«Ὁ ἱερέας μόλις εἶχε τελειώσει τό συμβούλιο μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐπιτροπή. Εἶχε βραδυάσει
πιά. Ἡ βροχή ἔκανε τούς δρόμους νά γυαλίζουν στο
φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
Μπῆκε στό ἁμάξι του καί πῆρε τό δρόμο για
τό σπιτικό του. Ηταν πολύ κουρασμένος. Σωματικά
ἀλλά καί ψυχικά. Ὅλη τήν ἡμέρα ἄκουγε τά προβλήματα τοῦ κόσμου προσπαθώντας νά καθοδηγήση, προσπαθώντας νά μήν ἀποκάμη ὁ ἴδιος μέ αὐτά
τά ὁποῖα ἄκουγε δίνοντας συγχρόνως συγχώρεσι
καί ἐλπίδα.
Καθώς εἶχε διασχίσει σχεδόν ὄλη τή διαδρομή
γιά τό σπίτι του, ξαφνικά πάτησε φρένο μπροστά σ᾿
ἕνα μαγαζί πού πουλοῦσε σάντουϊτς. Κατέβηκε καί
μέ δυό-τρία γρήγορα βήματα μπῆκε μέσα στό κατάστημα. Ἡ βροχή εἶχε δυναμώσει. Τά γυαλιά μυωπίας του θόλωσαν. Τά ἔβγαλε καί τά σκούπισε μέ τό ἐσώρασό του.
Στό κατάστημα δέν ὑπῆρχε ἄλλος πελάτης. Δύο
κοπέλλες πίσω ἀπ᾿ τόν γκισέ καί ἕνας νεαρός ὁ
ὁποῖος μᾶλλον πήγαινε τίς παραγγελίες στα σπίτια
–Θά ἤθελα παρακαλῶ, δύο σάντουϊτς με γύρο
καί δύο μέ σουβλάκι, εἶπε ὁ ἱερέας.
Οἱ δύο κοπέλες κοιτάχτηκαν στά μάτια, μέ διάθε-
σι νά ἀστειευτοῦν. Ὁ ἱερέας κατευθύνθηκε πρός τό
ψυγεῖο μέ τά ἀναψυκτικά καί πῆρε δύο. Τά τοποθέ-
τησε δίπλα στήν ταμειακή μηχανή. Αὐτά τά ὁποῖα
ζήτησε ἦταν ἕτοιμα.
–Τί ὀφείλω παρακαλῶ….., ἀπευθύνθηκε στήν κοπέλλα πού κτυποῦσε τά πλῆκτρα τῆς ταμειακῆς βαριεστημένα. Ἀντί, ὅμως, γιά τήν τιμή τῆς παραγγελίας ὁ ἱερέας δέχτηκε μία ἐρώτησι...
―Πάτερ, ξέρετε τί ἡμέρα εἶναι σήμερα; Μήπως ξεχάσατε;
Ὁ ἱερέας παραξενεύτηκε...
―Τί ἡμέρα εἶναι...;
—Εἶναι Παρασκευή, πάτερ... δέν εἶναι νηστεία;
Ἐσεῖς πρέπει νά μᾶς δείχνετε τό καλό παράδειγμα
καί ὄχι νά τρῶτε κρέατα τέτοια ἡμέρα...
Ὁ ἱερέας χαμήλωσε το κεφάλι του. Ἔβγαλε ἀπ᾿
τό πορτοφόλι του τό ποσό τό ὁποῖο εἶδε νά ἀναγράφεται πάνω στήν ταμειακή μηχανή.
–Κρατῆστε τά ρέστα... θά ἤθελα να προσεύχεστε
γιά μένα, εἶμαι ἕνας ταλαίπωρος ἄνθρωπος γεμάτος
πάθη..., εἶπε καί βγῆκε ἀπ᾿ τό μαγαζί.
Ἡ κοπέλα παρατήρησε ὅτι ὁ ἱερέας βγαίνοντας
ἀπ' τό μαγαζί τους δέν κατευθύνθηκε πρός τό αὐτοκίνητό του. Γεμάτη ἱκανοποίησι γι' αὐτό τό ὁποῖο
εἶπε, ἔκανε νά βγῆ καί αὐτή ἔξω...
—Μά ποῦ πάει...,, εἶπε κοιτώντας τήν ἄλλη κοπέλα ἡ ὁποία εἶχε σαστίσει μέ τό ὅλο σκηνικό.
Ὁ ἱερέας κατευθύνθηκε πρός τήν ἀντίθετη πλευρά πρός ἐκείνη πού βρισκόταν ἡ πορεία του πρός
τό σπίτι του. Μέ γοργό βῆμα σέ λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε στο σημεῖο στό ὁποῖο ἤθελε. Ἕνας κάδος σκουπιδιῶν. Ἡ βροχή ἄρχισε νά δυναμώνη ἀκόμα περισσότερο.
—Ἀδελφέ, μπορῶ νά σέ ἀπασχολήσω λίγο...,
ἦταν τα λόγια τοῦ ἱερέως πρός τόν μελαψό ἄνδρα
ὁ ὁποῖος ἔψαχνε μέσα στα σκουπίδια. Ὁ ἄνδρας
ἄφησε τίς σακκοῦλες τίς ὁποῖες εἶχε στό χέρι του.
Κατευθύνθηκε πρός τόν ἱερέα. Στάθηκε ἀκριβῶς
μπροστά του. Τά μάτια τους κοινωνοῦσαν τήν ἴδια
βροχή, τόν ἴδιο ἀέρα, τό ἴδιο κρύο... ὁ ἱερέας δέν εἶπε κάτι ἄλλο. Ἄπλωσε τά χέρια του μέ τίς σακκοῦλες μέ
τά σάντουϊτς καί τά ἀναψυκτικά.
Ὁ μελαψός ἄνδρας δέν ἅπλωσε τα δικά του.
Μάλλον δέν πίστευε ὅτι αὐτό τοῦ συμβαίνει. Ἕνα
μικρό παιδάκι, μᾶλλον ὁ γυιός του, τό ὁποῖο στεκόταν δίπλα του ἅπλωσε τά μικρά καί ἀδύνατα χεράκια του καί πῆρε τίς σακκοῦλες καί ἄρχισε νά τίς περιεργάζεται. Ὁ ἱερέας μέ ἕνα νεῦμα συγκαταβάσεως γύρισε καί ἀπομακρύνθηκε. Φτάνοντας στό αὐτοκίνητό του, τό ὁποῖο τό εἶχε ἀφήσει μπροστά στό σα-
ντουϊτσάδικο, τόν περίμενε μιά ἔκπληξι. Ἡ κοπέλα ἡ ὁποία τοῦ εἶχε κάνει τήν παρατήρησι εἶχε βγεῖ ἔξω
γιά νά δῆ ποῦ πῆγε... τά εἶχε δεῖ ὅλα.
―Πάτερ... συγγνώμη...
Δέν πρόλαβε, ὅμως, νά ὁλοκληρώση. Ὁ ἱερέας τῆς
ἔπιασε τά χέρια καί διακόπτοντάς την εἶπε:
–Μή στεναχωριέσαι νά εὔχεσαι γιά μένα, καλό
σου βράδυ.
Τά μάτια τῆς κοπέλλας βούρκωσαν... δύο-τρία
δάκρυα κύλισαν στά μάγουλά της καθώς ἔβλεπε τό
αὐτοκίνητο τοῦ ἱερέως νά χάνεται μέσα στήν βρο-
χερή νύχτα.
Ἀπ᾿ τό ἀπέναντι πεζοδρόμιο περνοῦσαν τώρα ὁ
μελαψός ἄνδρας μέ τό μικρό παιδάκι του γελώντας
καί τρώγοντας αὐτά τά ὁποῖα τούς πρόσφερε ὁ ἱερέας. Ἡ κοπέλα μπῆκε μέσα στο μαγαζί.
—Εἶσαι καλά; τή ρώτησε ἡ συνάδελφός της.
—Μεγάλο κακό τό νά κρίνουμε γρήγορα καί ἐπι-
πόλαια μόνο ἀπό αὐτά τά ὁποῖα βλέπουμε..., εἶπε
μέ τρεμάμενη φωνή.
Ἀρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.