Δούλη τοῦ Θεοῦ Ἰωάννα: «Κοιμήθηκα και
βλέπω ὅτι βρίσκομαι στο δρόμο καί ὁ γέροντας εἶχε
βγεῖ ἀπό τήν ἐκκλησία, διότι εἶχε τελειώσει ἡ Θ.
Λειτουργία. Τότε ἔτρεξα κοντά του γεμάτη ἐμπιστοσύνη καί μέ ταπείνωσι τόν ρώτησα:
Γέροντα, πεῖτε μου, τί πρέπει νά κάνω γιά νά
εἶναι ὁ Θεός εὐχαριστημένος μαζί μου;
Ὁ γέροντας ἔμοιαζε τεράστιος καί σάν λειτουρ-
γός φωτισμένος σήκωσε τό δεξί του χέρι ψηλά και
μοῦ εἶπε:
Εσένα, ὁ προορισμός σου εἶναι νά κάνης τό καλό.
Αυτή τη φορά ξύπνησα ἐντελῶς.
Πρίν ἀρχίσω τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, παρακά
λεσα τό Θεό νά μοῦ δώση τήν εὐκαιρία, τουλάχιστον
μία φορά τη μέρα, νά μπορῶ νά κάνω ἕνα καλό έργο
ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.
Στο δρόμο μου συνάντησα ἕνα ἀγοράκι 6-7 χρόν
νων, πού ἔκλαιγε γοερά καί τά δάκρυά του και
λοῦσαν ποτάμι στα μάγουλά του.
Πολύς κόσμος εἶχε μαζευτῇ γύρω του, ἔτσι ἔμαθα
ὅτι εἶχε χάσει 25 Lei (Ρουμανική χρηματική μονάδα)
καί φοβόταν να γυρίση στο σπίτι, διότι θά τόν ἔδερ-
ναν οἱ γονεῖς του.
Δέν εἶχα μαζί μου παρά μόνο 25 Lei ἀκριβῶς, με
τά ὁποῖα ἔπρεπε νά ἀγοράσω κάτι φαγώσιμο για
τήν κόρη μου καί τό σύζυγό της, πού θά γύριζαν
ἀπ' τή δουλειά. Ήταν τά τελευταῖα μου χρήματα.
Στό σπίτι δέν εἶχα ἀπολύτως τίποτε, οὔτε ἕνα Lei.
Βλέποντας ὅτι κανείς ἀπό τούς γύρω δέν τοῦ ἔδινε
τίποτε, τοῦ δίνω τά 25 Lei, τόν χαϊδεύω στο κεφα-
λάκι του καί τοῦ λέω: “Μήν κλαῖς πιά, σκούπισε τα
ματάκια σου, πάρε αὐτά τά χρήματα καί ἀγόρασε
ὅ,τι σοῦ εἶπαν οἱ γονεῖς σου καί πήγαινε στο σπίτι".
Τό παιδάκι δέν εἶπε τίποτε, σκούπισε τα μάτια
του μέ τό μανίκι τοῦ παλτοῦ του, πῆρε τά χρήματα
καί ἄρχισε νά τρέχη.
Γύρισα στο σπίτι χωρίς νά ἔχω πιά μέ τί νά ἀγο
ράσω κάτι για φαγητό, χωρίς κανένα λογισμό, ἤρε-
μη καί εὐτυχισμένη, γιά τή χαρά αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ
καί γιά τό ὅτι εἶχα ἀκριβῶς ὅσα χρήματα εἶχε χάσει.
Γνώριζα ὅτι μιά καλή πράξι, πού γίνεται μέ θυσία,
δίχως κανένα φόβο, μέ πίστι καί ἐμπιστοσύνη καί μέ
ἀπόλυτη ἐναπόθεσι στήν ἔγνοια τοῦ Θεοῦ
ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, θά μέ βοηθήση μέ κάποιο τρόπο,
ἄγνωστο σε μένα.
Νὰ δανειστῶ ἀδύνατον, ἔχοντας σύνταξη ἀσθε
νείας 200 Lel, καί μή ἔχοντας πῶς νά τά ἐπιστρέ-
ψω, κανείς δέν μοῦ δανείζει. Καί ὤ τοῦ θαύματος
Σωτῆρα μου, μόλις έφθασα στο σπίτι βρίσκω τή μοναδική μου κατά σάρκα αδελφή νά μέ περιμένη φορτωμένη μέ μία σακκούλα γεμάτη τρόφιμα.
λέει:
Πλησίαζε ἡ γιορτή μου, 27 Ιανουαρίου καί μοῦ
-Δέν θά μπορέσω νά ἔλθω στη γιορτή σου διότι
θα πάω στα παιδιά μου. Σοῦ ἔφερα, λοιπόν, μερικά
τρόφιμα καί σοῦ δίνω καί 100 Lei νά ἀγοράσης ὅ,τι
θέλεις για τη γιορτή σου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.