Σε μια σπηλιά ζούσε ένας γέρος μοναχός που δεν είχε βγει από αυτήν εδώ και χρόνια.Μόνο ένας από τους αδελφούς από το κοντινό μοναστήρι του έφερνε φαγητό. Ένα πρωί, αντί για εκείνο τον αδελφό, έφερε το φαγητό ο ηγούμενος του μοναστηριού.
Λυπημένος άρχισε να παραπονιέται στον γέρο μοναχό.
«Ξέρεις πάτερ, το μοναστήρι θα μας αδειάσει, δεν υπάρχουν νέοι μοναχοί, δεν έχουμε λείψανα για να μας έρθει ο κόσμος. Κάπως έτσι κι εμείς έχουμε αποξενωθεί σαν να είμαστε κάποιο είδος ετοιμοθάνατου. Τα αδέρφια μόλις και μετά βίας μιλάνε μεταξύ τους, όλοι ενοχλούν όλους».
Ο γέρος τον άκουσε και άρχισε να γελάει: «Εσείς οι λυπημένοι; Είναι λοιπόν δυνατόν σε ένα τέτοιο μέρος;».
«Ποιο μέρος;» ρώτησε ο ηγούμενος.
«Λοιπόν, υπάρχει ένας άγιος άνθρωπος ανάμεσά σας, και απελπίζεστε και λυπάστε».
Σκεφτόταν μέσα του ο ηγούμενος καθώς κατέβαινε προς το μοναστήρι. Σκέφτηκε από μέσα του, ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο άγιος άνθρωπος και βρήκε πολλά ελαττώματα σε όλους. Αφού επέστρεψε στο μοναστήρι, είπε στους αδελφούς του όσα είχε ακούσει.
Από τότε όμως μια περίεργη χαρά απλώθηκε στο μοναστήρι! Όλοι ήταν χαρούμενοι και προσεκτικοί μεταξύ τους. Όλοι «υποψιάζονταν» τους πάντες, όλοι πρόσεχαν τους άλλους, τους άκουγαν και τους σέβονταν.
Αυτό το παρατήρησε και ο κόσμος και άρχισε να έρχεται κοντά τους με χαρά. Και η αδελφότητα μεγάλωσε.
Τότε ο ηγούμενος επέστρεψε στον γέροντα. «Πατέρα, κατάλαβα το μάθημα. Τα παρακολούθησα όλα προσεκτικά και με λεπτομέρεια, αξίζουν όλοι σε χρυσό, δεν μπορούσα να φανταστώ τι έχουμε μέχρι που άρχισα να τους παρακολουθώ στενά».
Ο γέρος γέλασε και είπε: «Υπάρχει καλοσύνη σε όλους τους ανθρώπους, μόνο εμείς φταίμε που πρώτα ψάχνουμε το χειρότερο σε όλους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.