Ο γέροντας Νικολάι Γκουριάνοφ
Υπάρχει ένα τέτοιο παραμύθι –
Απλό-απλό,
Σαν ηλιαχτίδα και σαν άδραγμα στιγμής.
Υπάρχει ένα τέτοιο παραμύθι, σχεδόν γήινο –
Η ιστορία μιας ζωής – μιας για δύο.
Κι έτσι ήταν... άνθρωποι προσέρχονταν στον πατέρα Νικολάι
Γκουριάνοφ στο νησί Ζαλίτ (σ.τ.μ. Ταλάμπσκ) δίπλα στη θάλασσα-ωκεανό (ο πατέρας
ονόμασε τη λίμνη της περιφέρειας Πσκοφ, «ναυτάκι», – λίμνη θυελλώδης, με
δυνατούς ανέμους) και αυτοί σήμερα πηγαίνουν στον τάφο του για να προσκυνήσουν,
να προσευχηθούν, να λύσουν τα πικρά βάσανά τους. Και στέκομαι μπροστά στον τάφο
και συχνά ερωτώ: «παρακαλώ, πείτε μου κάτι για τον ιερέα: πώς ήταν, τι δίδαξε,
τι χρώμα ήταν τα μάτια του;»
Κάποιοι αρνούνται και κάποιοι άλλοι αρχίζουν τη διήγηση.
– Εντάξει, θα σου πω, κι έτσι θα είναι. – Να, τι μου είπε
μια δούλη του Θεού από την Αγία Πετρούπολη.
– Έχω μια φιλενάδα. Αυτή κι ο σύζυγός της ζούσαν καλά.
Αλλά η ατυχία ήρθε. Τη δεκαετία του 1990. Δεν υπήρχε δουλειά, το ινστιτούτο
έκλεισε, αυτός έπινε.
Ναι, δεν ήταν μόνο έτσι τα πράγματα, αλλά περισσότερο
σκούρα. Δεν υπήρχε ανάπαυση μέρα και νύχτα. Βολωδερνόταν, η δυστυχισμένη,
βωλοδερνόταν και τον έδιωξε.
Πού ήταν; Και η ίδια δε γνώριζε. Δεν φαινόταν πουθενά.
Έρχεται στον ιερέα. Ήταν ακόμα εν ζωή. Προσήλθε με τα ερωτήματά της. Δεν
πρόλαβε ούτε καν να ρωτήσει.
«Βρες τον, – λέει ο πατέρας Νικολάι. – Πλύνε τον. Ντύσε
τον. Τάισέ τον. Στεφανωθείτε.
Έφυγε χωρίς να λάβει την προσδόκιμη απάντηση. Σκεφτική.
Αλλά, αμέσως μετά την επιστροφή της στο σπίτι, έφτασαν ένα σωρό νέα από παντού
για τον άντρα της: πού ήταν, τι και πώς. Μακριά, κάπου στη Σιβηρία, σε κάποιο
εγκαταλελειμμένο χωριό. «Βρες τον!» Αναχώρησε. Στα περίχωρα του χωριού, υπάρχει
ένας άθλιος, παλιός αχυρώνας, όπου φυσάει από όλες τις πλευρές. Βλέπει, ότι
υπήρχε ένας άστεγος σε μια γωνιά – βρώμικος, πεινασμένος. Πέφτει στα γόνατά,
ενώ δάκρυα ρέουν κάτω από το πρόσωπό του:
Εσύ είσαι, αγάπη μου. Και σκέφτηκα, ότι κανείς δεν με
χρειάζεται πια.
– Μην σκέφτεσαι τίποτα (ήταν προφανές ότι την είχε
προσβάλλει πάρα πολύ), ο γέροντας πατέρας Νικολάι Γκουριάνοφ μου είπε: «βρες
τον, πλύνε τον, ντύσε τον, τάισέ τον και παντρευτείτε».
Τον έπλυνα στο μπάνιο, του αγόρασα ρούχα, τον τάισα και
του είπα:
– Εδώ είναι τα χρήματα, η ταυτότητα, και στη συνέχεια
όπως ξέρεις.
Και έφυγε.
Μια εβδομάδα αργότερα ... χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγει.
Στέκεται εκεί. Ο αρραβωνιαστικός.
Η ψυχή ξύπνησε:
Και γι' αυτόν αναστήθηκαν ξανά
Τόσο ο Θεός όσο και η έμπνευση,
Και η ζωή, και τα δάκρυα, και η αγάπη.
Και αυτή ... με δάκρυα στα μάτια της.
Παντρευτήκαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.