«Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ο κύριος Θεμιστοκλής, ένας ευγενικός άνθρωπος με μεγάλη καρδιά, κατευθυνόταν στο μαγαζί του. Έκανε κρύο και βρεγμένο και περπατούσε με το παλτό της, όταν είδε τόν μικρο Αναστασιο να πλησιάζει στο άλλο πεζοδρόμιο.
- Πού πας Αναστασιε; Έχετε άλλο τρόπο σήμερα; δεν πας να δουλέψεις; Αγόρι μου, θα κρυώσεις. Δεν είσαι χοντρά ντυμένος.
- Πάω στο ταχυδρομείο να πάρω μερικά γράμματα.
- Δώστε μου τα. Πάω στο ταχυδρομείο τώρα. Έλα, τρέξε πίσω στη δουλειά, θα κρυώσεις έξω.
- Ευχαριστώ πολύ, κύριε, είπε ο μικρός τρέμοντας από το κρύο.
Τι απέγινε ο κύριος Θεμιστοκλής, που ξέχασε για ποιον ήταν τα γράμματα. Το ένα ήταν για έναν έμπορο, το άλλο για ένα καπνεργοστάσιο, το τρίτο ήταν... «ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΑΣ ΚΥΡΙΟ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ». Σταμάτησε και άρχισε να χαμογελάει.
- Καημένο αγοράκι! Να δω τι ζητάει... Άνοιξε το γράμμα και διάβασε:
«Χριστέ μου,
Τα ρούχα μου είναι σκισμένα, τα παπούτσια μου είναι χαλασμένα και κρυώνω. Απ' ό,τι μου δίνει ο αφέντης μου, δεν έχω καν αρκετό φαγητό. Κατάφερα να στείλω κάτι στη μητέρα μου, που είναι φτωχή. Τι να κάνω τώρα? Πώς θα βγω από τον χειμώνα, Κύριε; Βοήθησέ με! Σε λατρεύω!
ο υπηρέτης σου,
Αναστάσιος"
- Πανάκριβος θησαυρός, είπε ο κύριος Θεμιστοκλής και έφυγε για το σπίτι.
Ετοίμασε ένα πακέτο με ζεστά χειμωνιάτικα ρούχα -φανέλλες, παλτό, παπούτσια, κάλτσες για τα παιδιά του- και μετά πήγε στο ταχυδρομείο.
Δύο μέρες αργότερα, τον είδε ντυμένο με ζεστά ρούχα. Μόνο καλό του έκαναν. Τα μάτια του παιδιού έλαμψαν από χαρά. Είχε πιάσει και ένα αεράκι μυστηριώδους φωτός στο πρόσωπό του, γιατί ποιος ξέρει πόσα δεν είπαν μεταξύ τους ο Κύριος και ο μικρός υπηρέτης Του το βράδυ στην προσευχή...
Ο Κύριος Θεμιστοκλής χάρηκε πολύ που είδε εκείνο το αγοράκι χαρούμενο. Ούτε που πέρασε από το μυαλό του ανθρώπου ότι η ψυχή που είχε βοηθήσει θα γινόταν κάποτε ο Άγιος Νεκτάριος, ο θαυματουργός...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.