Ὅσιος Ἰωάννης τοῦ Valamo: «Σέ κάποιον
ἀναχωρητή πήγαινε ἕνας πρεσβύτερος ἀπό μιά
Κοοντινή ἐκκλησία καί τοῦ ἔκανε τή Θ. Λειτουργία.
Κάποιος, ὅμως, συκοφάντησε τόν πρεσβύτερο στον
ἀναχωρητή, ὁ ὁποῖος δέν τόν δέχτηκε, ὅταν ξαναῆρθε νά λειτουργήση. Ο πρεσβύτερος ἔφυγε. Καί
τότε ὁ ἀναχωρητής ἄκουσε μιά φωνή: “Οἱ ἄνθρωποι
μοῦ ἅρπαξαν τήν κρίσι". Τήν ἴδια στιγμή, πέφτοντας
σέ ἔκστασι, εἶδε ἕνα χρυσό πηγάδι μέ χρυσό κουβά,
χρυσό σχοινί καί νερό πάρα πολύ καλό. Εἶδε, ἐπί-
σης, ἕνα λεπρό νά βγάζη νερό ἀπ' τό πηγάδι καί νά
τό ρίχνη σ᾽ ἕνα τάσι. Ὁ ἀναχωρητής ἤθελε νά πιῆ,
ἀλλά δίσταζε, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐκεῖνος πού ἔβγαζε τό νερό ἦταν λεπρός. Καί νά πού ἄκουσε πάλι τήν ἴδια φωνή νά τοῦ λέη: “Γιατί δέν πίνης ἀπ' τό νερό; Τί σέ
νοιάζει ποιός τό βγάζει; Αὐτός ἁπλῶς τό ρίχνει στό
τάσι". Τότε ὁ ἀναχωρητής συνῆλθε ἀπ᾿ τήν ἔκστασι.
Καί καταλαβαίνοντας τό νόημα τοῦ ὁράματος, κάλεσε πάλι τόν πρεσβύτερο, γιά νά λειτουργήση ὅπως
καί πρῶτα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.