«Πηγαίνω στὸ Πατριαρχεῖο. Πρωΐ-πρωΐ, κατὰ ἡ ὥρα ὀκτώ. Μπαίνω στὴν αὐλή, κανείς. Πάω στὰ γραφεῖα, ἀνοίγω τὴν πόρτα, κανείς, χτυπῶ ἄλλη πόρτα, ψυχή. Περνάω διαδρόμους, οὐκ ἦν φωνή, οὐκ ἦν ἀκρόασις· φθάνω στὸ κελλὶ τοῦ Πατριάρχου. Ἡ πόρτα μισάνοιχτη, ὁ Πατριάρχης γράφει χωμένος σὲ ἔγγραφα καὶ ἐπιστολές. -Συγγνώμη, Παναγιώτατε, ἀλλὰ δὲν συνάντησα ψυχή. Δὲν φοβᾶσθε; Κάποιος μπορεῖ νὰ σᾶς ἐπιτεθῇ! Βάλτε μιὰ κλειδαριὰ ἀσφαλείας τοὐλάχιστον. -Δὲν φοβοῦμαι, ἀπήντησεν ὁ Πατριάρχης. Ἔχω τὴν Παναγία ποὺ μὲ φυλάττει». Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ τὴν ἀπάντησι θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν δώσουν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς…»
Ηγούμενος τῆς Μονῆς Τατάρνης ἀρχιμ. Δοσίθεος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.