Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Ἀναφέρει ὁ Ἑβραῖος Samuel Pisar:


 Ἀναφέρει ὁ Ἑβραῖος Samuel Pisar: «Λίγες μέρες ἀργότερα, μέ ἔρριξαν καί πάλι στήν ὁμάδα τῆς
ἐξολοθρεύσεως.
Μόλις πού πρόλαβα νά ἀποχαιρετήσω μέ ἕνα νό-
ημα τό Μπέν. Μᾶς ἔβαλαν στήν οὐρά καί μᾶς ὑπο-
χρέωσαν να διασχίσουμε ὁλόκληρο τό στρατόπεδο.
Ἡ πορεία ἔφθανε πιά στο τέλος της... Μᾶς ἔβαλαν
σέ μία παράγκα μέ ἐνισχυμένη φρουρά. Ἐκεῖ, θά και
τέγραφαν τούς ἀριθμούς μας, θά μᾶς φόρτωναν στα καμιόνια καί θά μᾶς πήγαιναν στό θάλαμο ἀερίων.
Οἱ κατάδικοι ἀντάλλασσαν μανιασμένες ματιές. Ἡ
λύσσα τῆς ἀδυναμίας γιά ἀντίδρασι συνδυαζόταν μέ
τόν τρόμο γιά τόν ἀναπόφευκτο θάνατο.
Ξάφνου, στο βάθος τῆς παράγκας, εἶδα ἕνα ξύλι
νο κουβά γεμάτο νερό καί μία βούρτσα.
Μέσα στή γενική ἀπελπισία τοῦ τρόμου, μέσα
στήν παραλυσία τοῦ θανάτου, γονάτισα. Σύρθηκα
ἀργά πρός τόν κουβά. Αρπαξα τή βούρτσα και
άρχισα να τρίβω μέ μανία τό πάτωμα. Προσπάθησα
να δώσω τήν εἰκόνα τοῦ ὑπάκουου φυλακισμένου
που καταβάλλει κάθε φιλότιμη προσπάθεια γιά νά
ἐκτελέση στήν ἐντέλεια τό ἔργο τό ὁποῖο τοῦ ἀνέθεσαν.
Δέν ἄφησα γωνιά καί ἄκρη πού νά μήν τρίψω.
Δέν ἄφησα κόκκο σκόνης πουθενά. Ταυτόχρονα,
μπουσουλώντας, πλησίαζα ἀργά τήν πόρτα... Οἱ
φύλακες πού στέκονταν ἐκεῖ κι ἔριχναν κάθε τόσο
μιά ἀγριεμένη ματιά στό ἐσωτερικό, μέ εἶδαν. Ἄθελά τους ὅμως ἔγιναν οἱ συνωμότες μου:
“Πρόσεχε, δέν καθαρίζεις καλά· ἐκεῖνο τό σημεῖο
εἶναι βρώμικο, τρίψ' το πάλι!".
Πάντα γονατιστός, τρίβω ἀδιάκοπα. Κάθε τόσο
μοῦ δίνουν καί μία νέα διαταγή. Ὑπακούω. Κάθε σα-
νίδι τοῦ πατώματος καθαρίζεται στήν ἐντέλεια, χάρι στήν “ἐνέργεια τῆς ἀπελπισίας". Περνῶ ἀνάμεσα στά
πόδια τῶν ἄλλων καταδίκων, πού παγωμένοι ἀπ᾿ τό
φόβο τους δεν κατάλαβαν τό τέχνασμά μου.
Συνεχίζω να πλένω τό πάτωμα σάν τρελλός,
κάτω ἀπ᾿ τά βλέμματα τῶν φρουρῶν, πού διασκεδάζουν πολλαπλασιάζοντας τις διαταγές.
“Βρωμιάρη, τρίψε πάλι αὐτή τή γωνιά, κουνήσου
τεμπέλη!".
Ἡ ὑπακοή μου εἶναι ἀπόλυτη.
Φθάνω τελικά στήν ἔξοδο. Ἀρχίζω να καθαρίζω
τά λίγα ξύλινα σκαλιά μέ τόση φιλοτιμία πού θά συ-
γκινοῦσε καί τόν πιό αἱμοβόρο capo. Ἔχω πάψει να
ὑπάρχω. Ὅλη μου ἡ προσοχή στρέφεται σ᾿ αὐτά τά
χιλιοπατημένα βρωμοσάνιδα.
Ἐμπρός στό κεφάλι μου, οἱ μπότες τῶν Γερμανῶν.
Ἡ κρίσιμη στιγμή. Σηκώνομαι. Στό ἕνα χέρι ὁ κουβάς, στό ἄλλο ἡ βούρτσα. Ἀργά-ἀργά, σκυφτός,
ἀρχίζω νά ἀπομακρύνωμαι. Περιμένω νά ἀκούσω
τήν κραυγή. Τό πρόσταγμα πού θά μέ κάνη νά γυρίσω πίσω. Τίποτε. Στή θέσι τους οἱ φρουροί, ἔχουν πάψει νά ἐνδιαφέρωνται γιά μένα. Δέν ἀνήκω πλέον
στήν ὁμάδα τῶν ὑποψηφίων νεκρῶν.
Ἔτσι, σιγά-σιγά, χάνομαι μέσα στήν ἀνωνυμία
τοῦ πλήθους τῶν κρατουμένων. Εἶμαι καί πάλι ἕνας
ἀριθμός, ἀλλά ζωντανός. Φθάνω ἐξαντλημένος στήν παράγκα μου»
Πρέπει κι ἐμεῖς νά χρησιμοποιοῦμε κατά Θεόν τε-
χνάσματα στόν ἀγῶνα μας ἐναντίον τοῦ διαβόλου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.