Τό Πάσχα, ἡ γιορτή τῆς Ἀνάστασης τοῦ Σωτῆρος, εἶναι, πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ γιορτή μεγάλης χαρᾶς. Ὅταν ὁ ἀναστημένος Χριστός συναντᾶ τίς μυροφόρες καθώς φεύγουν ἀπό τό μνῆμα, τό πρῶτο πράγμα πού τούς λέει εἶναι ἡ λέξη «Χαίρετε». Ὅσον ἀφορᾶ σ’ αὐτή τήν πασχάλια χαρά, τρία σημεῖα ἔχουν ἰδιαίτερη ἀξία: εἶναι χαρά προσωπική, εἶναι χαρά συμπαντική καί εἶναι χαρά εὐχαριστιακή.
Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά προσωπική. Ἔτσι καταπῶς τό βεβαιώνουμε στόν πασχάλιο κανόνα τῆς ἀναστάσιμης ἀκολουθίας: «Χθές συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι». Ὁ θάνατος τοῦ Σωτῆρος, ἡ Ταφή καί ἡ Τριήμερος Ἀνάστασή Του, δέν ὑπάρχουν γιά νά τά ἀτενίζουμε ἁπλά ὡς συμβάντα τοῦ ἀπώτερου παρελθόντος, ἀλλά γιά νά τά βιώνει ὁ καθένας μας ὡς τεκταινόμενα μέσα στήν ἴδια του τή ζωή. Ὑπάρχουν γιά νά εἶναι ἄμεσα καί προσωπικά. Ἐγώ σταυρώνομαι μέ τό Χριστό, ἐγώ θάβομαι μαζί Του καί εἶμαι ἐγώ πού ἀνασταίνομαι ἐκ νεκρῶν μαζί μέ Ἐκεῖνον. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ ἀνακαίνιση ἡ δική μου, ἡ ἐπαναδημιουργία μου. Εἶναι εὐλογημένοι ὅσοι τό αἰσθάνονται αὐτό στήν καρδιά τους τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως!
Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά συμπαντική. Οἱ ἀκτίνες τοῦ ἀναστάσιμου φωτός διεισδύουν σ’ ὁλόκληρη τήν κτίση. Μέσα ἀπό ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους, ἡ πασχάλια χαρά κοινωνεῖται στό κόσμο τῆς φύσης – στά ζῶα, στόν ἀέρα, στό νερό, σέ καθετί πού ἔρχεται στή ζωή τήν ἄνοιξη. Καί πάλι, ὁ ἀναστάσιμος κανόνας τονίζει ἐμφατικά αὐτό τό στοιχεῖο• «Οὐρανοί μέν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δέ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δέ κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καί ἀόρατος• Χριστός γάρ ἐγήγερται». Στήν Ὀρθόδοξη Ρωσία, ὑπῆρχε κάποτε τό ἔθιμο -μπορεῖ καί νά ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα σέ κάποιες περιοχές- νά σταματᾶνε οἱ ἀγρότες, γυρίζοντας ἀπό τήν ἀναστάσιμη ἀκολουθία καί κρατώντας τό ἅγιο φῶς, στούς στάβλους τῶν ζώων, καί νά ψέλνουν τόν ἀναστάσιμο ὕμνο στά ἄλογα καί τά κοπάδια – «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…». Δέν ὑπῆρχε τίποτα τό γλυκερό σ’ αὐτό• ἦταν μία ἀναγνώριση τῆς ζωντανῆς ἀλήθειας. Οἱ ἄνθρωποι δέν σώζονται ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά μαζί μέ τόν κόσμο. Εὐλογημένοι εἶναι αὐτοί πού κατά τή διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης νύχτας εἰσέρχονται σέ ἕνα μεταμορφωμένο κόσμο!
Τό Πάσχα εἶναι ἐπίσης μιὰ χαρά εὐχαριστιακή. Ὁ Κύριος δέν ἀποσύρθηκε ἀπό ἀνάμεσά μας κατά τήν Ἀνάληψη, ἀλλά μᾶς ἄφησε τή Θεία Εὐχαριστία ὡς ἕνα διαρκῆ δεσμό. Τρώγοντας τόν οὐράνιο Ἄρτο καί πίνοντας ἀπό τό Ποτήριο τῆς ζωῆς, ἑνωνόμαστε, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, μέ τόν ἀναστημένο καί δοξασμένο Χριστό. Γιά νά παραπέμψουμε γιά μία ἀκόμη φορὰ στόν ἀναστάσιμο: «ὦ Πάσχα τό μέγα, καί ἱερώτατον Χριστέ, ὦ σοφία καί Λόγε, τοῦ Θεοῦ καί δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ Ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου ». Ἡ πασχάλια χαρά σχετίζεται ἄμεσα μέ τή χαρά τῆς Κοινωνίας. Δεχόμενοι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στήν Εὐχαριστία, συμμετέχουμε ἀπό τώρα στό Μεσσιανικό Δεῖπνο, πού θά γευτοῦμε «ἐκτυπώτερον» κατά τήν «ἀνέσπερη ἡμέρα» τῆς οὐράνιας Βασιλείας.
Τό Πάσχα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀφετηρία, ὁ διαφανής καί ἀμετάθετος ἐγκαινιασμός αὐτῆς τῆς «ἀνέσπερης ἡμέρας». Κι εἶναι πραγματικά εὐλογημένοι ἐκεῖνοι πού, καθώς λαμβάνουν τή Θεία Κοινωνία τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, βιώνουν τήν παρουσία τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας!
Τό Πάσχα, ἡ νίκη τοῦ Σωτήρα καταπάνω στό θάνατο, εἶναι τό κέντρο ὅλης μας τῆς λατρείας, τό θεμέλιο ὅλης τῆς ἐλπίδας καί τῆς χαρᾶς μας. Ἄν ὁ Ἰησοῦς δέν ἀναστήθηκε πραγματικά ἀπό τούς νεκρούς, τότε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅλη μας ἡ πίστη εἶναι «ματαία» (Α’ Κόρ. 15,17) κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων» (Α’ Κόρ. 15,19). Χωρίς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ζωντανή Χριστιανοσύνη.Οἱ εὐαγγελικές ἀναφορές στήν Ἀνάσταση ἐπιμένουν ἰδιαίτερα σέ δύο σημεῖα. Καταρχάς, τονίζουν ἐμφατικά τήν πραγματικότητά της. Μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Χριστός δέν ἐμφανίστηκε ἁπλά, σάν σέ ὅραμα, στούς μαθητές Του, ἀλλά τούς κατέστησε ὁλότελα σαφές ὅτι ἦταν παρών γιά μία ἀκόμη φορὰ μέ τό πραγματικό -φυσικό Του σῶμα – τό ἴδιο σῶμα πού προσηλώθηκε καί πέθανε πάνω στό Σταυρό. Ἐκεῖνο τό δειλινό τῆς πασχάλιας ἡμέρας, τό πρῶτο πράγμα πού κάνει, ἀφοῦ τούς ἀπευθύνει τόν χαιρετισμό Του, εἶναι νά τούς δείξει τίς πληγές στά χέρια καί τήν πλευρά Του. Μιὰ ἑβδομάδα μετά, ξαναεμφανίζεται καί λέει στό Θωμᾶ: «φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός» (Ἰωάν. 20,27). Οἱ μαθητές καλοῦνται νά μήν ἔχουν τήν παραμικρή ἀμφιβολία πώς τό σῶμα τοῦ Πάθους στό Γολγοθᾶ καί τό σῶμα τῆς Ἀνάστασης, πού τώρα ἀντικρίζουν μπροστά τους, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό. Ὁ ἀναστημένος Σωτήρας δέν εἶναι ἄσαρκο πνεῦμα• «ψηλαφήσατέ με καί ἴδετε», τούς λέει, «ὅτι πνεῦμα, σάρκα καί ὀστέα οὐκ ἔχει καθώς ἐμέ θεωρεῖτε ἔχοντα… καί λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγε» (Λουκ. 24, 39-43). Τά Εὐαγγέλια δέν ἀφήνουν χῶρο γιά καμιά ἀμφισημία: ἡ Ἀνάσταση εἶναι πραγματική.
Ὅμως τήν ἴδια στιγμή, ὑπάρχει μιὰ παραδοξότητα, ἕνα μυστήριο γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Περνᾶ μέσα ἀπό κλειστές θύρες (Ἰωάν. 20,19). Μετά τήν Ἀνάσταση, οἱ μαθητές δέν ἀναγνωρίζουν ἀμέσως τόν Ἰησοῦ στή λίμνη τῆς Τιβεριάδας (Ἰωάν. 21,4)• οὔτε ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας στό δρόμο πρός Ἐμμαούς (Λουκ. 24,16). Ἔχει τό ἴδιο σῶμα πού εἶχε καί πρίν, κι ὡστόσο εἶναι διαφορετικό, διότι τώρα εἶναι «σῶμα πνευματικόν» (Α’ Κόρ. 15,44),
Αὐτό δέν σημαίνει πώς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση εἶναι, ὑπό μία ἔννοια, μή πραγματικό ἤ ἐξαϋλωμένο. Ὄχι: παραμένει ἕνα ὁλότελα φυσικό σῶμα, ἀποτελούμενο ἀπό ὕλη. Ὅμως ἡ ὑλικότητά του ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ ἀπό τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, καί ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια, ἔχει ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τούς περιορισμούς πού ὑφίστανται συνήθως τά σώματά μας. Διαθέτει ἐλαφράδα, ἄνωση καί ἐλευθερία – ἰδιότητες πού τά σώματα τῶν δικαίων θά ἀποκτήσουν κατά τή γενική ἀνάσταση τῶν ἐσχάτων, ἀλλά πού ἐμεῖς πρός τό παρόν δυσκολευόμαστε νά φανταστοῦμε. Ὅμως, παρότι θαυμαστά μεταμορφωμένο, παραμένει τό ἴδιο μέ πρίν, ἕνα φυσικό σῶμα.
Ἄς μήν χάνουμε τήν εὐκαιρία, σέ κάθε πασχάλια γιορτή, νά ἐκδηλώνουμε τήν πίστη μας στήν πραγματικότητα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασης τοῦ Σωτῆρος, νά ἀνοίγουμε κάθε φορὰ τά μάτια μας ἐκστατικά ἐνώπιον τοῦ ἀναστημένου σώματός Του, καί νά κοιτᾶμε μπροστά προσδοκώντας τή δική μας μελλοντική ἀνάσταση τῶν ἐσχάτων.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας, εἰσέρχεται μετά τήν Ἀνάσταση, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καί ἐμφανίζεται, «οὔσης ὀψίας», στούς μαθητές Του. Κομίζει στούς Ἀποστόλους τρία δῶρα, καί σέ ἀνταπόδοση τούς δίνει τήν ἐντολή ἤ τούς παραγγέλλει νά φέρουν εἰς πέρας μία ἀποστολή. Ποιά εἶναι αὐτά τά τρία ἀναστάσιμα δῶρα καί ποιά ἡ ἀποστολή ποὺ τά συνοδεύει;Τό πρῶτο δῶρο εἶναι τό δῶρο τῆς Εἰρήνης; «Ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς• εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. 20,19). Ἡ εἰρήνη σημαίνει μία αἴσθηση κατεύθυνσης: Ὄχι τήν ἀπουσία πειρασμῶν καί ἀγώνα -αὐτά συνεχίζονται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας- ἀλλά τήν ἀπουσία ἐκείνης τῆς σύγχυσης, τῆς παραζάλης καί τῆς ἀβεβαιότητας, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο νά παραλύει. Τέτοια ἦταν ἡ κατάσταση τῶν μαθητῶν. Ὅταν εἶδαν τόν Κύριό τους νά πεθαίνει στό Σταυρό, ἀπογοητεύτηκαν βαθιά καί τράπηκαν σέ φυγή, ὅπως τά πρόβατα χωρίς ποιμένα. Δέν εἶχαν ἰδέα τί θά ἔπρατταν στή συνέχεια. Ὅμως τώρα πού συνάντησαν τόν ἀναστημένο Σωτήρα, ἔχουν πλέον μέσα τούς εἰρήνη. Ἔχουν μία αἴσθηση προσανατολισμοῦ καί ξέρουν πού πηγαίνουν.
Τό δεύτερο δῶρο εἶναι τό δῶρο τῆς Χαρᾶς: «ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰωάν. 20,20). Ἡ ἀπόγνωση πού ἔνιωσαν οἱ μαθητές ὅταν εἶδαν τόν Χριστό σταυρωμένο μετατράπηκε τώρα σέ ἀγαλλίαση. Συντετριμμένοι προηγουμένως, ζαρωμένοι ἀπό τό φόβο πίσω ἀπό κλειδωμένες πόρτες, μεταμορφώνονται ἔξαφνα ἀπό μία μεγάλη χαρά.
Τό τρίτο δῶρο εἶναι τό σημαντικότερο ὅλων, εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» (Ἰωάν. 20,22). Προεξοφλώντας τήν πληρέστερη ἀποκάλυψη κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ ἀναστημένος Χριστός καθιστᾶ τοὺς Ἀποστόλους «πνευματοφόρους». Αὐτό, ἀπό μία ἄποψη, μπορεῖ κανείς νά τό δεῖ ὡς τό πλήρωμα τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐνσάρκωσης: ὅπως βεβαιώνουν οἱ Πατέρες, «ὁ Λόγος ἐνσαρκώθηκε γιά νά μπορέσουμε ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα». Ὅπως λέει καί ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ: «Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας -προσωπική καί ἀναφαίρετη στόν καθένα μας- εἶναι τό θεμέλιο ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς».
Αὐτό εἶναι τό τριπλό δῶρο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ: Εἰρήνη, Χαρά καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅμως τά δῶρα ὑπάρχουν πάντα γιά νά μοιράζονται μέ τούς ἄλλους καί νά γίνονται χρήσιμα γιά τό καλό τῶν ἄλλων γι’ αὐτό καί τό τριπλό δῶρο κουβαλᾶ μαζί του καί μία πρόσκληση ἀποστολῆς. «Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωαν. 20, 21): ἡ Εἰρήνη, ἡ Χαρά καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνεπάγονται τό στάλσιμο τῶν Ἀποστόλων σέ μία ἀποστολή. Πρέπει νά προεκτείνουν τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στό χρόνο καί τό χῶρο, φέρνοντας τό δικό Του μήνυμα συγχωρήσεως στούς ἀπεγνωσμένους καί ἐξουθενωμένους. Ἐνδυναμώθηκαν διά τοῦ Πνεύματος γιά νά κομίσουν μαρτυρία: «ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48).
Κι ὡστόσο, ὁ Κύριος, καθώς προσφέρει τά τρία δῶρα Του καί ἐμπιστεύεται στούς Ἀποστόλους ἕνα ἔργο, κάνει καί κάτι ἄλλο: «Ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν» (Ἰωάν, 20,20). Γιατί; Δέν χωρᾶ καμία ἀμφιβολία πώς νά τούς διαβεβαιώσει πώς αὐτός πού στέκεται μπροστά τους εἶναι πράγματι Ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος, ἀναστημένος ἀπό τούς νεκρούς μέ τό ἴδιο φυσικό σῶμα πού ὑπέφερε πάνω στό Σταυρό. Ὅμως ὑπάρχει σίγουρα κι ἕνας βαθύτερος λόγος. Ἄν ὁ Σωτήρας τούς δείχνει τά πέντε στίγματα τῶν πληγῶν τοῦ Πάθους, νωπά ἀκόμα στή σάρκα Του, εἶναι γιά νά τούς καταστήσει σαφές πώς μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει νά ἐκπληρώσουν μέ ἐπιτυχία τήν ἀποστολή πού τούς παρέδωσε. Κι αὐτός ὁ τρόπος εἶναι νά Τόν ἀκολουθήσουν στό δρόμο τοῦ Σταυροῦ, νά μοιραστοῦν μαζί Του τήν οὐσιαστική αὐτοπροσφορά Του, νά βαστάξουν «ἐν τῷ σώματι, τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γαλ. 6,17). «Ὑμεῖς ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48): ὅσο ὁ καθένας μας γίνεται μάρτυρας, δηλαδή σύν-πάσχει καί σύν-μαρτυρεῖ μαζί μέ τό Χριστό, ὅσο εἴμαστε ἐκτεθειμένοι, ἀνοιχτοί στό πόνο τῶν διπλανῶν μας, τόσο θά μποροῦμε κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ἀληθινοί ἀπόστολοι.
Στίς βιτρίνες τῶν γραφείων κηδειῶν ὑπάρχει κάποιες φορές ἡ ἐπιγραφή «Δεχόμαστε παραγγελίες στεφάνων ἤ σταυρῶν». Ὅμως στή πραγματικότητα δέν ὑπάρχει δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξύ τῶν δύο: δέν μποροῦμε νά φορέσουμε τό στεφάνι τῆς ἀναστάσιμης νίκης, ἄν δέν σηκώσουμε μαζί μέ τό Χριστό τό Σταυρό. Κατά τό Μεσαίωνα, τά «πασχάλια μνήματα», οἱ κατασκευές δηλαδή ἐκεῖνες πού ἑτοιμάζονταν γιά νά στολίσουν κάθε Πάσχα τούς ἀγγλικούς ναούς, ἔφεραν πάνω τους τήν ἐπιγραφή «Vincit qui patitur» – «Αὐτός πού πάσχει νικᾶ». Αὐτό συνέβη μέ τό Σωτήρα μας καί αὐτό πρέπει νά συμβεῖ καί μέ μᾶς. Ἄς βαστάξουμε λοιπόν στό σῶμα μας τά στίγματα τοῦ σταυρωθέντα Ἰησοῦ, καί στή συνέχεια, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά μοιραστοῦμε μαζί μέ τούς ἄλλους τήν Εἰρήνη καί τή Χαρά τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.