Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Διηγήσεις Καντηλιεράκη Αντωνίου, συγγενούς της Όλγας Καντηλιεράκη, της δαιμονισμένης, από το χωριό Παναγιά, Χανίων Γ

Πολλά δαιμονικά φαινόμενα γινόντουσαν στο χωριό μας. Αρχικώς δεν τα δίδαμε σημασία. Θα σας διηγηθώ την πρώτη εμπειρία μου, όταν ήμουνα 15-16 ετών. Ένα βράδυ μαζί με τον μικρότερο αδελφό μου Σήφη 13 ετών, έναν ξάδελφό μου ονόματι Νικόλας και ένα παιδί μεγάλο ο Τζανεράτος, ο όποιος ήρχετο και έπαιρνε το γάλα από τα ζώα πού είχαμε. Ένα βράδυ, πανσέληνος ήτανε, ήμασταν δίπλα στη στέρνα, κοντά στα ζώα πού βόσκαμε και φυλάγαμε. Ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται κτύποι πάνω σε πέτρες. Αρχικώς τους άκουσε ο εξάδελφος μου, και κατόπιν όλοι μας. Άλλα το θεωρήσαμε, ότι γίνονται από τα βόδια, διότι εκτός από πρόβατα και τα κατσίκια, είχαμε και αρκετά βόδια. Στέλνω τον αδελφό μου να πάει να φέρει νερό από τη στέρνα. Εκεί πού έπαιρνε νερό, βλέπει ξαφνικά ένα χοίρο, χωρίς κεφάλι. Ήρθε και μου το είπε αμέσως. Τότε σκέφτηκα εγώ ότι θα είναι κανένα άγριο ζώο και γέμισα το ντουφέκι πού είχα μαζί μου και πήγαινα προς τη στέρνα. Πίσω μου ακολουθούσανε και τα τρία παιδιά. Ξαφνικά ακούγονται θόρυβοι σαν αλυσίδες να χτυπούν και κρότοι σαν να σπάζουν κλαριά! Θεωρώ και, σε μικρή απόσταση, βλέπω ένα λευκό άλογο, πανύψηλο σαν το σπίτι αυτό! ετοιμάζομαι να σηκώσω το δίκαννο και να του ρίξω, αλλά ο εξάδελφος μου μου λέγει: «Μη του ρίξης, γιατί θα σπάση το δίκαννο». Αμέσως χάνεται από τα μάτια μας το άλογο!

Εκεί ατυχώς ο μικρός αδελφός μου, ο Σήφης, σκαλίζοντας το όπλο πού είχα γεμίσει, σκοτώθηκε! Την εποχή εκείνη βλαστημούσα δυστυχώς Χριστό και Παναγία και δεν είχα επίγνωση των φοβερών κακών πού δύνανται να επιφέρουν οι δαίμονες, αν επιτρέψει ο Κύριος. Αργότερα, μετά μερικά χρόνια, βλέποντας τους δαιμονισμένους πού εγώ γνώριζα, πίστεψα και άλλαξα ζωή.
Μία φορά είχα μείνει την ήμερα του Σταυρού και φύλαξα τα κατσίκια του κουμπάρου μου, πού ήτο από το Άλοτρουβάρι' με είχαν παρακαλέσει πολύ, διότι το χωριό είχε πανηγύρι, ήτο και επίτροπος στην εκκλησία. Τελικά δέχτηκα. Κατά τις 10 το πρωί πείνασα και κάθισα κάτι να φάγω. Την ώρα εκείνη χτυπούσαν οι καμπάνες. Ίσως επειδή ήταν ή ημέρα του Σταυρού, δεν ξέρω πώς μου ήρθε, σηκώθηκα και έκανα το σημείων του Τιμίου Σταυρού και κατόπιν κάθισα και έφαγα. Κατόπιν δίψασα και πήγα να πιω νερό. Εκεί βρήκα ένα σταυρό μικρό, πού έχει και μια μικρή κορώνα επάνω" τον έχω ακόμη. Αρχικώς σκέφτηκα να τον πετάξω, αλλά κατόπιν τον κράτησα και τον έβαλα μέσα εις οπίσθια τσέπη του παντελονιού μου. Το βράδυ επέστρεψα στο χωριό μου. Σε ένα σταυροδρόμι ακούω φωνή: «έντονε τον κερατά!». Σκοτεινά όπως ήτανε, δεν έβλεπα τίποτε. Είχα όμως επάνω μου ένα πιστόλι και το έβγαλα αμέσως, διότι την εποχή εκείνη, γύριζαν την νύχτα στα χωριά, τόσον αποσπάσματα χωροφυλακής, όσον και οι αντάρτες. Βαστώντας το πιστόλι, πήγαινα προς το μέρος πού άκουσα την μιλιά για να δω ποιος είναι. Ξαφνικά στο διπλανό φαράγγι ακούω τρομακτικό θόρυβο, σαν να ήταν 500 καβαλάρηδες, σαν να χτυπούσαν αλυσίδες κ.λπ. Δεν είπα σε κανέναν τίποτα, διότι σκέφτηκα, μήπως φοβάται ο αδελφός μου και οι άλλοι, όταν θα πηγαίνουν στα πρόβατα, αλλά και για να μη με παρεξηγήσουν. Την εποχή εκείνη θα ήμουν 26 περίπου ετών. εις το χωριό μας και εις τα πέριξ χωριά, είχαμε σπάνια και μεμονωμένα ακόμη περιστατικά αρρώστων δαιμονισμένων. Κατόπιν άρχισαν πολλά κρούσματα μαζί εις τα χωριά των Κεραμιών και ιδίως εις το δικό μας χωριό.

Εις το χωριό Λούλος αρρώστησε (δαιμονίσθηκε) μια κοπέλα. Ό πατέρας της την πήγαινε εις ιατρούς, αλλά δεν γινότανε τίποτε. Ήρθανε πολλά άτομα και μου είπανε: «Να πάς να δεις την άρρωστη, πράγματα και θαύματα πού λέει. Τα λέγει όλα, ότι έχουν γίνει' τα ξέρει όλα και πηγαίνουν και την ερωτούν για τα παιδιά τους πού χάθηκαν εις την Μ. Ασία, για χαμένα αντικείμενα, για κλαπέντα κ.λπ.». Αποφάσισα και εγώ να πάω και πήρα και τον Σταυρόν πού είχα βρή, για να την ερωτήσω αν έχει άξια. Βρήκα την άρρωστη να την έχουν μέσα στην εκκλησία και μέσα πολύς κόσμος και ο καθένας ερωτούσε ότι τον ενδιέφερε. Την ώρα πού την πλησίασα τραγουδούσε" της λέγω: «Είσαι καλός τραγουδιστής βλέπω». «Είμαι και οργανοπαίχτης», απαντά. «Ε, να σου φέρουμε και μια λύρα να την παίξεις». Έφερε κάποιος μία λύρα και της την δώσαμε, Έπαιξε την λύρα και έλεγε την έξης μαντινάδα.
«Εγώ είμαι ένα καλό παιδί, στα δίστρατα (σταυροδρόμια) καθίζω. Κι οποίος περάσει από Εκεί φωτιές τον κεντίζω».
Της λέγω τότε: «Κακός οργανοπαίκτης είσαι' δεν κατέχεις να παίζεις τη λύρα». Τότε σηκώνει τη λύρα και μου δίδει μία δυνατή στο κεφάλι. Στην τσέπη του γιαλεκιού μου είχα τον σταυρόν και ουδείς γνώριζε τίποτε. Από το δυνατό κτύπημα τράνταξαν τα μυαλά μου. Μου λέγει ο Κόσμος: «Πάμε έξω' είναι ή Βασιλάκη ή Στεφάναινα με τον Τίμιον Σταυρόν. Να σε σταύρωση για να μην πάθεις τίποτε». Δηλαδή ή Στεφάναινα έτυχε τις ήμερες εκείνες να είναι εκεί, και με τον Τίμιο Σταυρό σταύρωνε τους δαιμονισμένους και έλεγε: «Με την Χάρι του Τιμίου Σταυρού σε εξορκίζω δαίμονα, να μας ειπείς εκείνο, το άλλο, που βρίσκεται το παιδί αυτό, που χάθηκε κ.ο.κ.». Εγώ όμως δεν πήγα, δεν ήθελα να πάω, για να μη τύχη και νομίσουν, ότι τρελάθηκα κι εγώ κι ότι δαιμονίσθηκα, όταν με δουν να με σταυρώνει έτσι δεν πήγα. Ό σταυρός αυτός πού είχε ή Κατίνα ή Στεφάναινα, έκανε και πολλά θαύματα.

Ή Κατίνα εις το Άλετρουβάρι θα βάπτιζε ένα παιδάκι εις την εκκλησία, του Ντουντούνη του Γιάννη, πού ή-το θείος μου. Μπαίνω στην εκκλησία. Την ώρα εκείνη ήρθε μία γυναίκα και λέγει της Κατίνας της Βασιλάκαινας: «Έχω κι εγώ τον γιο μου ο όποιος πετάει τις εικόνες από το σπίτι και δεν τα θέλει τα εικονίσματα». «Φέρε τον μου να τον σταυρώσω», λέγει ή Κατίνα. Τον φέρανε τον Καμαριανό τον δαιμονισμένο. Καμαριανός ήτανε το όνομα του. Μόλις με είδε (άγνωστος τελείως εις εμέ) λέγει: «'Ρε, κερατά, σε χτύπησε στο κεφάλι ο ανεψιός μου, γιατί του είπες ότι δεν ξέρει να παίξει λύρα. 'Ρε κερατά, αν δεν είχες εκείνο το σκατένιο, πού έχεις στην αριστερή σου τσέπη, θα σε πετούσαμε στον αέρα, θα σε σκοτώναμε" αυτό σ' έσωσε»! (και δεν ήξερε κανείς άνθρωπος, ότι εγώ εις την αριστερή μου τσέπη είχα τον σταυρόν πού είχα βρή προ ετών).
Μου λέγει ή Κατίνα ή Βασιλάκη: «Τι κρατάς παιδί μου, Τι έχεις εις την αριστερή σου τσέπη»: «'Ρώτησέ του να σου πει», απαντώ. Τότε ξαναλέγει ή Κατίνα: «Σε εξορκίζω στην Χάρι του Τιμίου Σταυρού, να μας ειπείς Τι έχει, Τι κρατά επάνω του αυτό το παιδί».
Κανά δύο άλλοι άρρωστοι, πού ήσαν στην εκκλησία φώναζαν, του έλεγαν: «Μην πεις». «Μα, δεν μπορώ, γιατί μ' έδεσε!» «Μην πεις», ξανάλεγαν οι άλλοι πειρασμοί. «Μα, μ' όρκισε και δεν μπορώ' τρώγω ξύλο!» και άπαντα τελικά στην Κατίνα «έχει ένα πράγμα σαν αυτό πού κρατάς κι εσύ». «Για να το ιδώ παιδί μου», λέγει ή Κατίνα. Τότε έβγαλα το σταυρουδάκι. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι. Τον παίρνει ή Κατίνα, και ακουμβώντας εις το μέτωπο του, κόλλησε ο Σταυρός! Τότε του λέγω εγώ: «Σε εξορκίζω στην Χάρη του Τιμίου Σταυρού, ποία ήμερα τον βρήκα; ποία ώρα; και με ποιο τρόπο θα εύρω και άλλα πράγματα;», διότι εκεί υπήρχαν ερείπια παλαιά. Μου άπαντα, και είχαν περάσει 10 χρόνια από τότε: «Ρε, κερατά, δεν έτρωγες τότε; Εγώ δε ήμουνα κοντά σου! και σηκώθηκες κερατά και έκανες τον σταυρό σου την ώρα πού έτρωγες! Ύστερα, δίψασες και επήγες να πιεις νερό! Εκεί εις την επάνω μεριά του νερού τον βρήκες. Κι εγώ σε τσίτωσα να τον πετάξεις! Άλλα αυτός δεν σ' άφησε να τον πετάξεις. και όταν πέρναγες κερατά από σταυροδρόμι και είπαμε, έντονε τον κερατά, και μας άκουσες και έβγαλες το πιστόλι σου από τη θήκη και φοβηθήκαμε, διότι εκείνη την ήμερα είχες βρή τον στραβό και τον είχες επάνω σου' γι' αυτό πήγαμε κάτω στο φαράγγι και φύγαμε. Να πάς πάλι Εκεί πού τον βρήκες αλλά ρε κερατά, αν μπορέσουμε, θα σε σκοτώσουμε».
«Δεν θα μπορέσετε, λέγω, τρισκατάρατοι, διότι ο Θεός θα με βοηθήσει». «Ναι ρε κερατά, γιατί μια φορά σε κάναμε και βλαστημούσες, αλλά κάθε βράδυ πού περνούσες από το εικονοστάσι, πού είναι μέσα στο χωριό σου, έκανες ρε κερατά τον στραβό σου και έλεγες, "Χριστέ μου, συγχώρεσε με". και τον έκανες με την καρδιά σου, και σε συγχώραγε ο Θεός! και ενώ είχαμε να σε σκοτώσουμε και σένα, όπως σκοτώσαμε τόσους εις το χωριό σου, σε γλύτωσε ο Θεός σου! και σου έστειλε αυτόν πού βρήκες για να σε σώση! Εκεί θα βρής ακόμη μία εικόνα, τον άγιο Αντώνιο και δύο τεμάχια του στραβού. Άλλα κερατά, αν μπορέσουμε θα σε σκοτώσουμε».

Δέκα ή ώρα πρωί μία ήμερα, πήγα σ' εκείνο το μέρος. Ξαφνικά ακούω ένα δυνατό σφύριγμα, όπως σφυρίζει κανείς με τα δάχτυλα του εις το στόμα. Σταμάτησα' θυμήθηκα τα λόγια του δαιμονισμένου, «αν μπορέσουμε θα σε σκοτώσουμε». Προχωρώ. Πάλι αίφνης βλέπω ένα μαύρο φίδι εις τον ώμον μου. Φοβήθηκα κι έκανα τον σταυρό μου άφαντο το φίδι. Σε λίγο βρήκα τεμάχιο Τιμίου Σταυρού, μία αγία-λόγχη (τεμάχιο) και το εικόνισμα του αγίου Αντωνίου.
Όταν επέστρεψα πήγα εις το σπίτι της Όλγας της δαιμονισμένης, της συγγενούς μου. Μόλις με είδε, λέγει: «'Ρε, κερατά, πετάχτηκα στον ώμο σου και θέλαμε να σε σκοτώσουμε, αλλά δεν μπορέσαμε. Μόνον ανατρίχιασες από τον φόβο σου και πήγες και ήπιες νερό. Εκεί βρήκες κοντά και τον συνονόματο σου τον Αντώνη, το μικρό εικόνισμα».

Μία ημέρα Εκεί πού έβοσκα τις κατσίκες βρήκα σε κάτι. πέτρες, ένα νόμισμα παλαιό, μεγέθους διδράχμου, λίγο μεγαλύτερο1 φαινότανε μπακιρένιο. Το έτριψα. Στην μία πλευρά ήταν ένας άνδρας και μία γυναίκα και στην μέση ένας σταυρός. Από οπίσω γράμματα και ένας μικρός σταυρός περνώντας από το χωριό Αχλάδες, από το καφενείο, ένας γέρος πού το είδε, είπε ότι είναι άγιο-κωσταντινάτο. Εκεί ήτο και ο κουμπάρος μου και επέμενε να το κράτηση, να του το δωρίσω' ψυχραθήκαμε ολίγον το κράτησα όμως, και δεν το έδωσα. Βράδυ λοιπόν, νύχτα, ξεκινάω από το χωρίον Αχλάδες προς το χωριό μου Παναγιά. Στο μέσον περίπου της αποστάσεως είναι ένα δέντρο, μια χαρουπιά. Όταν πλησίασα εκεί, άκουσα ένα θόρυβο, κάτι κρότους πλησίον του δένδρου. Την στιγμή εκείνη, όπως μου είπε ο ιερεύς και ο κόσμος πού ήτο εις το σπίτι της Όλγας, φώναζε: «Να, τώρα περνάει ο κερατάς από την χαρουπιά και μας έκαψε». Δεν ήξερέ βέβαια ο κόσμος, ποιος να ήτανε αυτός, πού την ώρα εκείνη περνούσε από την χαρουπιά. Όταν έφτασα στο χωριό, πήγα κατευθείαν στο σπίτι της Όλγας της δαιμονισμένης, της συγγενούς μου. Μόλις μπήκα μέσα στο σπίτι, αμέσως παρουσία όλων και του Ιερέως πού ήταν Εκεί την ώρα εκείνη, λέγει: «'Ρε, κερατά, εμείς βάζαμε, τσιτώναμε τον σύντεκνό σου, να σου το πάρη αυτό πού βρήκες! Άλλα τόβαλες στη φωτιά, είδες ότι είχε αξία και το κράτησες. Εις την χαρουπιά σε περιμέναμε, αλλά όταν έφθασες, φοβηθήκαμε και φύγαμε». Τότε ο κόσμος μου έλεγε: «Εσύ ήσουνα πού περνούσες από την χαρουπιά και φώναζε ή Όλγα και έλεγε, να τώρα περνάει ο κερατάς από την χαρουπιά και μας έκαψε;»
«Ναι, εγώ ήμουνα απήντησα και άκουσα Εκεί παράξενους θορύβους».
Έδειξα εις τον ιερέα Νικόλαο Ταμπάκη το αρχαίο νόμισμα και μου λέγει: «Είναι κωσταντινάτο. Έχει τον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη με τον Τίμιον Σταυρόν». Τότε λέγει ή Όλγα: «Το γνώρισες ρε τράγε». Τότε ο ιερέας την σταύρωσε με το κωσταντινάτο και το ακούμβησε στο κούτελο της. Τότε έγινε κάτι καταπληκτικό. Σηκώθηκε εις τον αέρα, ενώ ήτο ξαπλωμένη εις το κρεβάτι! Επί μισή ώρα εστέκετο εις τον αέρα! Όλοι μείναμε εμβρόντητοι! Μετά ξαναέπεσε στο κρεβάτι και άρχισε να λέγει:
«Ακούσατε μωρέ να σας ειπώ, διότι με δίκασε, με αναγκάζει αυτός ο κερατάς (δηλαδή το αγιοκωνσταντινάτο), να τα ειπώ. Εδώ στο χωριό σας πού σκοτωθήκατε τόσα άτομα, δεν φταίτε εσείς' εμείς σας βάζαμε να σκοτώνεστε μεταξύ σας. Ό Θεός σας Θέλησε να σας καταστρέψει, διότι πέσατε στην αμαρτία και στην απιστία. Άλλα ή Παναγία σας συνεχώς παρακαλεί και δεν σας καταστρέφει ακόμα». Κι εμείς είμαστε στρατός πολύς. και πηγαίνουμε στον αρχηγό μας και λέμε Τι κάναμε. Ό Ένας π.χ. λέγει: «Εγώ έβαλα τον έναν και σκότωσε τον άλλον». «Μπράβο». «Εσύ;» «Εγώ έβαλα τον τάδε και έδειρε την γυναίκα του». «Μπράβο», και τους έδινε παράσημα. Εάν ένας δεν κάνει τίποτα, του λέγει: «Εσύ είσαι άχρηστος» και τον διώχνει αμέσως από μπροστά του. Γυρίζουμε στα σταυροδρόμια και τα φαράγγια και προσπαθούμε να βλάψουμε.


Μια φορά πάλι νύχτα έβοσκα τα κατσίκια. Νύσταξα και κοιμήθηκα. Είδα ένα τρομακτικό όνειρο. Ένα μαύρο σκυλί προσπαθούσε να με δαγκώσει και εγώ προσπαθούσα να το διώξω. Το βλέπω κατόπιν να φεύγει και να χάνεται προς το μέρος της στέρνας, Εκεί πού είχε δει ο αδελφός μου ο Σήφης το γουρούνι χωρίς κεφάλι και κατόπιν είδαμε το τεράστιο λευκό άλογο. Εκεί πού σκοτώθηκε και ο Σήφης σκαλίζοντας το όπλο.
Το πρωί πήγα στο σπίτι της Όλγας. «Εγώ ρε ήμουνα χθες το βράδυ κοντά σου και θέλησα να σε βλάψω" αλλά δεν μπόρεσα και έφυγα προς τη στέρνα. Εγώ ήμουνα ρε κερατά και τότε πού μου γύρισες το ντουφέκι' εγώ έβαλα τον αδελφό σου να σκαλίση το ντουφέκι και 'νά σκοτωθεί. Εμείς είμασταν ρε κερατά, οι κοπελιές πού είδες. Εμείς ρε σε βαστήξαμε τότε πού μας επεκαλέσθης, όταν έπεσες στον γκρεμό και δεν έπαθες τίποτε! Είμασταν φίλοι τότε ρε κερατά, αλλά τώρα μας έκανες εχθρούς σου κ.λπ.» Όλα με λεπτομέρειες μου τα είπε, πράγματα πού τα περισσότερα δεν τα είχα ειπή πουθενά, δεν τα ήξερε κανείς!
Εμείς οι Κανδηλιέρηδες, δηλαδή από το σόι μας, πολλοί πάθαμε ζημιές από τους δαίμονες, διότι ένας προπάππος μας Κανδηλιέρης συνεργάσθηκε εις την κλοπή με τους κλέφτες. Τους βοήθησε να μπουν μέσα στη μονή και να κλέψουν τα χρήματα και τα τιμαλφή της εκκλησίας.
τις άρρωστες όλες κάποτε τις κατέβασαν με παράκληση κάποιων ιερέων εις τα Χανιά, για να δει ο κόσμος και να πιστέψει όπως λέγανε. Κατά τον εξαφορισμό το 1936, έγιναν όλοι οι δαιμονισμένοι καλά και έκτοτε ουδέποτε αρρώστησαν. Εγώ όμως εκείνο το Σαββατοκύριακο, δεν ήμουνα εις την εκκλησία και δεν είδα τα γεγονότα πού διεδραματίσθησαν κατά τον εξαφορισμόν. Σάς διηγήθηκα αυτά πού έζησα εγώ ο ίδιος, αυτά πού είδα με τα μάτια μου.
Να σας δείξω τώρα και το άγιο κωσταντινάτο και το σταυρουδάκι. (Άνοιξε μία μεταλλική θήκη ο κ. Αντώνης και μας έδειξε το αρχαίο νόμισμα και τον μικρό μεταλλικό σταυρό).
«Ταίς πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς»
(Ή Εκκλησία)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.