Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στεφάνωσα ένα
ζευγάρι. Πολύ ωραίο ζευγάρι, ήταν νέοι με εξαιρετική μόρφωση. Αυτός σπούδασε
στη Φιλοσοφική, αν θυμάμαι καλά, ή στη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστήμιου
Μόσχας και γενικώς ήταν πολύ ευχάριστος και πολύ ωραίος άνθρωπος. Και εκείνη
ήταν πολύ ωραία, πολύ μορφωμένη γυναίκα. Ταίριαζαν πολύ. Αυτοί παντρεύτηκαν και
στεφανώθηκαν. Εκείνη την περίοδο είχαν κάνει ήδη τέσσερα παιδιά. Όλα ήταν πολύ
καλά, αλλά αυτός είχε ένα καταπληκτικό επάγγελμα. Εργαζόταν σε μια τεράστια
επιχείρηση και οι αρμοδιότητές του ήταν να υποδέχεται τους επισκέπτες. Έπρεπε
να τους υποδέχεται, να ξεκινάει μια χαλαρή συζήτηση, να πίνει κάτι μαζί τους
και με αυτόν τον τρόπο να τους «προετοιμάζει» για τις διαπραγματεύσεις. Από όσο
καταλαβαίνω, διαχειριζόταν υψηλό προϋπολογισμό για αυτές τις δραστηριότητες.
Οπότε, αυτός έπινε κάθε μέρα και κάθε μέρα επέστρεφε στο σπίτι του μεθυσμένος.
Καμιά φορά τον έφερναν κιόλας, επειδή δεν ήταν σε θέση να περπατήσει.
Δέκα χρόνια μετά, μπορούμε να φανταστούμε τι απέγινε.
Κάποια στιγμή, έρχεται σε μένα και μου λέει: «Παππούλη, θέλω να χωρίσω». Τον
ρωτάω: «Τι έγινε; Έχεις συναντήσει άλλη γυναίκα;». Μου απαντάει: «Όχι. Αλλά η
γυναίκα μου είναι αυτή που έχει κάποιον άλλον». Του λέω: «Πώς το ξέρεις;». Μου
απαντάει: «Πώς δεν ξέρω; Είναι αδιάφορη προς εμένα». Τον διακόπτω: «Τι σημαίνει
αδιάφορη; Από πού έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;». Και μου λέει: «Κάθε μέρα πίνω.
Έπαψα ο ίδιος να αρέσω στον εαυτό μου. Κοιτάξτε τι ήμουν και τι απέγινα. Και η
γυναίκα μου είναι αδιάφορη. Ούτε λέξη κατηγορίας, ούτε αξιώσεις, τίποτα
απολύτως».
Σκέφτηκα ότι το επιχείρημά του ήταν σοβαρό και του
πρότεινα να καλέσουμε την άλλη πλευρά και να μάθουμε τι έχει να μας πει. Την
καλέσαμε και της λέω: «Κοίτα, εδώ ο λαός απαιτεί σπασμένα πιάτα και οργισμένη
αντίδραση. Πού είναι όλα αυτά;». Μου απαντάει: «Παππούλη, τον αγαπώ. Τον αγαπώ
μέχρι τρέλας. Αυτός, όταν έρχεται σπίτι μεθυσμένος, νιώθω τόσο οργισμένη που θα
τον σκότωνα. Αλλά τι να του πω; Αφού είναι μεθυσμένος. Δεν έχει νόημα. Το πρωί,
όμως, όταν ξυπνάει, τον λυπάμαι τόσο πολύ που δεν μπορώ να του πω τίποτα». Ο
σύζυγός της καθόταν σιωπηλός, τα άκουγε αυτά και μετά λέει: «Δεν μπορεί. Δε
γίνεται. Είναι απίστευτο!». Σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Σκέφτηκα μέσα μου: «Να, τα κατάφερες. Αντί να ενώσεις την οικογένεια, την
κατέστρεψες κιόλας». Είναι ενδιαφέρον ότι αμέσως μετά τη συνάντησή μας αυτός
παραιτήθηκε από τη δουλειά του, του πήρε ένα μήνα για να τακτοποιήσει τις
προβλεπόμενες διαδικασίες. Εκείνη η μικρή φράση της γυναίκας τον εντυπωσίασε
τόσο πολύ που φαίνεται ότι ξαφνικά αντιλήφθηκε τα βάσανά της, τα ζόρια που
τραβούσε όλα αυτά τα δέκα χρόνια. Και ίσως, αν δεν είχε έρθει να με δει, όλο
αυτό θα συνεχιζόταν. Είχε πάψει να αρέσει ο ίδιος στον εαυτό του και αυτό το
πρόβαλε πάνω στην καταπληκτική γυναίκα του.
Αυτή η κατάσταση του ανθρώπου, που όταν εκπλήσσεται από
την αγάπη του άλλου, ξαφνικά αλλάζει τον τρόπο ζωής του, συνιστά, βεβαίως, μια
διαδικασία για τη βαθιά αναγέννηση του ανθρώπου εντός του. Μάλλον, αυτή είναι η
αναγέννηση, για την οποία μιλάει ο Κύριος. Και τέτοιες περιπτώσεις, όπου η
αγάπη, που εκδηλώνεται με την υπομονή, την έγνοια, υπάρχουν στην πραγματικότητα
πολλές. Όταν ο άνθρωπος εκθαμβώνεται από την αγάπη, αλλάζει.
Θέλω να σας διηγηθώ μια άλλη ανάλογη ιστορία. Αυτή δεν
έγινε με δικούς μου ενορίτες, μου την έχουν διηγηθεί άλλοι. Όμως, δεν είναι
λιγότερο σημαντική και διδακτική για όλους μας. Έχει κάτι παρόμοιο από την
προηγούμενη ιστορία. Ένας άντρας, προϊστάμενος σε μια επιχείρηση με σχετικά
υψηλό μισθό, συνήθιζε κάθε Παρασκευή, μετά τη δουλειά, με τους φίλους του να
γιορτάζουν το Σαββατοκύριακο που έρχεται. Μια Παρασκευή άργησαν πολύ. Τόσο πολύ
που τους υποδείχθηκε να φύγουν από το καφέ που κάθονταν. Ήταν μια ή δύο η ώρα
τη νύχτα. Αλλά αυτοί είχαν πάρει φόρα, ήθελαν να πιουν και άλλο. Μάλλον, έξω
δεν είχε καλό καιρό, δεν μπορούσαν να καθίσουν κάπου σε παγκάκι, ή ίσως δεν
ήταν και του κύρους τους κάτι τέτοιο. Οπότε, ένας από αυτούς λέει: «Ελάτε σπίτι
μου». Οι άλλοι του λένε: «Τι λες τώρα, μια η ώρα τη νύχτα! Έχεις γυναίκα,
παιδιά…». Αυτός συνεχίζει: «Θα δείτε πως η γυναίκα μου θα μας στρώσει και ωραίο
τραπέζι. Έχω μια γυναίκα διαμάντι». Πάνε σπίτι του λοιπόν. Αυτός δεν ανοίγει
την πόρτα με κλειδί, αλλά χτυπάει το κουδούνι, νύχτα που είναι. Η γυναίκα του
με μπουρνούζι, όπως ήταν, ανοίγει την πόρτα και αυτός της λέει: «Εγώ με τους
φίλους μου θέλουμε να συνεχίσουμε το γλέντι μας». Αυτή τους λέει: «Ελάτε μέσα.
Πλύνετε τα χέρια σας». Τους στρώνει το τραπέζι, ετοιμάζει μεζεδάκια, ανοίγει κάτι
κονσέρβες, κόβει σαλάμι, ό,τι είχε, τέλος πάντων. Έβαλε πιάτα, πιρούνια, τα
πάντα. Έβαλαν στα ποτήρια βότκα που είχαν φέρει μαζί τους. Και αυτοί της λένε
(ας πούμε την λέγανε Λαρίσα): «Λαρίσα, τι χρυσή γυναίκα που είσαι! Η δική μου
γυναίκα θα με είχε σκοτώσει, θα είχε φωνάξει αστυνομία, θα μας είχε διώξει
όλους σε μια ανάλογη περίσταση. Δε βρίσκω λόγια για να περιγράψω τι χρυσός
άνθρωπος που είσαι. Ας πιούμε στην υγειά σου». Ήπιαν. Έβαλαν δεύτερη σειρά στα
ποτήρια τους. Συνεχίζουν την κουβέντα. Μετά από πολλούς επαίνους προς τη
γυναίκα, της λένε: «Πες μας ειλικρινά. Σε χτυπάει; Σε ταλαιπωρεί; Πες μας,
εμείς για σένα θα κάνουμε τα πάντα. Θα μετακινήσουμε βουνά, αν χρειαστεί». Και
αυτή τους λέει: «Όχι, δε με χτυπάει. Τον αγαπώ πολύ. Είμαι πιστή και έχω ελπίδα
σωτηρίας. Αυτός, όμως, δεν είναι πιστός. Δεν έχει καμία ελπίδα σωτηρίας. Αλλά
τον αγαπώ τόσο πολύ που θα κάνω τα πάντα για αυτόν, ώστε σε αυτήν την πρόσκαιρη
ζωή να περνάει καλά». Σύμφωνα με τη διήγηση, οι φιλοξενούμενοι, μετά από αυτό,
αναχώρησαν αμέσως. Και ο άντρας έμεινε κόκαλο εκεί που καθόταν. Μάλλον, του
είχε περάσει η μέθη κιόλας. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι μετά από αυτό το συμβάν
εκείνος έκοψε το μεθύσι. Και ακόμα κάποιο διάστημα μετά από αυτό, ζήτησε να
στεφανωθούν. Και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στην προηγούμενη, είχε
μεσολαβήσει πολύς χρόνος μέχρι να σημειωθεί αυτή η εξέλιξη.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτή η αγάπη, προσέξτε,
που μπορούμε να την πούμε μάλιστα κρυφή αγάπη, όμως χριστιανική, είναι
ιδιαίτερη αγάπη. Είναι η αγάπη που κάνει θαύματα. Εύχομαι και σε μας να έχουμε
όχι την παθιασμένη, την έντονη, την κινηματογραφική αγάπη, αλλά ακριβώς την
αγάπη που κάνει θαύματα. Αυτή είναι η αγάπη του Χριστού που συντελείται
σιωπηλά, που δίνει το δικαίωμα της επιλογής, που δε διδάσκει. Είναι η αγάπη που
ελεεί και αποδέχεται τον άλλον άνθρωπο.
*Ο Πρωτοπρεσβύτερος Ίγκορ Φομίν είναι εφημέριος του Ιερού
Ναού Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας.
Πρωτοπρεσβύτερος Ίγκορ Φομίν
Απομαγνητοφώνηση βίντεο, διασκευή και μετάφραση:
Αναστασία Νταβίντοβα
foma.ru
9/1/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.