Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Χιοῦμορ μέχρι νεωτέρας...



Χιοῦμορ μέχρι νεωτέρας...
Ὁ λόγος περὶ ἑνὸς συγχρόνου χριστιανοῦ ἀγωνιστῇ, ἐν ζωῇ, ποὺ ἔχει λειώσει σόλες καὶ σόλες γιὰ νὰ περπατεῖ στὰ ρουμάνια καὶ στὰ βοσκοτόπια, προκειμένου νὰ γυρνᾶ
τὶς ἐκκλησίες γιὰ νὰ ψάλει ἢ νὰ ἀκούσει κήρυγμα καὶ λόγο
Θεοῦ στὴν ἐπαρχία ὅπου ζεῖ. Σχετικὰ ψηλὸς καὶ μεσόκοπος, ἀνύπανδρος ἀκόμη, μελαχρινὸς μὲ ἀσπρίζοντες ἤδη
κροτάφους. Μὰ εἶναι καὶ φιλαγιορείτης τὰ μάλα, ἀφοῦ
πιὸ πολὺ τὸν βλέπει ὁ Ἄθωνας παρὰ τὸ σπιτικό του καὶ
ἡ καλή του μητέρα, ἡ κυρα-Φανή.
- Ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ βγάζεις χαρτιὰ καὶ πασαπόρτια
γιὰ νὰ πᾶς στὸ Ἁγιονόρος, ἀλλὰ νὰ τὰ βγάζεις γιὰ νὰ
βγαίνεις, τοῦ λέει ἐνίοτε. Μέχρι καὶ οἱ γλάροι σὲ γνωρίζουν τώρα πιὰ στὸ Ὄρος. Ἀλλὰ ἂς εἶναι, χαλάλι γιὰ τὴν
ἀγάπη τῆς Παναγίας μας.
Ὅταν μάλιστα τὸν συναντᾶ ὁ παππα-Χρύσανθος στὴν
κατωφέρεια τοῦ Ἄθωνος, τὸν ρωτᾶ:
- Τώρα ἦρθες στὸ Ὄρος ἢ εἶσαι ἀκόμη ἀπὸ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ σὲ εἶδα;
Ἀλλὰ καὶ στὸ κρεοπωλεῖο ποὺ κρατεῖ ὁ ἀδελφός του, ὅσες φορὲς πηγαίνει γιὰ νὰ βοηθήσει, σὰν εἶναι στὸ ταμεῖο,
τοῦ ξεφεύγει πολλὲς φορὲς καὶ μιλᾶ τῶν πελατῶν Ἁγιορείτικα. «Καλημέρα», τοῦ λένε οἱ πελάτισσες· «εὐλόγησον», τοὺς ἀπαντάει αὐτός.
Θέλει νὰ γίνει προσέτι καὶ ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου καὶ
γι᾿ αὐτὸ δὲν θέλει νὰ πάρει ἁμάξι καὶ νὰ ὁδηγεῖ, μήπως
καὶ κατὰ πειρασμὸν σκοτώσει κανέναν ἄνθρωπο καὶ ἔτσι
στερηθεῖ τῆς Ἱεροσύνης. Πρὸς τὸ παρόν, βρίσκεται στὴν
ἀναζήτηση πρεσβυτέρας. Μὲ τόσα, ὅμως, χιλιόμετρα ποὺ
κάνει καθημερινά -μέχρι καὶ τριάντα τὴν ἡμέρα- ὑπάρχει βεβαία ἐλπὶς πὼς θὰ τήνε βρεῖ.
Κάποτε θέλησε νὰ πάει νὰ ψάλει σὲ ἕνα μοναστήρι
τῆς περιφερείας του, ὅπου θὰ τελεῖτο ἱερὰ ἀγρυπνία
μετ᾽ ἀρτοκλασίας καὶ θείου κηρύγματος. Πῆρε, λοιπόν,
τὰ χρειαζούμενα μουσικὰ βιβλία του σὲ ἕνα δισάκι καὶ ἔκοψε μέσα ἀπὸ τὰ μονοπάτια μὲ τὰ πόδια. Ἔπειτα ἀπὸ
δύο ὧρες μέσα στὸ πηχτὸ σκοτάδι ἔφτασε στὴν τερπνὴν μονήν, ὅπου καὶ μὲ χαρὰ καὶ παιδικὸ ἐνθουσιασμὸ ἔψαλε
στὴν Παναγία μας τοὺς ὡραιότερους ὕμνους. Χαρήκανε
καὶ οἱ μαῦρες οἱ καλόγριες ποὺ εἶδαν μετὰ ἀπὸ τόσον καιρὸ μία σωστή, τῆς προκοπῆς, ὁλονυκτίαν, σὰν ἁγιονο-
ρείτικη, μὲ δόξες καὶ τιμὲς ποὺ ἁρμόζουν στὴν πανήγυρη.
Μάλιστα, τὸν φιλοδωρήσανε διάφορα καλούδια καὶ φεύγοντας δὲν ἀλησμόνησε νὰ ἀγοράσει γιὰ νὰ τὶς ἐνισχύσει
δύο κιλὰ λιβάνι ἀπὸ τὴν μικρὴ καὶ ταπεινή τους ἔκθεση.
Λιβάνι καλό, χειροποίητο, φτιαγμένο μὲ προσευχὴ καὶ
εὐωδέστατο, λεπτοκομμένο, μὲ πλούσια λιβανόσκονη. Ὄχι
κακομοιριές..., μπερεκέτια πράγματα.
Τοῦ εὐχηθήκανε καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ τὸν καλέσανε νὰ ἀνέβει στὴν καρότσα τοῦ ἀγροτικοῦ τῆς μονῆς γιὰ νὰ τόνε πᾶνε
στὸ σπίτι του, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε εὐγενικὰ λέγοντάς τους:
- Τό 'χω τάξιμο τέτοια ἡμέρα νὰ πηγαίνω καὶ νά 'ρχομαι μὲ τὰ πόδια στὸ ἱερὸ μοναστήρι.
Ἔφυγε, λοιπόν, μέσα στὸ βαθυσκόταδο, λίγο πρὶν οἱ
πρῶτες ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου βάψουν τὸν ὁρίζοντα, τότε ποὺ
τὸ σκοτάδι εἶναι ἀκόμη πιὸ πηχτό, πρὶν τὴν ἀνατολή. Καὶ
ὕστερα ἀπὸ ἕνα μισάωρο σχεδὸν τὸν ἔφερε ὁ δρόμος του
δίπλα ἤ, μᾶλλον, μέσα ἀπὸ τὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ. Τὰ
λιγοστὰ πενιχρὰ καὶ μισαναμμένα καντηλάκια τῶν ἀποθαμένων, ποὺ τρεμόπαιζαν ἀπὸ τὸν βοριᾶ, φάνταζαν σὰν πυγολαμπίδες μέσα στὸν ἀγρό, μὰ ἀτάραχος ἐκεῖνος καὶ γλυκαμένος ἀπὸ τὴν ἅγια ἀγρυπνία οὔτε ποὺ κατάλαβε τρόμο.
Περπατοῦσε ἀνάμεσα στὰ μνημεῖα καὶ ἀναφωνοῦσε
κάποτε, σὰν ὁ ξαποδὸς τοῦ ἔστελνε λογισμοὺς γιὰ νὰ
τὸν φοβίζει:
- Μωρέ, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, δὲν φοβήθηκα τὴν ζωή.
Καὶ θὰ σκιαχτῶ τώρα τὸν θάνατο; Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ
μακαρίτης ὁ μπάρμπας μου, ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς εἶναι
ποὺ κινδυνεύεις παρὰ ἀπὸ τοὺς ἀποθαμένους.
Ὅπερ καὶ ἐγένετο... Ἀφοῦ μόλις ἐξῆλθε τοῦ νεκροτα-
φείου τόνε περίμενε ἕνα ἀστυνομικὸ ὄχημα μὲ τὰ φῶτα
ἀναμμένα, λὲς καὶ εἴχανε δώσει ραντεβού.
- Ἔεε... σύ, τί κάνεις αὐτοῦ; τὸν ρωτᾶ ἕνας ἐπαρχιώτης
ἀστυφύλακας.
- Περπατῶ...
- Πῶς;
- Μὲ τὰ πόδια...
- Ἄσε τὶς ἐξυπνάδες, ρέ. Τί κάνεις τέτοια ὥρα ἐδῶ
καὶ τί κουβαλᾶς;
Δὲν πρόφτασε νὰ τοὺς ἀπαντήσει καὶ ἄλλοι δυὸ τζανταρμάδες τὸν περικύκλωσαν, βάζοντάς του γρήγορα τὶς
χειροπέδες καὶ παίρνοντάς του ἀπὸ τὰ χέρια τὸ δισάκι
μὲ τὰ πράγματα.
- Χμμμ... ναρκέμπορος, τὸ λοιπόν, ἔεε...;
- Ὄχι, κύριε ἀστυνόμε, ἐγώ…..
- Βρέ, ἄσε τὰ λόγια καὶ μπὲς μέσα!
Τὸν βάλανε τὸν κακόμοιρο στὸ πίσω κάθισμα, ἐπα-
ναλαμβάνοντάς του τὴν γνωστὴ ἀμερικάνικη ἀτάκα ποὺ
δείχνουν συχνὰ στὶς βραδινὲς ταινίες τοῦ Star: «Ἔχεις
δικαίωμα νὰ μὴν μιλήσεις· ὅ,τι πεῖς θὰ χρησιμοποιηθεῖ
ἐναντίον σου.» Ὀκέι καὶ ἀντιλαβοῦ;
Κατάλαβε πὼς εἶναι πειρασμὸς τοῦ κατσικοπόδαρου
ἐπειδὴ πῆγε καὶ ἐξυπηρέτησε τὸ μοναστηράκι στὴν πανήγύρη τῆς Παναγίας, ἀφοῦ ὁ ἐξαποδὸς πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ
τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ μισεῖ τὴν Παναγία, ποὺ τοῦ χάλασε
ὅλη τὴν δουλειά.
Σὲ ὅλη την διαδρομὴ μονολογοῦσε -ἐνίοτε καὶ φωναχτά-
τὴν εὐχή, μὰ οἱ ἀστυφύλακες τοῦ λέγανε περιπαικτικά:
- Φουκαρᾶ μου, τώρα δὲν σὲ γλυτώνουν οὔτε οἱ εὐχές.
οὔτε οἱ παππάδες.
Γιὰ νὰ μὴν τὰ πολυλογοῦμε, ἔφτασε στὸ Τμῆμα καὶ ἐκεῖ
ξεκάθαρα τοὺς εἶπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν πᾶσαν καὶ αὐτονό-
ητον ἀλήθεια περὶ τῆς ἀγρυπνίας καὶ πὼς μέσα στὸ κουτὶ
μὲ τὴν ἄσπρη σκόνη κουβαλᾶ τὸ λιβάνι ποὺ ἀγόρασε.
- Βρὲ ἄσ᾿ τα αὐτά, σὲ τὰ μᾶς; Μασάει ἡ κατσίκα
ταραμᾶ; Λέγε ὅ,τι κατεβάσει ἡ κούτρα σου. Ἅμα δὲν ἔρθει
ἐδῶ ἡ Δίωξη Ναρκωτικῶν καὶ ὁ ἁρμόδιος Εἰσαγγελέας,
δὲν πιστεύουμε τίποτες.
Στὸ μεταξύ, καλέσαν χαράματα καὶ τὸν δεσπότη τῆς
Ἐπαρχίας, ὁ ὁποῖος ἀγουροξυπνημένος καὶ ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ πάει νὰ λειτουργήσει σὲ ἕναν πανηγυρίζοντα ναό.
ἦρθε φορῶντας γρήγορα τὸ φαρδυμάνικο ἐξώρασό του καὶ μετὰ πρωτοφανοῦς ἐκπλήξεως καὶ δέους, βλέποντας
τὸν Ψαλτοδημήτρη μὲ τὶς χειροπέδες, τοῦ λέει:
μου,
Κρῖμα, βρὲ Μῆτσο, καὶ σὲ εἶχα γιὰ καλὸν ἄνθρωπο.
Εἶσαι καὶ ψάλτης καὶ πουλᾶς ναρκωτικά; Τί νὰ πῶ, τέκνον
δὲν τὸ περίμενα αὐτὸ ἀπὸ ἐσένα. Ἔχασα πᾶσαν ἰδέαν.
Δέσποτα ἅγιε, τὰ σιγανὰ ποταμάκια νὰ φοβᾶσαι.
Καλὸς θεοῦσος τοῦ λόγου του. Ἀλλὰ ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τὸν κλέφτη, μὰ ἀγαπᾶ καὶ τὸν νοικοκύρη..., τὸν διαβεβαίωσε
μετὰ ἱκανοποιητικῆς σιγουράδας ἕνας γραφιᾶς ἀστυνόμος
ποὺ καθότανε σταυροπόδι στὸ γραφεῖο.
-
Ὁμοίως καὶ οἱ «συσταυρωμένοι» αὐτῷ συλληφθέντες
ἐν τῷ κρατητηρίῳ τοῦ ἔλεγαν.
- Φτού σου νὰ μὴ βασκαθεῖς, βρέ, κάνεις καὶ τὸν
ψάλτη... Δὲν δίνεις καὶ σὲ μᾶς λίγο ἀπὸ τὸ λιβάνι σου νὰ
κάνουμε κεφάλι;
Ἐν τῷ μεταξὺ καὶ πρὶν ἔρθει ἡ Δίωξη ἕνας ὑπηρεσιακὸς
ἀξιωματικὸς πῆρε καὶ ἔψαχνε τὸ δισάκι μὲ τὰ ὑπόλοιπα
πράγματα καθὼς καὶ τὰ μουσικὰ βιβλία μὲ τὰ σημεῖα
στίξεως τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς, ποὺ μοιάζουν μὲ τὴν
ἀραβικὴ γραφή.
- Μωρέ, τί βιβλία εἶναι αὐτά; Σὰν ἀράπικα μοιάζουνε.
Λὲς νὰ εἶναι ὁ ψάλτης καὶ τζιχαντιστῆς;
Κοιτοῦσε καὶ ξανακοιτοῦσε μετὰ ἀφράστου καὶ ἡδο-
νικῆς περιεργείας, ὥσπου βλέπει μαζὶ καὶ τὴν ἀπόδειξη
χειρὸς ποὺ τοῦ εἴχανε δώσει οἱ καλόγριες γιὰ τὰ λιβάνια.
Οἱ ὀφθαλμοί του γουρλώσανε μέσα ἀπὸ τὰ μεγάλα,
ματομπούκαλα γυαλάκια του καὶ ξύνοντας τὸ κεφάλι του
μονολογοῦσε μὲ ἀπορία: «Ἀπόδειξη; Τί ἀπόδειξη; Πρώτη
φορὰ βλέπω ναρκωτικὰ μὲ ἀπόδειξη!»
Ἀφοῦ ξημέρωσε γιὰ τὰ καλὰ καὶ μετὰ τὸν ἀπαραίτητο
ἑωθινὸ φρέντο καφὲ τῆς κυρίας Εἰσαγγελέως, ποὺ μαζὶ
μὲ τοὺς ὑπευθύνους τῆς Δίωξης τῆς παραπλησίου πόλεως,
ἀφοῦ κάνανε μία στάση στὸ φοῦρνο της γειτονιᾶς γιὰ νὰ
προμηθευτοῦν λίγα κουλουράκια γιὰ τὴν προσεχῆ δύσκολη
ἀνάκριση, κατέφθασαν στὸ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων, ἠκολουθήθη ἡ ἐνδεδειγμένη διαδικασία: ἡ
κυρία εἰσαγγελέας καὶ οἱ ἀξιωματικοὶ κοιτάξανε καχύποπτα μὲ τὸ ἄσπρο τοῦ ματιοῦ τους τὸν καημένο τὸν Ψαλτοδημήτρη, ἀνοίξανε τὸ ἐπίμαχο κουτὶ μὲ τὴν ὕποπτη ἄσπρη
σκόνη καὶ διαπιστώσανε πολὺ ἁπλὰ πὼς ἤτανε λιβάνι. Καὶ μάλιστα καλό, ἀφρᾶτο καὶ λεπτοκομμένο σὰν ἁγιορείτικο.
Νὰ φχαριστᾶς τοὺς ἁγίους ποὺ σὲ γλυτώσανε, κακομοίρη μου, ἀλλιῶς θὰ γερνοῦσες στὴν φυλακή..., τοῦ εἶπε
ὕστερα ἀπὸ λίγο ὁ κλειδοκράτωρ τοῦ κρατητηρίου.

Ὁ Ψαλτοδημήτρης τόσες ὧρες σὰν τὸν ἀμίλητο Χρι-
στὸ ποὺ ἀνακρινόταν, ἔσκασε τὸ χείλι του ἀπὸ χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση, ὄχι καὶ τόσο ποὺ θὰ ἀπελευθερωνόταν ἀπὸ
τὰ ἄδικα δεσμά, ἀλλὰ διότι ἤθελε νὰ πάει τὸ γρηγορότερο σπίτι του καὶ νὰ ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸ ἀπογευματινὸ
κήρυγμα τῆς Τρίτης, ποὺ θὰ ἐλάμβανε χώραν εἴκοσι
χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ σπίτι του, τὰ ὁποῖα θὰ ἔπρεπε νὰ
διανύσει πεζῇ.
Οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ μαρτυρίου κοκκινίσανε ἀπὸ τὴν
ντροπή, μὰ δὲν τὸ μολογούσανε, σὰν εἴδανε πὼς τσάμπα καὶ βερεσὲ ταλαιπωρήσανε ἕνα ἀθῶο προβατάριο τοῦ Θεοῦ ὅλη τὴν νύκτα. Μὰ ἔπρεπε νὰ τηρηθεῖ ὁ
τύπος: τὸν μεταφέρανε μὲ τὶς χειροπέδες στὸ δικάδικο,
ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσαν, καὶ τὸν περάσανε τυπικὰ ἀπὸ τὸ αὐτόφωρο! Κάμανε τὶς πρέπουσες διαδικασίες καὶ
μετὰ ἐλεύθερο πουλὶ πέταξε μὲ τὸν ντορβᾶ γιὰ τὸ σπίτι του, ὅπου τὸν ἀνέμενε ἐναγωνίως στὴν ἐξώθυρα ἡ δόλια ἡ μητέρα του.
Καὶ ἄλλη φορὰ πρόσεξε, μακριὰ ἀπὸ τα νεκροτα-
φεῖα, διότι παραμονεύουν οἱ ζωντανοί! τοῦ παρήγγειλαν
τελευταῖο λόγο οἱ ἀστυφύλακες σὰν τὸν ἀφῆσαν συνοδείᾳ
περιπολικοῦ στὴν οἰκία του.
Ὅθεν καὶ ἐδικαιώθη γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὁ μακαρίτης
ὁ μπάρμπας του.


Βιβλιογραφία! Ἅγιοι ποὺ γελοῦν καὶ περιγελοῦν τὴν ματαιότητα: πατήρ Διονύσιος Ταμπακης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.