Ἀκόμα
καὶ ἂν προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ θέλουμε, ἡ κουβέντα αὐτὴ μᾶς ἐλευθερώνει. Λένε οἱ Πατέρες ὅτι ὑπάρχουν
τριῶν εἰδῶν καταστάσεις ἐν προκειμένῳ:
1) Ἡ πρώτη εἶναι τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά μου». Αὐτὸ
ἔχει δυσκολία καὶ πειρασμό. Παρεμπιπτόντως, ὅλοι αὐτὸ κυρίως κάνουμε. Σκουντᾶμε τὸν Θεό, σκουντιόμαστε καὶ μεταξύ μας, ταλαιπωρούμαστε, γιὰ νὰ γίνει τὸ δικό μας θέλημα:
νὰ γίνω ὅπως θέλω ἐγώ, νὰ γίνει καὶ ὁ ἄλλος ὅπως φαντάζομαι, ὅπως τὸ περιβάλλον θὰ ζήλευε, νὰ τοὺς εἶμαι ἀπαραίτητος. Νὰ γίνουν ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὲ χρειάζονται, νὰ μὲ
φθονοῦν δηλαδή. Νομίζουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἔτσι θὰ
ἀποκτήσουν τὴν ἀγάπη τῶν ἄλλων. Καλοῦμε τὸν Θεό, λοιπόν,
νὰ ὑπηρετήσει τὸ θέλημά μας. Μερικὲς φορὲς τὸ κάνει, διότι
πρέπει νὰ καταλάβουμε πόσο μάταιο εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε
καὶ πόσο λίγο. Ὅπως ἀκριβῶς στὴν ἀρχὴ δίνεις σ' ἕνα παιδὶ
κάτι ποὺ θέλει, ἀλλὰ στὴν συνέχεια τὸ παιδαγωγεῖς, γιατὶ
πρέπει νὰ καταλάβει. Πρέπει ν' ἀρχίσω καὶ καταλαβαίνω
πόσο ἄσχημο εἶναι αὐτὸ καὶ πόσο πόνο καὶ πειρασμὸ ἐνέχει. Γίνομαι λοιπὸν ὑπουργὸς καὶ ἀποτυγχάνω. Ἦταν θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ γίνω; Γίνομαι ἐπίσκοπος καὶ ἀποτυγχάνω.
Ηταν θέλημα τοῦ Θεοῦ; Γίνομαι πλούσιος καὶ χάνω τὸ σπίτι
μου, τὴν οἰκογένειά μου. «Γενηθήτω τὸ θέλημά μου» εἶναι
σὰν νὰ παίρνω τὴν ζωὴ στὰ χέρια μου ἐγὼ ὁ ἴδιος. Μετά,
ὅπως ἔχω καὶ τὴν εὐθύνη τῶν λαθῶν μου, θὰ γίνουν σίγουρα
μεγάλα λάθη. Ἡ πνευματική μου γνώση εἶναι περιορισμένη.
2) Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά μου, ἂν εἶναι θέλημά Σου». Ἀφοῦ πάθω ὅ,τι ἔπαθα, παρακαλῶ, μόνο
ἂν εἶναι θέλημά Σου, νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ ζητῶ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Θεὸς δρᾶ πότε ἔτσι πότε ἀλλιῶς. Μερικὲς
φορὲς τὸ δίνει αὐτὸ ποὺ θέλω, ἐπειδὴ τὸ ζητάω εὐγενικά,
ἀλλὰ μὲ ἀφήνει νὰ καταλάβω ὅτι δὲν τὸ χρειαζόμουν. Μᾶς
ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος κάποτε: «Ἔκανα δύο χρόνια προσευχὴ νὰ μοῦ δώσει ὁ Θεὸς ἕνα χάρισμα καὶ μετὰ ἄλλα δύο χρόνια
γιὰ νὰ μοῦ τὸ πάρει». Ὅταν τὸ ζήτησε, ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴν
τὸν λυπήσει, τελικὰ τοῦ τὸ ἔδωσε, μετὰ ὅμως αὐτὸς εἶδε
ὅτι βλαπτόταν. Καὶ ζήτησε νὰ τοῦ τὸ πάρει ὁ Θεὸς πίσω.
Ἑπομένως καὶ αὐτὸς ὁ δρόμος μπορεῖ νὰ εἶναι δύσκολος.
Ἂν ζορίσω τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει ὅ,τι θέλω, θὰ τὸ κάνει,
ἀλλὰ μπορεῖ καὶ πάλι νὰ ταλαιπωρηθῶ. Καὶ ἀναρωτιόμαστε
γιατί. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄσωτος υἱός: «Δός μοι τό ἐπιβάλλον
μέρος τῆς οὐσίας ».
Δὲν τὸ ἀρνεῖται ὁ Πατέρας. Στὴν συνέχεια ἐπῆλθε ἡ καταστροφή.
3) Φτάνουμε, τέλος, στὸν ἀσφαλὴ λιμένα ποὺ λέγεται
«γενηθήτω τὸ θέλημά σου». Αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο, γιατὶ
ὑπάρχει μέσα μας ναρκισσισμὸς καὶ φιλαυτία. Φόβος και καταλαμβάνει τὸν ἄνθρωπο. Δὲν γνωρίζουμε τὸν Θεὸ οὔτε τὴν
ἀγάπη Του. Δὲν γνωρίζουμε τὴν πρόνοιά Του. Τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου» ἔχει λοιπόν, καταρχήν, φόβο. Εἶναι
ἕνα βῆμα ὅμως πού, ἂν πραγματοποιηθεῖ, γινόμαστε ἐλεύθεροι καὶ ὁπουδήποτε βρεθοῦμε βρισκόμαστε κατὰ βάθος
ἐκεῖ ὅπου θέλουμε —ἐπειδὴ ὁ Θεός, στὴν πραγματικότητα,
δίνει στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἐν ἀγάπῃ προορίσει
καὶ δὲν τὸν ταλαιπωρεῖ, ἀναλαμβάνοντας ἐπιπλέον καὶ τὴν
τελικὰ αἴσια ἔκβαση τῶν πειρασμῶν οἱ ὁποῖοι ἀπαραιτήτως
θὰ ἐνσκήψουν. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε εὔκολα ὅμως.
Γι' αὐτὸ εἴμαστε ὅλοι στὸ μεταίχμιο. «Γενηθήτω τὸ θέλημά
σου, ἀλλὰ καὶ λίγο τὸ θέλημά μου». Ἂν πεῖ γενηθήτω τὸ
θέλημά σου ὁ ἄνθρωπος, λύνονται ὅλα του τὰ προβλήματα
ὑπαρξιακά.
Βοηθᾶ πολὺ ἡ ὕπαρξη ἑνὸς πνευματικοῦ. Ὄχι γιὰ νὰ κοπεῖ τὸ θέλημά μου (γιατὶ δὲν πρέπει νὰ κοπεῖ), ἀλλὰ γιὰ νὰ
παιδαγωγηθεῖ. Νὰ θέλω, ἀλλὰ ὄχι φίλαυτα, νὰ θέλω βάζοντας καὶ τοὺς ἄλλους μέσα. Ποιούς ἄλλους; Τὸν Γέροντα, τὸν
Θεὸ δηλαδή, καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Κάνω αὐτὸ
τὸ ἄνοιγμα γιὰ νὰ μπορέσω νὰ μάθω νὰ θέλω σωστά - ὄχι νὰ
μὴν θέλω καθόλου. Σ᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν προοπτικὴ λέγω τὸ
«γενηθήτω τὸ θέλημά σου», καί, στὸν βαθμὸ ποὺ τὸ ἐννοῦ,
τελειώνουν τὰ προβλήματα. Ἀγωνιζόμαστε νὰ τὸ ποῦμε καὶ
δὲν μποροῦμε. Καὶ ἡ ζωὴ αὐτὴ μᾶς δόθηκε, πιθανόν, γιὰ
νὰ τὸ ποῦμε κάποια στιγμή. Είναι μερικοὶ ἄνθρωποι ποὺ
φτάνουν σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, νὰ ποῦν «γενηθήτω τὸ θέλημά
σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». Δὲν εἶναι μοιρολατρία.
Εἶναι πολὺ ἐνεργητική κατάσταση. Ἂν ἦταν μοιρολατρία, θὰ
τὸ κάναμε εὔκολα. Είναι δύσκολο, διότι αὐτὴ ἡ κατάσταση
ἔχει πολλὴ προσωπικὴ ἐνεργητικότητα καὶ ἐλευθερία. Πρέ-
πει νὰ κάνουμε ἀσκήσεις πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Ὅλη τὴν Σαρακοστὴ κάνουμε νηστεία, γιὰ παράδειγ-
μα. Γιατί κάνουμε νηστεία; Ἡ αἰτία ποὺ κάνουμε τὴν νηστεία εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ προσπάθεια τοῦ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου». «Οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Ὁ
ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μόνο μὲ ψωμί. Ζεῖ καὶ χωρὶς ψωμί. Πῶς;
Μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνεται μάρτυρας τοῦ Θεοῦ
κανείς. Μάρτυρας εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐναποθέτει τὴν ζωή του
στὸ νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ
ονόματός Του. Θὰ ἔλεγαν ἴσως οἱ μάρτυρες στὸν δήμιό τους:
«Ἐγὼ ἀγαπῶ καὶ ὁμολογῶ τὸν Θεὸ ὡς μοναδικὴ αἰτία καὶ
σκοπὸ τοῦ εἶναι μου, καὶ προτιμῶ νὰ χάσω καὶ τὴν ζωή μου
ακόμη, παρὰ νὰ χάσω Αὐτόν». Νὰ δοξαστεῖ ἀμέσως, λοιπόν,
τὸ ὄνομά Του. Γι' αὐτὸ καὶ βλέπετε ὅτι οἱ μάρτυρες είναι
ἀμέσως ἅγιοι. Δὲν ἀνακηρύσσουμε ποτὲ ἅγιο ἕναν μάρτυρα.
ἐκκλησίες στὸ ὄνομά τους. Γιατί; Γιατὶ ὁ μάρτυρας εἶναι ὁ
Ἀμέσως τὴν ἑπόμενη μέρα δοξάζονται ὡς ἅγιοι .Δὲν ἔγινε ἅγιος ἐπειδὴ μαρτύρησε, ἀλλὰ
μαρτύρησε ἐπειδὴ ἦταν ἅγιος. Ἦταν ἐκ τῶν προτέρων ἅγιος,
Τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου ὅλοι μας ἐδῶ θὰ δραπετεύαμε. Ἂν
εἶσαι ἅγιος ἀπὸ πρίν, δὲν μπορεῖς νὰ δώσεις αὐτὸ ποὺ ἔχεις,
τὸν Θεὸ τὸν ἴδιο δηλαδή, ὅ,τι καὶ ἄν σοῦ προσφέρουν. Βλέπουμε στὰ μαρτυρολόγια νὰ ἐξασκοῦν τὴν φαντασία τους
οἱ βασανιστές, καὶ οἱ μάρτυρες νὰ στέκονται ἀκούνητοι καὶ
ἀσάλευτοι. Τί φοβερὸ πράγμα εἶχαν δεῖ γιὰ νὰ στέκονται
ἔτσι; Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ ἀπὸ μόνος του νὰ ἀντέξει
δώδεκα ώρες ψήσιμο σ' ἕνα τηγάνι!
Ἡ ἱστορία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.