή νόμιζα πως ακουγόταν από
την κονσόλα του ηχολήπτη που είχε επιφορτιστεί με τη μετάδοση της ακολουθίας
στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Μα, όχι! Μια σιγανή μελωδική φωνή ακουγόταν κι
ένας παράξενος ήχος κάτι ανάμεσα από ψάλσιμο και τραγούδι έφτανε στα αυτιά μου.
Στάθηκα εντελώς ακίνητος, με τα αυτιά
έτοιμα να προσδιορίσουν την πηγή του ακούσματος. Δεν χρειάστηκε να περιμένω
πολύ. Ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο πως κάποιος βρισκόταν στο μικρό γραφείο
δίπλα στα κεριά, αυτό που χρησιμοποιούν οι κυρίες του Φιλοπτώχου όταν μαζεύονται.
Σε λιγότερο από ένα λεπτό βρέθηκα
δίπλα στη μισάνοιχτη πόρτα. Τώρα πια ακουγόταν σιγανά, μα ολοκάθαρα μια
γυναικεία φωνή (δεν την έκανα πάνω από τριάντα με τίποτα!) να τραγουδά μ’ ένα
γλυκό και τρυφερό τόνο:
Γλυκύτατέ μου Ιησού,
βάλσαμον της ψυχής μου,
αγάπη της καρδίας μου,
αέρα της πνοής μου … [*]
Ανατρίχιασα! Ένιωσα μια ακατανίκητη
επιθυμία να δω το πρόσωπό της. Γρήγορα έκανα πίσω, στη σκέψη πως ο νεωκόρος ή
κάποια κυρία θα ανακαλύψει πως κοτζάμ άντρας κρυφακούω ένα κοριτσούδι.
Η γλυκιά φωνή συνέχισε:
Η πίστις μου και η ελπίς,
αγάπη μου γλυκεία,
Σωτήρα ποθεινότατε,
γλυκειά παρηγορία …
Δεν περίμενα άλλο! Βγήκα ξανά έξω και
πλησίασα το παραθυράκι του γραφείου που βλέπει στην πλαϊνή πρασιά του ναού, με
την ελπίδα πως θα είναι κι αυτό μισάνοιχτο. Πως με την κατάλληλη θέση θα
μπορούσα να έχω οπτική πρόσβαση στο εσωτερικό του. Η τύχη μού χαμογέλασε. Το
παραθυράκι ήταν ανοιχτό.
Προχώρησα για λίγο και έμεινα άγαλμα!
Ένα κορίτσι ίσαμε είκοσι οχτώ χρονών, με μια αγνή ομορφιά, που θα μπορούσε να
είναι το ιδανικό μοντέλο για τον χρωστήρα του Ραφαήλ ή για το σκαρπέλο του
Μικελάτζελο, είχε ακουμπήσει το ένα χέρι της στο κεφαλάκι ενός παιδιού, όχι
πάνω από πέντε χρονών, που καθόταν σ’ ένα καρεκλάκι κι είχε το κεφάλι γερμένο
πάνω της. Με το άλλο χέρι κρατούσε ένα μωρό που είχε αποκοιμηθεί. Ένα τρίτο
παιδάκι είχε κάτσει σ’ ένα μαξιλάρι κάτω στο πάτωμα και μισοκοιμισμένο
ακουμπούσε το κεφαλάκι του στα πόδια της.
Η γλυκιά μανούλα συνέχιζε να
σιγοτραγουδά ήσυχα, γλυκά:
Ελθέ γλυκεία μου πνοή,
ελθέ, ζωή μου θεία,
φως των ομμάτων μου, ελθέ,
γλυκειά μου θυμηδία.
Ο ήχος της φιλαρμονικής που πλησίαζε
προπορευόμενη της πομπής του Επιταφίου με κομμάτια θλιμμένης αναγεννησιακής
μουσικής με έκανε να αφήσω άρον – άρον το παρατηρητήριό μου και να επιστρέψω
στο στασίδι μου.
Ύστερα γίναν όλα γρήγορα. Το «τίς ἐστιν
οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;», ο Απόστολος, το Ευαγγέλιο, η προφητεία και το
«Δι’ εὐχῶν». Καθυστέρησα όσο μπορούσα για να την ξαναδώ. Εκείνη βγήκε ύστερα
από λίγα λεπτά κρατώντας το μωρό που εξακολουθούσε να κοιμάται στην αγκαλιά της
και τα άλλα δύο παιδιά από το χέρι. Τα μικρά μόλις είδαν τον επιτάφιο έτρεξαν
και βιάστηκαν να περάσουν από κάτω.
Κίνησα προς την έξοδο. Την ώρα που
διάβαινα την πύλη του ναού, την είδα δίπλα μου. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν.
Και τότε αυθόρμητα μου χαμογέλασε και είπε σιγανά «Καλή Ανάσταση!». «Επίσης»
απάντησα αμήχανα και τάχυνα το βήμα μου.
Στο δρόμο του γυρισμού παράξενες κι
όμορφες μυρωδιές από νεραντζιές, δεντρολίβανο και λεβάντα με συνόδεψαν ως την
αυλόπορτα του σπιτιού. Από πάνω χίλια - μύρια καντηλάκια του ουρανού
τρεμοσβήναν σαν καντηλάκια και φώτιζαν θαρρείς τη μαυρίλα των ημερών.
Κάποιος αποκύλησε την ταφόπετρα που
πλάκωνε την καρδιά μου, ανήμερα Μεγάλης Παρασκευής: η γλυκιά φωνή ενός άγνωστου
κοριτσιού. Που δεν έμαθα το όνομά της, αλλά το ξέρω!
Τη λένε Μαρία Ιακώβου.
Ή Μαρία του Κλωπά.
Μπορεί να τη λένε Σουσάννα.
Ή Μαρία Μαγδαληνή.
Πιθανόν μητέρα Ιωσή.
Ίσως και Ιωάννα…
Σίγουρα όμως, κάτι από αυτά!
Υπ.
Μεγάλη Παρασκευή του 2022
Σημείωση:
Στη φωτογραφία εικονίζεται ο πιο
ωραίος επιτάφιος που έχω δει: είναι των εγκλωβισμένων στην αγία Τριάδα
Αιγιαλούσας, στην πανέμορφη Καρπασία, που παραμένει υπό Τουρκική κατοχή κοντά
μισόν αιώνα. Ο επιτάφιος είναι στολισμένος με αγάπη και ό,τι έχει η αυλή του
καθενός να προσφέρει. Πηγή φωτογραφίας: "Άπαντα Ορθοδοξίας".
__________
[*] Πρόκειται για στίχους που έγραψε
ο άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, μελοποίησε και ερμηνεύει ο Χρίστος Τσιαμούλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.