Κυριακή τῶν Μυροφόρων
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ Κυριακή τῶν ἁγίων Μυροφόρων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, καί ἡ σκέψη μας πηγαίνει στόν λόφο τοῦ Γολγοθᾶ κατά τό ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ὁ ἥλιος γέρνει στήν δύση του. Ἐπάνω στόν Γολγοθᾶ ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη ἠρεμία. Τά πλήθη τῶν Ἑβραίων, οἱ ρωμαῖοι στρατιῶτες, οἱ ἀρχιερεῖς ἔφυγαν, ἀφοῦ ἐξετέλεσαν τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημά τους, τό μέγα ἀνοσιούργημα, νά σταυρώσουν δηλαδή τόν δίκαιο καί ἀθῶο Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστός μένει πάνω στό σταυρό, νεκρός, γυμνός, ἀνάμεσα σέ δύο κακούργους. Σέ λίγο θά μπεῖ τό Σάββατο καί εἶναι μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ Σαββάτου. Δέν θά ἔπρεπε ὁ Χριστός νά μείνει ἄταφος τέτοια μέρα. Δέν μποροῦσε νά γίνει βορά τῶν ὀρνέων καί τῶν ἀγρίων θηρίων. Τό μέρος ἐκεῖνο λεγόταν κρανίου τόπος, γιατί ἦταν χῶρος ἐκτελέσεως τῶν βαρυποινιτῶν καί ἦταν γεμάτος ἀπό σκόρπια κόκκαλα καί κρανία πολλῶν καταδικασθέντων ἀνθρώπων.
Ποιός ὅμως θά ἐνδιαφερθεῖ γιά τόν ἐνταφιασμό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ ἕνας μαθητής τόν ἀρνήθηκε, ὁ ἄλλος τόν πρόδωσε καί οἱ ἄλλοι τόν ἐγκατέλειψαν καί ἔτρεξαν νά κρυφτοῦν, γιά νά μή δεχτοῦν τήν μανία τῶν ἐξαγριωμένων Ἰουδαίων; Σάν φίλοι τοῦ Χριστοῦ κινδύνευε καί ἡ δική τους ζωή.
Ἐκείνη τήν κρίσιμη ὥρα δύο ἄνδρες ἔσωσαν τήν ἀξιοπρέπεια ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἀριμαθαία καί ὁ Νικόδημος, κρυμένος μαθητής, ἐκλεκτά μέλη τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, τόλμησαν νά κάνουν κάτι γενναῖο καί ἐπικίνδυνο. Ζήτησαν τήν ἄδεια ἀπό τόν Πιλάτο, νά κατεβάσουν τό σῶμα τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ καί νά τό ἐνταφιάσουν. Δέν ὑπολόγισαν οὔτε τήν θέση τους, οὔτε αὐτήν τήν ζωή τους. Ἦρθε ἡ ὥρα, πού ἔπρεπε νά δείξουν τήν πίστη τους, τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωσή τους στόν Κύριο.
Οἱ δύο τολμηροί αὐτοί καί γενναῖοι ἄνδρες δίνουν ἕνα καλό μάθημα, ἕνα λαμπρό παράδειγμα τόλμης καί ἀνδρείας σέ ὅλους ἐμᾶς, πού δειλιάζουμε νά ἀποκαλύψουμε τίς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις. Πού φοβώμαστε νά μιλήσουμε γιά τόν Χριστό. Πού διστάζουμε νά ὁμολογήσουμε τήν πίστη μας μέσα σ᾿ ἕνα κόσμο ἄπιστο καί διεφθαρμένο.
Οἱ δύο ἅγιοι, Ἰωσήφ καί Νικόδημος, μᾶς καλοῦν νά μή διστάζουμε ἀλλά νά ὑψώνουμε τήν φωνή μας, ὅταν πολεμεῖται ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του. Νά παίρνουμε θέση, νά μή κλείνουμε τό στόμα μας. Νά τολμοῦμε μέ σύνεση καί θάρρος, χωρίς νά φοβώμαστε τίς ἀντιδράσεις τῶν ἀπίστων καί τό κόστος πού θά εἴχαμε ἀπό τήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Νά γνωρίζουμε δέ, εἰ ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν οὐδείς καθ᾿ ἡμῶν.
Ὅμως τήν ὥρα ἐκείνη τῆς ἀποκαθηλώσεως καί τοῦ ἐνταφιασμοῦ κάποιες γυναῖκες μέ ἀνδρικό φρόνημα, ἀφοσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἀπό κάποια ἀπόσταση παρακολουθοῦν τά ὅσα γίνονται, ποῦ τοποθετοῦν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί τό Σάββατο, πού ἦταν ἀργία, ἡσύχασαν, δέν ἔκαναν τίποτε, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο. Ἁπλῶς περίμεναν νά περάσει ἡ ἀργία. Μετά τό ἡλιοβασίλεμα τοῦ Σαββάτου, πού σύμφωνα μέ τούς Ἰουδαίους πέρασε ἡ ἀργία, οἱ ἅγιες Μυροφόρες ἔτρεξαν στά μαγαζιά καί ἀγόρασαν ἀρώματα, γιά νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἐδῶ νά σταθοῦμε γιά λίγο. Τό Σάββατο πού ἦταν ἀργία, δέν πῆγαν οὔτε στά μαγαζιά. Δέν ἔκαναν ἀπολύτως τίποτε. Γιά κανένα λόγο δέν προσέβαλαν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Δέν κατέλυσαν τήν ἀργία οὔτε γιά τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ἐμεῖς τόσο εὔκολα, τόσο ἐπιπόλαια καταπατοῦμε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀργία τῆς Κυριακῆς γιά τούς πιό πολλούς-δυστυχῶς-δέν ὑπάρχει. Ἐπισήμως γίνονται προσπάθειες νά καταργηθεῖ ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς. Λέτε καί ἔτσι θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν κρίση. Νά τό ξέρουμε πολύ καλά: Καταπατοῦντες τόν νόμο τοῦ Θεοῦ δέν θά πᾶνε καλύτερα τά πράγματα. Προσβάλλοντες τόν Θεό δέν θά προοδεύσουμε. Μέ τήν ἁμαρτία δέν πᾶμε μπροστά. Ἀκόμη νά γνωρίζουμε, ὅτι αὐτές οἱ ἅγιες Μυροφόρες γυναῖκες θά μᾶς κρίνουν καί θά μᾶς κατακρίνουν, θά μᾶς καταδικάσουν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.
Περίμεναν λοιπόν μέ ἀδημονία νά περάσει τό Σάββατο, νά παρέλθει ἡ ἀργία καί τότε ἔτρεξαν στά καταστήματα, γιά νά ἀγοράσουν ἀρώματα καί πολύ πρωί ξεκίνησαν γιά τό μνημεῖον, νά ἀλείψουν μέ τά ἀρώματα τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ, εἶδαν τόν λίθο παραμερισμένο καί ἐλεύθερη τήν εἴσοδο. Μέ τά μάτια τους εἶδαν ἄδειο τόν τάφο καί ἄκουσαν ἀπό τό στόμα τοῦ ἀγγέλου, ὅτι ὅτι ὄντως ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Μέ αὐτά οἱ Μυροφόρες γυναῖκες γέμισαν φόβο καί κατάπληξη. Ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση.
Ἐδῶ εὔλογα γεννιέται ἕνα ἐρώτημα: Γιατί φοβήθηκαν; Αὐτές δέν ὑπολόγισαν τίποτε. Οὔτε τόν φόβο πού προκαλοῦσε ἡ ὥρα, νύχτα ἦταν ἀκόμη, οὔτε τόν ἔρημο τόπο. Δέν φοβήθηκαν τά ἄγρια θηρία. Ὁ τάφος ἦταν ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς πόλεως. Τά κακοποιά στοιχεῖα καιροφυλακτοῦσαν. Δέν φοβήθηκαν τούς μανιασμένους Ἰουδαίους, οὔτε τούς ἀπειλιτικούς ρωμαίους στρατιῶτες, τήν κουστωδία τοῦ Πιλάτου. Γιατί τώρα φοβήθηκαν;
Κυριεύθηκαν ἀπό φόβο, γιατί εἶδαν ἀποκυλισμένο τόν λίθο. Εἶδαν τόν ἀπαστράπτοντα ἄγγελο καί τόν ἄκουσαν νά τίς λέει κάτι ὄντως φοβερό καί ἀδιανόητο, ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Κυριεύθηκαν ἀπό φόβο, γιατί ἄρχισαν νά συνειδητοποιοῦν, ὅτι ἐκεῖ μέσα στό κενό μνημεῖο ἔγινε κάτι πολύ μεγάλο, σπουδαῖο καί ἀνεπανάλειπτο. Ἐκεῖ μέσα ἀναστήθηκε, ὄχι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ὅπως λίγες ἡμέρες πιό μπροστά ὁ Λάζαρος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Ἀναστήθηκε, ὄχι γιά νά ξαναπεθάνει κάποτε, ἀλλά γιά νά μή πεθάνει ποτέ.
Ὁ Λάζαρος καί οἱ ἄλλοι πού ἀνέστησε ὁ Κύριος, κάποτε ξαναπέθαναν. Ὁ Εὔτυχος πού ἀνέστησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πάλι πέθανε, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα του. Ἡ Ταβιθᾶ, πού ἀνέστησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος πάλι πέθανε. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, μά δέν ξαναπέθανε. Μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό κενό μνημεῖο δόθηκε ἡ μεγαλύτερη μάχη καί ἐπιτεύχθηκε ἡ μεγαλύτερη νίκη. Ἔλαβε χώρα τό συγκλονιστικότερο θαῦμα τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ μέσα ὁ Χριστός νίκησε τόν θάνατο. Ἐσκύλευσε τόν ἅδη. Καί τοῖς ἐν τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.
Τό κενό μνημεῖο ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός ἀληθινός, Θεός ἰσχυρός, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Τό κενό μνημεῖο φωνάζει καί λέει, ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι μοναδική καί ἀληθινή. Ὅσο καί ἄν μᾶς φαίνεται παράξενο σ᾿ αὐτόν τόν ἄδειο τάφο στηρίζεται ἡ πίστη μας. Αὐτός ὁ ἄδειος τάφος εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ καί τό δικό μας καύχημα.
Ἀγαπητοί μου,
Μαζί μέ τούς δύο ἁγίους ἄνδρες, Ἰωσήφ καί Νικόδημο, μαζί μέ τίς ἅγιες Μυροφόρες γυναῖκες νά πλησιάσουμε τό ζωηφόρο μνῆμα, τόν Παγάγιο Τάφο ἀνακατεύοντας δάκρυα καί ἀρώματα. Δάκρυα μετανοίας καί τό ἄρωμα τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν, τῆς κατά Θεόν ζωῆς, μέ τήν θερμή παράκληση, ὁ ἀναστάς ἐκ νεκρῶν νά ἀναστήσει κι᾿ἐμᾶς. Κάθε χρόνο γιορτάζουμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κάποτε νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου νά γιορτάσουμε καί νά πανηγυρίσουμε καί τήν δική μας ἀνάσταση. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.