ΩΡΑΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ !!!
Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παίδων
τὴν ἐποχὴν τοῦ Γέροντος
παπᾶ Χρυσάνθου Πνευματικοῦ,
τοῦ Ἁγιαννανίτου (1894 - +1981),
(κτίτορος Ι.Μ. Αγίας Σκέπης Πάνιον Όρος)
Ὅταν ἤρχετο ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, οἱ γονεῖς μας μᾶς ἡτοίμαζον μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὴν ἑβδομάδα τῆς Τυροφάγου:
«- Παιδάκια μου, θὰ πεθάνουνε ἑπτὰ καλογριοῦλες, καὶ πρέπει κι’ ἐμεῖς νὰ τὶς μιμηθοῦμε, νὰ νηστεύουμε καὶ νὰ τρῶμε λάδι μόνο Σάββατο καὶ Κυριακήν».
Ὅταν ἤρχετο ἡ Παρασκευὴ τῆς πρώτης ἑβδομάδος μᾶς ἔλεγον πάλιν:
«-Ἀπόθανε ἀπόψε μία, ὅπου σ’ ὅλη της τὴν ζωὴ νήστευε, καὶ τώρα ποὺ νηστεύουμε καὶ ἐμεῖς, θὰ μᾶς πάῃ στὸν Δεσπότην Χριστὸν καὶ θὰ μᾶς βάλῃ στὴν ἀγκαλιά Του, νὰ μᾶς πάρῃ μαζὶ στὸν Παράδεισο, καθὼς ἐπῆρε καὶ τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα εὐλόγησε, καθὼς περπατοῦσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα».
Ἐθαύμαζα τοὺς θείους καὶ τὰ ἐξαδέλφια μας καὶ λοιποὺς συγγενεῖς μας, ὅπου εἰς τὰ πρόσωπά των ἦταν ἡ ἁγνεία καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ὁ ἀγιασμός! Δὲν ἔβαζαν μέσα εἰς τὰ σπίτια των, ὅταν ἦτο Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ οὔτε αὐγά, οὔτε τυρί. Καὶ ὅταν ἦτο νὰ τυροβολήσουν ἢ νὰ πιάσουν αὐγὰ εἰς τὰ χέρια των, ἔκαμαν πρῶτον τὸν σταυρόν τους λέγοντας “τιμὴ νὰ ἔχῃ ἡ Τεσσαρακοστή μας”, καὶ κατόπιν τὰ μετέφεραν εἰς τὴν θέσιν τους !
Ὅταν ἀκούγαμε τὴν καμπάνα νὰ σημαίνῃ, ἐβλέπαμε τοὺς Ἱερεῖς νὰ κλαίουν καὶ ἐρωτούσαμε;
«-Καλὲ γιαγιά, γιατὶ οἱ παπᾶδες κλαῖνε καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς κλαῖτε καὶ σεῖς;».
Καὶ μᾶς ἔλεγαν τὰ ἑξῆς:
«-Παιδιά μου, τώρα εἶναι Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὅπου θὰ πεθάνουν ἕξι καλόγριες μικρὲς καὶ μία Μεγάλη. Αὐτὴ ἡ Μεγάλη ποὺ θὰ ἀποθάνῃ στὸ τέλος τῆς Μεγάλης ἑβδομάδος, θὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ ἰδοῦμε τὸν Χριστούλη ἐπάνω στὸν Σταυρόν· καὶ τὴν Κυριακὴ τῆς Λαμπρῆς θὰ φορέσουμε ροῦχα πλυμένα καὶ καθαρὰ καὶ θὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία. Καὶ τὴν νύκτα θὰ φωνάξῃ ὁ παπᾶς τό· «Χριστὸς Ἀνέστη», θὰ κτυπήσουν οἱ καμπάνες καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησία θὰ γίνῃ ἄσπρη ἀπὸ τὰ φῶτα τὰ πολλά. Στὸ τέλος θὰ κοινωνήσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ μετὰ θὰ μᾶς δώσῃ ὁ παπᾶς ἕνα αὐγὸ κόκκινο, πρῶτα στὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ κατόπιν στοὺς μεγάλους.
-Γιατί, καλὲ γιαγιά, πρῶτα στὰ μικρὰ παιδιά;.
-Γιατὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ πρέπει νὰ διδαχθοῦν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας θὰ τὴν διδάξῃ ὁ Παπᾶς. Βλέπεις ὅτι ὅπου καὶ ἂν εἴμαστε, σηκωνόμαστε, ὅταν περνάῃ ὁ παπᾶς, καὶ μόλις τὸν χαιρετᾶμε μὲ τό· “σὲ προσκυνοῦμε”, μᾶς ἀπαντάει “τὸν Χριστὸν νὰ προσκυνοῦμε”».
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπον λοιπὸν μᾶς ἐδίδασκον τὸ πῶς ν’ ἀγαπῶμεν τὸν Χριστούλη, καὶ πολλὰ παιδιὰ ἐπήγαιναν εἰς τὰ ἐξωκκλήσια καὶ προσηύχοντο καὶ ἠκολούθησαν τὸν δρόμον τῆς ἁγιότητος.
Ὅταν ἤκουον οἱ γονεῖς μας νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα μας λόγος ἀπρεπής, μόλις ἔβρεχε καὶ ἐγέμιζε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ ἀστραπὰς καὶ βροντάς, ἐγονάτιζαν μέσα εἰς τὸ σπίτι καὶ μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς των μᾶς ἔλεγον:
«- Βλέπετε καὶ ἀκούετε τί γίνεται; Γίνεται γιὰ σᾶς ὅπου εἴπατε τὰ ἀπρεπῆ λόγια καὶ δὲν μετανοήσατε, γι’ αὐτὸ θὰ καταστρέψῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸν κόσμον».
Τότε ἐμεῖς ἐλέγαμεν:
«- Συγχώρα μας Χριστέ μου, συγχώρα μας Χριστέ μου».
«- Τώρα γιὰ νὰ μᾶς συγχωρέσῃ ὁ Χριστούλης, φέρτε ν’ ἀνάψουμε τὴν λαμπάδα τῆς Ἀναστάσεως καὶ θὰ σταματήσῃ αὐτὴ ἡ ὀργή».
Αὐτὰ μᾶς ἔλεγαν καὶ μόλις ἤναπτον τὴν λαμπάδα, ἔπαυον αἱ ἀστραπαὶ καὶ αἱ βρονταί, καὶ ἐμεῖς μὲ μεγάλην χαρὰν ἐλέγαμεν:
«-Μᾶς ἐσυγχώρεσε ὁ Χριστούλης. Καὶ ποτὲ πλέον δὲν ἐξήρχετο ἀπρεπὴς λόγος ἀπὸ τὸ στόμα μας».
Τὸ 1910, ἤρχισαν ἐν καιρῷ Φθινοπώρου μίαν ἡμέραν ἀστραπαὶ καὶ βρονταί. Δύο καραγωγεῖς ἤρχοντο ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ εἰς τὰς Ἀθήνας. Ὁ ἕνας ἔλεγεν: “Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον”, ὁ ἄλλος ὅμως ἦτο ἀσεβὴς καὶ ἔλεγεν περιπαίζοντας καὶ βλασφημῶντας, ὅτι παντρεύεται ὁ Θεὸς καὶ ἔχει τοὺς γάμους του. Καὶ ἀμέσως ἔπεσε ἀστροπελέκι καὶ τὸν ἔκαψε! Ἔτσι πληρώνεται ἡ ἀσέβεια.
Αὐτὰ ἀκούσαντες οἱ πατέρες ἡμῶν ἔπεσαν εἰς προσευχὴν παρακαλοῦντες τὸν Θεὸν νὰ μὴ φέρῃ κανένα κακὸν εἰς τὸ μαρτυρικὸν ἔθνος μας. Καὶ εἶδον τοὺς Πειραιεῖς καὶ Ἀθηναίους νὰ γονατίζουν παρακαλοῦντες τὸν Θεὸν νὰ φωτίσῃ τὴν νεολαίαν νὰ στηριχθῇ εἰς τὴν πίστιν τῶν Πατέρων μας.
Οἱ γονεῖς διὰ νὰ μάθουν εἰς τὰ παιδιά των τὴν ἐλεημοσύνην, ἔκαμνον καὶ τὸ ἑξῆς·
Ὅταν διάβαινε πτωχὸς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔδιδον εἰς τὰ παιδιὰ ὀλίγον ἄρτον νὰ τοῦ τὸν δώσουν, καὶ κατόπιν ἔλεγον εἰς αὐτά:
«Ἐδώσατε τὸ κομμάτι τὸ ψωμὶ εἰς αὐτὸν τὸν πτωχόν; Ὁ Χριστούλης τώρα θὰ τὸ εὐλογήσῃ τὸ ψωμὶ καὶ δὲν θὰ ζυμώσουμε τὸ Σάββατον, ἀλλὰ τὴν Δευτέρα».
Καὶ αὐτὸ ὄντως τὸ ἐθαυματούργει ὁ Δεσπότης Χριστὸς καὶ μέχρι τὴν Δευτέραν δὲν ἐζύμωναν.
Δι’ αὐτὸ τὰ μικρὰ παιδιά, μόλις ἔβλεπαν ξένον, ἐφιλονικοῦσαν μεταξύ των, ποῖο θὰ πάρῃ τὸν ξένον νὰ τὸν φιλοξενήσῃ. Καὶ μέχρι τὸ 1940 ξενοδοχεῖα δὲν ὑπῆρχον εἰς τὰ νησιά, διότι τοὺς ξένους τοὺς ἔπαιρναν αἱ ἐκκλησίαι εἰς τὰ κελλιά των καὶ οἱ νησιῶται εἰς τὰς οἰκίας των, ὅπου τοὺς ἐφιλοξένουν.
Ἐὰν ἐπέρναγε ξένος ἀπὸ τὸ σπίτι μας, ἔμεναν νηστικοὶ οἱ ἰδικοί μας καὶ τοὺς ἔδιναν καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί, ποὺ ὑπῆρχε ὑστερημένον (δηλαδὴ ὀλιγοστόν)!
Από το βιβλίο:
Γεροντικαί ενθυμήσεις και διηγήσεις
Ἱερομονάχου Χρυσάνθου Ἁγιαννανίτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.