Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

Δυὸ θαύματα στὴν Ι. Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως Κύμης. Αναφέρει ο γέροντας Σίμων Αρβανίτης


 Δυὸ θαύματα στὴν Ι. Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως Κύμης. Αναφέρει ο γέροντας Σίμων Αρβανίτης 
 

Οκτακόσια μέτρα προτοῦ φτάσουμε στὸ Μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στὰ ἁλώνια, βρίσκεται
τὸ ἐκκλησάκι τῶν Ταξιαρχῶν. Τὴν παραμονὴ τῆς γιορτῆς
τῶν Ταξιαρχῶν τὸ 1943, τὴν ἐποχὴ ποὺ «ὅλα τὰ ᾿σκιαζε ἡ
φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά» κάτω ἀπὸ τὴ μπότα τοῦ
κατακτητή, μὲ τὶς ἄλλες τρομερὲς δυσκολίες ποὺ ἔφερνε
μαζί της ἡ Κατοχὴ καὶ τὰ βάσανα ποὺ συνέθλιβαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς θέριζε ἀδυσώπητα ἡ πείνα, ἔγινε ἕνα
συγκλονιστικὸ θαῦμα στὴν Ἱερὰ Μονή.
Στὸ Μοναστήρι βρισκόταν τότε καὶ ἡ ἀείμνηστη Moσχούλα. Τὴ Μοσχούλα τὴν εἶχε ζητήσει γιὰ σύζυγο κάποιος
πλούσιος ἑλληνοαμερικανός, ἀλλὰ αὐτὴ δὲ δέχτηκε. Ἤθελε
νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύριο ὡς Μοναχή. ᾿Επειδὴ τὰ πράγματα
δὲν τὸ ἐπέτρεπαν ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἔμενε νὰ διακονεῖ στὸ
ἔργο τοῦ π. Σίμωνος στὸ Μοναστήρι τῆς ΜεταμορφώσεωςΜοναστήρι εἶχε αναλάβει την κομμα νὰ τὴ νιώσουν Μοναχή, "Αν είναι αιώνα η μνήμη της ένα τοῦ Σωτῆρος, Δὲν έζησε όμως πολύ πριν πεθάνει ζήτησε
Τὴν παραμονὴ λοιπὸν τῶν Ταξιαρχών άκουγε ότι είμαι μεγάλη ὀχλαγωγία. Ρωτάει τὴ Μοσχολούλα τὰ θόρυβος ήταν
αὐτὸς ποὺ ἄκουγε καὶ αὐτὴ τὸν πληροφόρησε πως ήρθε τότε πεινοῦσε καὶ κατέφευγε στὸ Θεὸ καὶ τοῦ ζητούσαν νὰ
κόσμος πολὺς γιὰ τὴν ἀγρυπνία των Ταξιαρχών. Ο κόσμος
τοὺς ἐλεήσει καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάξει από τη μάστιγα της πείνας καὶ τῶν τρομερῶν στερήσεων. Ὁ Γέροντας ρώτησε
τὴ Μοσχούλα τὶ ὑπῆρχε στὴν ἀποθήκη ἀπὸ τρόφιμα. Εκείνη
τοῦ ἀπάντησε πὼς τὸ μόνο που είχαν ήταν ένα τσουβάλι
ξερὰ κρεμμύδια, «Φώναξε γρήγορα καὶ τοὺς ἄλλους καὶ καθαρίστε τα όλα. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀφήσει τὰ πλάσματά του,
εἶπε ὁ π. Σίμων καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἐκκλησία. Εκεί
μὲ θερμὰ δάκρυα παρακάλεσε ὁ Γέροντας τὸν Κύριο νὰ
λυπηθῆ τὰ πλάσματά του καὶ νὰ μὴν τὰ ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ
ὅπως ἐπισκέφθηκε κάποτε τὸν πεινασμένο λαό του στην
ἔρημο καὶ τὸν ἔθρεψε μὲ τὸ μάννα, ἔτσι κι ἐδῶ νὰ μὴν
ἀφήσει νὰ φύγουν νηστικὰ τὰ παιδιά του πού ἦρθαν παρὰ
τὴν πείνα καὶ τὴ δυστυχία τους νὰ προσευχηθοῦν στὸ ναό
του καὶ νὰ τιμήσουν τοὺς Ταξιάρχες του. Εἶπε καὶ ἄλλα πού
μόνον ὁ Κύριος τὰ γνωρίζει καὶ πού, ὅπως ἔδειξαν τὰ πράγματα, δέχτηκε μὲ ἀγάπη καὶ εὐσπλαγχνία γιὰ τὰ πλάσματά του τὴν προσευχὴ ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε ὁ καλός ποιμένας
του, ὁ π. Σίμων. Καὶ τὸ θαῦμα έγινε!
«Πατήρ Σίμων! Πατήρ Σίμων!». Κάποιος φώναζε μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Ο π. Σίμων βγαίνει ἀπὸ τὸ ναό, ὅπου βρι-
σκόταν καὶ ρωτάει τι συμβαίνει. Καὶ τὸ παιδὶ ποὺ φώναζε
τοῦ διηγήθηκε τὸ θαῦμα,
«Μόλις καθαρίσαμε τὰ κρεμμύδια μέσα στὸ μαγειρεῖο,
νὰ σου! ἕνας λαγὸς μεγάλος σὰν ἕνα ἀρνὶ νὰ κατεβαίνει
ἀπὸ τὸ βουνό. Ερχόταν μόνος του στὸ μαγειρεῖο, ἐκεῖ πού καθαρίζαμε τὰ κρεμμύδια. Ἐμεῖς, ποὺ τὸν εἴδαμε, κάναμε
στὴν ἄκρη, ἄλλος ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἄλλος ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ τὸν
στριμώξουμε νὰ μπεῖ μέσα, ἀλλὰ αὐτὸς μπῆκε ἀπὸ μόνος
του μέσα. Καὶ τώρα τὸν ἔχουμε κλεισμένο μέσα,
Ὁ π. Σίμων ἔδωσε γρήγορα ἐντολή στὴ Μοσχούλα νὰ
σφάξουν τὸ λαγὸ καὶ νὰ τὸν κόψουν σε μικρά-μικρά κομματάκια καὶ νὰ τὸν βράσουν σε τρία καζάνια. Το πρωί τελειώννοντας ἡ θεία Λειτουργία να καθίσει ὁ κόσμος νὰ φάει,
Πραγματικὰ τὸ πρωί ένας ένας περνούσε καὶ ἔπαιρνε
το πιάτο του. Μάλιστα έπαιρναν και δεύτερο πιάτο. 'Αφοῦ
ἔφαγαν καὶ χόρτασαν ὅλοι καὶ ἔμαθαν πῶς ἔγινε καὶ εἶχαν
κρέας, έμειναν ὅλοι έκθαμβοι και έλεγαν φεύγοντας μεταξύ
τους: «Με ένα λαγό ἔφαγαν καὶ χόρτασαν πέντε χιλιάδες
ἄνθρωποι καὶ περίσσεψε καὶ ἐνάμισυ καζάνι!» Έκαναν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὑπαινιγμό γιὰ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν
πεντακισχιλίων ἀνθρώπων πού τούς έθρεψε θαυματουργικά
ὁ Κύριος στὴν ἔρημο.
Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος διὰ
μέσου τοῦ π. Σίμωνος,
Ἄλλο ἕνα ἀπόγευμα είχαν πάει πάλι ἑκατοντάδες ἄνθρωποι στὸ Μοναστήρι γιὰ ἀγρυπνία μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ἴσως
ὑπῆρχε καὶ δυνατότητα νὰ φᾶνε κάτι, γιατὶ ἡ πείνα θέριζε
τον κόσμο,
τη
Ο π. Σίμων ρώτησε τή Μοσχούλα τὶ θὰ εἶχαν νὰ προσφέρουν στον κόσμο μετὰ τὴν ἀγρυπνία.
Τίποτε δὲν ἔχουμε αὐτὴ τὴ φορά, ἀπάντησε ή Moσχούλα. Ἔχουμε μιὰ χούφτα ρεβύθια σὲ ἕνα σακκουλάκι
καὶ μιὰ χούφτα μπλιγούρι σὲ ἕνα ἄλλο.
Ο π. Σίμων τῆς εἶπε:
Ακουσε τί θὰ κάνεις. Θὰ βάλεις στὴ φωτιὰ τὰ δυὸ
μεγάλα καζάνια καὶ θὰ γεμίσεις ὣς τὴ μέση νερό. Μόλις
δεῖς νὰ κοχλάζει το νερό, πάρε τὸ μπλιγούρι καὶ ρίξ' το στὸ
ἕνα καζάνι καὶ πάρε τὰ ρεβύθια καὶ ρίξ' τα στὸ ἄλλο καζάνι
γιὰ νὰ κάνουμε φαγητὸ καὶ νὰ φάει ὁ κόσμος.
᾿Ακούγοντάς τα αὐτὰ ἡ Μοσχούλα σταυροκοπήθηκε καὶ
ἀναφώνησε;
Μνήσθητί μου, Κύριε! Ο π. Σίμων ἀπὸ τὴν πολλή του
ἀγάπη δεν ξέρει τί λέει αὐτὴ τὴ στιγμή. Πῶς εἶναι δυνατὸν
μὲ μιὰ χούφτα νὰ γίνει φαγητὸ σὲ ἕνα τεράστιο καζάνι; Μιὰ
χούφτα οὔτε δυὸ πιάτα δὲν κάνει, πατήρ Σίμων.
Ὁ π. Σίμων τὴν ἠλεγξε αὐστηρὰ καὶ τῆς εἶπε:
Κάνε, παιδί μου, ὑπακοή. Κάνε ὅ,τι σοῦ λέω ἐγὼ καὶ
Ἡ Μοσχούλα φοβήθηκε βλέποντας τόσο αὐστηρὸ καὶ άφησε τις κουβέντες.
στενοχωρημένο τὸ Γέροντα καὶ εἶπε:
Καλὰ π. Σίμων. Θὰ κάνω ὅπως εἶπες.
Ὅταν εἶδε νὰ βράζει τὸ νερό, ἔρριξε μὲ μεγάλη στεναχώρια μιὰ χούφτα ρεβύθια στὸ ἕνα καζάνι καὶ μιὰ χούφτα
μπλιγούρι στὸ ἄλλο μουρμουρίζοντας. «Αν εἶναι δυνατὸν
μέσα σὲ τόση ποσότητα νερὸ νὰ γίνει φαγητό!» Καὶ ἀπομα-
κρύνθηκε γιὰ νὰ κάνει κάτι ἄλλο.
Ἔπειτα ἀπὸ λίγο πάει νὰ ἰδεῖ τὰ καζάνια. Καὶ τὶ νὰ δεῖ
Βλέπει τὰ δυὸ καζάνια νὰ ἔχουν γεμίσει μὲ φαῖ καὶ νὰ φουσκώνουν πρὸς τὰ ἐπάνω ξεχειλίζοντας! Ἡ Μοσχούλα γιὰ
μιὰ στιγμὴ τὰ ἔχασε. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ ἀρχίζει νὰ
φωνάζει ὅλους ὅσοι τὴ βοηθούσαν στὸ μαγειρεῖο.
Τρέξτε γρήγορα! Θὰ μᾶς χυθεῖ τὸ φαγητό! Φέρτε
γρήγορα κατσαρόλες, μπαγκράτσια, ταψιά, ὅ,τι ἄλλο ἔχουμε! Θὰ μᾶς χυθεῖ τὸ φαγητό!
Πραγματικὰ ἔτρεξαν ὅλοι ἀμέσως, ἔφεραν τὰ ἄδεια δοχεῖα ποὺ εἶχαν καὶ τὰ γέμισαν ὅλα. Τὰ καζάνια ἐξακολουθοῦσαν νὰ φουσκώνουν καὶ τελικὰ ἔσβησαν τὴν φωτιὰ μὲ
τὸ ξεχείλισμα τοῦ φαγητού!
Τότε ἡ Μοσχούλα ἔτρεξε μετὰ τὰ θαῦμα, ποὺ εἶδε, νὰ βρεῖ τὸν Γέροντα γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει συγγνώμην γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία της. Καὶ ὑποσχέθηκε πὼς στὸ ἑξῆς θὰ ἦταν προσεκτικώτερη καὶ θὰ ὑπάκουε σὲ ὅ,τι θὰ τῆς ἔλεγε ὁ Γέροντας.
Τὸ πρωΐ μετὰ τὴν ἀγρυπνία ἔφαγαν ὅλοι ὅσοι εἶχαν πάρει μέρος στὴν ἀγρυπνία καὶ ἦταν χιλιάδες λαός! Καὶ οἱ
Πατέρες τῆς Μονῆς εἶχαν γιὰ ἀρκετὲς μέρες πλούσια καὶ
χορταστικὴ τροφή!...
Ὁ π. Σίμων βλέποντας ὅλα τὰ θαύματα ποὺ γινόντουσαν στὸ Μοναστήρι προβληματίστηκε καί, ὅπως περπατοῦσε
στὸν κῆπο, ἔλεγε ἀπευθυνόμενος στὸν Κύριο: «Κύριέ μου,
παρακαλῶ, δέν ξέρω ἐγώ ποιὸς εἶμαι; Δὲν ξέρω ἐγὼ ὅτι
εἶμαι ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός; Αὐτὰ τὰ θαύματα γίνονται
μόνο ἀπὸ ῾Αγίους. Πῶς συμβαίνει καὶ γίνονται καὶ μὲ μένα;
Κύριέ μου, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ λύσεις τὴν ἀπορία μου
αὐτή». Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μοῦ ἔγινε μιὰ ζωντανὴ ἀποκάλυψη,
εἶπε ὁ Γέροντας. Ακουγα δυνατὰ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ
μοῦ μιλάει ἀναφέροντας τὸ ὄνομά μου καὶ ἔνιωθα κάθε λέξη νὰ μοῦ χτυπάει αἰσθητὰ τὸ μέτωπο. «Σίμων, λὲς πὼς εἶσαι ἁμαρτωλός. Εἶσαι! Δὲν σὲ ἔχω κατατάξει στοὺς ἁγίους μου, ἀλλὰ στοὺς δικαίους. Οταν βλέπω νὰ μὲ παρακαλάς
νύχτα μέρα νὰ σοῦ στέλνω βοήθεια γιὰ νὰ φάει ὁ κόσμος καὶ τοὺς ἔχεις σὰ μπαρμπούνια κι ἐσὺ νὰ μὴν τρῶς, ἀλλὰ νὰ μένεις μερόνυχτα νηστικός, νὰ εἶσαι σὰν μιὰ σκιὰ τοῦ
ἑαυτοῦ σου, ἀφοῦ ἔχεις τόσο μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὰ πλάσματά μου, πῶς ἐγὼ νὰ μὴ σοῦ στείλω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς; Γι᾿ αὐτὸ σοῦ λέω πώς, ἂν συνεχίσεις νὰ ἔχεις αὐτὴ τὴν ἀγάπη μέχρι τέλους, ἐγὼ θὰ σὲ εὐλογῶ καὶ δὲν θὰ σοῦ λείψει τίποτε».
῾Ο Κύριος σταμάτησε νὰ μιλάει. Ἤμουν, συνεχίζει ὁ Γέροντας, ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ ὅλος χαρά.
᾿Αργότερα διηγούμενος ὁ Γέροντας τὰ θαύματα αὐτὰ
ἔλεγε σὲ μᾶς τοὺς Μοναχούς:
Παιδιά μου, προσέξτε καλὰ τὴ φιλοξενία. ῎Ας μὴν ἔρθει κανένας καὶ φύγει χωρὶς νὰ πάρει κάτι. Οσο κι ἂν αὐτὸς
δὲν θέλει νὰ πάρει τίποτε, ἐσεῖς νὰ ἐπιμένετε νὰ τοῦ δώσετε κάτι γιὰ εὐλογία, λίγο φαγητό, ἕναν καφέ, λίγο ψωμί, ὅ,τι
ἔχετε. Γιατί, προσέξτε καλά, ἂν φύγει κανένας καὶ δὲν πάρει
τίποτε, ἐγὼ νιώθω νὰ κατεβαίνω στὸν ἅδη. Εδῶ δὲν ἤρθαμε
νὰ κάνουμε ἔργα οἰκοδομικά, ἀλλὰ πνευματικά. Προηγεῖται
ἡ φιλοξενία καὶ ἡ ἀγάπη. Ο,τι θὰ μᾶς μείνει τελικά, αὐτὸ
θὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ ἔργα τεχνικά.
᾿Ακόμη ἔλεγε κι ἐτοῦτα:
Νὰ ξέρετε καλά, ὅτι ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρα τοῦ Κυ-
ρίου, ἡμέρα ἀναστάσιμη. Πρέπει νὰ μαγειρεύουμε κρέας καὶ ὄχι ὄσπρια. Τὰ ὅσπρια εἶναι γιὰ τὶς καθημερινές. Καὶ παίρνοντας κρέας νὰ παίρνετε ὅ,τι πιὸ ἐκλεκτὸ γιὰ νὰ εὐχαριστεῖται ὁ Κύριος.
Κάποτε μὲ τὴ μεγάλη πείνα τῆς Κατοχῆς περπατώντας
ὁ Γέροντας στὴν παραλία τῆς Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τῆς Κύμης εἶδε δυὸ νεαρὰ παιδιὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν νὰ
ἀργοπεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα πεσμένα κάτω στὴν ἄμμο. Τὰ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, τὰ πῆγε στὸ Μοναστήρι, ὅπου τὰ
φρόντισε καὶ τὰ παιδιὰ σώθηκαν ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Δεῖγμα κι αὐτὸ τῆς μεγάλης καὶ τῆς γεμάτης στοργὴ ψυχῆς του.

Βιβλιογραφία. Μοναχού Ζωσιμά Ο Γέροντας μου Σίμων Αρβανίτης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.