15 Αὐγούστου 1974
– Εἰρήνη πᾶσι, εἶπε ὁ παπα-Λοΐζος, βγαίνοντας στὴν
Ωραία Πύλη.
Τὰ μάτια του εἶχαν μιὰ θλίψη ἀπερίγραπτη παρὰ τὸ
χαρμόσυνο τῆς ἑορτῆς.
Στὴν ἐκκλησία, μπροστά του, βρίσκονταν μόνο
εἴκοσι ἄτομα, ἀνάμεσά τους κι ὁ κυρ-Γιώργης μὲ τὴν
γυναῖκα καὶ τὰ δύο τελευταία του παιδιά. Πρώτη φορὰ
στὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ ἡ ἐκκλησία ἦταν σχεδὸν
ἄδεια. Οἱ συγχωριανοί σιγά-σιγὰ λόγω τοῦ πολέμου
ἐγκατέλειπαν τὸ χωριὸ καὶ πήγαιναν νοτιότερα ἢ στὰ
βουνὰ τοῦ Τροόδους γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια. Μονάχα
ὁ κυρ-Γιώργης καὶ δυό-τρεῖς ἄλλες οἰκογένειες ἀρνιοῦνταν πεισματικὰ ν᾿ ἀφήσουν τὸν τόπο τους καὶ τὸ χωριό
τους. Οὔτε κἂν τὴν προηγούμενη μέρα, ποὺ οἱ Τοῦρκοι
εἰσέβαλαν ξανὰ στὸ νησί, σκέφτηκαν νὰ φύγουν.
Λίγο πρὶν τὴν Θεία Κοινωνία ὁ παπα-Λοΐζος βγῆκε
πάλι στὴν Ωραία Πύλη καὶ εἶπε:
– Ἀγαπητοὶ συγχωριανοί, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι,
τὸ ξέρετε. Ἀρκετοὶ ἔφυγαν ἀπ' τὸ χωριό, μείναμε πολύ
λίγοι. Πρέπει ν' ἀποφασίσετε κι ἐσεῖς τί θὰ κάνετε, οἱ
Τοῦρκοι ὅλο καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ μέρη μας.
Η φωνή του κόπηκε πρὸς στιγμήν. Ἔβηξε λίγο κι
ἔπειτα συγκινημένος τοὺς εἶπε:
– Ὁ Θεὸς μαζί σας!
Κανένας δὲν μιλοῦσε. Τὰ μάτια ὁλονῶν εἶχαν βουρ-
κώσει. Εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα λοιπὸν νὰ ἐγκαταλείψουν κι
αὐτοὶ τὸ χωριό τους;
Ὁ παπᾶς τους μπῆκε στὸ Ἱερὸ καὶ σὲ λίγο βγῆκε κρα-
τώντας τὸν Χριστό.
– Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε!
Τὰ μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα. Σὰν νὰ γνώριζε ὅτι
ἐπρόκειτο νὰ τοὺς κοινωνήσει γιὰ τελευταία φορά.
Ἔπειτα, σὰν εἶπε τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» κι ἄρχισε νὰ μοιράζει
τὸ ἀντίδωρο, ὁ παπα-Λοΐζος τοὺς ἀσπαζόταν καὶ τοὺς
ἀποχαιρετοῦσε ἕναν-ἕναν.
Ἀποχαιρετίστηκαν καὶ μεταξύ τους οἱ ἐναπομείνα-
ντες χωριανοὶ καὶ βγῆκαν στὸ προαύλιο.
Μιὰ κόρνα τάραξε τὴν ἡσυχία τοῦ πρωινοῦ. Ἦταν
ὁ γιὸς τοῦ κυρ-Γιώργη ὁ μεγάλος, ὁ ἀστυνομικός, ἀπὸ
τοὺς λίγους ποὺ εἶχε αὐτοκίνητο.
– Πατέρα, ἦρθα νὰ σᾶς πάρω, δὲν σηκώνει ἀναβολὴ
πιά, τὰ πράγματα εἶναι ἐπικίνδυνα.
− Πᾶμε πρὸς τὸ σπίτι καὶ θὰ τὸ συζητήσουμε, εἶπε ὁ
κυρ-Γιώργης, ποὺ ἀκόμα ἀπόφαση δὲν τό 'χε πάρει νὰ
ἐγκαταλείψει τὸ χωριό του.
Ὁ γιός του ὑπάκουσε καὶ στάθμευσε ἔξω ἀπ' τὴν
αὐλή τους. Ύστερα, ἀλλάζοντας τρόπο, μπὰς καὶ τὸν
πείσει διαφορετικά, τοῦ ξανάπε:Μαρίνα-Χαρά Χρυσοστόμου
- Πατέρα, πᾶμε μόνο δυό-τρεῖς μέρες στὸ Νικητάριο,
στὴν πεθερά μου, καὶ θὰ ξανάρθουμε, μὴν μοῦ ἀρνηθεῖς.
– Αὔριο πρέπει νὰ πάω νὰ ποτίσω τὰ χωράφια, δὲν
γίνεται, εἶπε πάλι ὁ κυρ-Γιώργης.
-
– Πατέρα, μὴν εἶσαι ἀνένδοτος, σὲ παρακαλῶ. Παίζεις
μὲ τὴ ζωή σας!
Ὁ γείτονας ὁ Δημήτρης, ποὺ ἔμπαινε κι ἐκεῖνος στὴν
αὐλή του 'κείνη τὴν ὥρα, ἄκουσε τὰ λόγια του, γύρισε
καὶ τοῦ εἶπε:
- Γιῶργο, αὔριο θὰ φύγουμε κι ἐμεῖς, ὅμως, μιᾶς κι
εἶναι σοβαρὰ τὰ πράγματα, δὲν στέλνουμε σήμερα μὲ
τὸν γιό σου τὰ παιδιὰ στὸ Νικητάρι; Κι αὔριο, ποτίζεις
καὶ σᾶς παίρνουμε ἐμεῖς μὲ τὸ δικό μας αὐτοκίνητο.
Δὲν πρόλαβε ν᾿ ἀποτελειώσει τὴν κουβέντα, ὅταν
φάνηκε ὁ Ἀλὴς πάνω στὸ γαϊδουράκι του.
– Γειά σας, χωρκανοί, τί χαμπάρκα, οὗλα11 καλά;
– Λέμε νὰ φύουμε τζιν ἐμεῖς αὔριο, Ἀλή, τοῦ εἶπε ὁ
Δημήτρης.
– Σήμερα νὰ φύετε! Γιὰ τὸ καλό σας! Λαλῶ τοῦ Γιώρ
κου-παρπὲρ τόσον τζαιρὸν 3 τζι ἂν ἀκούει, μὰ πρέπει νὰ
φύετε. Θά 'ρτουν τωρὰ δαμέ 14 στρατιῶτες!
– Δὲν πείθεται, Ἀλή, εἶπε ὁ γιός του ἀπογοητευμένος.
Ο κυρ-Γιώργης μὲ θλιμμένο ύφος, παίρνοντας μιὰ
βαθιὰ ἀνάσα σὰν ἀναστεναγμό, εἶπε:
- Καλά, ἂς φύγουν τὰ παιδιὰ σήμερα καὶ πᾶμε αὔριο
ἐμεῖς... Γιὰ λίγες μέρες δεν πειράζει. Μὰ νὰ ποτίσω
πρῶτα αὔριο...
Ἡ Μαρία, σὰν ἄκουσε ὅτι φεύγουν για δυό-τρεῖς
μέρες στὸ Νικητάρι, ἔβαλε σ' ἕνα μικρὸ μπογαλάκι δυὸ
μπλοῦζες καὶ μιὰ φούστα. Τελευταία στιγμὴ ἅρπαξε καὶ
τὸ κέντημά της ἀπ' τὴν πολυθρόνα ὅπου τό 'χε ἀφήσει.
Αὐτὰ καὶ μιὰ χρυσὴ Παναγία, ποὺ φοροῦσε στὸν λαιμό,
ἦταν τὰ μόνα ποὺ μπόρεσε νὰ πάρει ἀπ' τὸν τόπο της...
Λευκωσία, 29 χρόνια αργότερα...
Ἡ Μαρία ἀνακάτευε τὸ φαγητὸ στὴν μαείρισσα
ὅταν ἀπὸ τὴν τηλεόραση ἀκούστηκε ἡ μεγάλη εἴδηση:
Βιβλιογραφία. Σπασμένες Μνήμες! Μαρίνα. Χαρά Χρυσοστόμου. Εκδόσεις Σταμούλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.