Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

ΕΟΡΤΑΖΕ ΣΗΜΕΡΑ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΕΝ ΔΟΜΠΩ ΤΗΣ ΛΕΙΒΑΔΕΙΑΣ.


















ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΩΝ ΗΜΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΕΝ ΔΟΜΠΩ ΤΗΣ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ

Εκ, γης ανατείλασα, ως της Ελλάδος βλαστός, η πάντιμος κάρα σου, Πατήρ ημών Σεραφείμ, εκβλύζει ιάματα και εκπλήττει ημάς τους πόθο τιμώντας σε. Όθεν οι τη σορώ σου ευλαβώς προσιόντες, λαμβάνουσι θεραπεία και ιάσεις τελείας. Διό σε τιμώμεν πατήρ ημών Όσιε.





Σήμερα χαρμόσυνος και πανήγυρις φαιδρά συνεκάλεσεν ημάς σήμερον, φιλόχριστοι εορτασταί· ήμερα εαρινή, κατά την οποίαν τα μεν πτηνά μελωδικότατα άδουσι, τα δε ωραία της ανοίξεως άνθη την ευωδία αυτών εκπέμποντα, ευφραίνουσι τους ανθρώπους και ζωηρότερους αυτούς καθιστώσι.

Την λαμπρά δε ταύτην του έαρος εποχή και την καλλονή της φύσεως απάσης, επικοσμεί και ή μνήμη του σήμερον εορταζομένου Αγίου, του εν αρεταίς και θαύμασιν εκλάμψαντος Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Σεραφείμ, όστις ως αστήρ φαεινός ανέτειλε κατά τας ζοφεράς της δουλείας ημέρας εν τω λαμπρό της Ελλάδος ορίζοντι, και ούτινος τον βίον δια βραχέων θέλομεν διηγηθή, έφ' ω επικαλούμεθα την προσοχήν Υμών.

Ό Άγιος ούτος και των ασκητών μέγιστος, ό εν θαύμασι διαλάμψας Πατήρ ημών Σεραφείμ, πατρίδα μεν είχε το νυν καλούμενον Ζέλι, χωρίον μικρόν και υποκείμενον εις την χώραν του Ταλαντίου της Βοιωτίας· γο νείς δε ευσεβείς και ενάρετους. Άμα γεννηθείς ο Άγιος, εις αυτά έτι τα σπάργανα ευρισκόμενος, μέγα επεδείκνυε της μετά ταύτα προκοπής και επιδόσεως προς τα πνευματικά σημείον, και εμφανέστατα εδήλου, ότι έμελλε να γίνει σκεύος εκλεκτόν και δοχείον του Παναγίου Πνεύματος. Ναι, τοιούτος προμήνυε να γίνει ό θεσπέσιος και θεοπρόβλητος ούτος ανήρ, διότι εν ω ακόμη ήτο βρέφος μικρόν, και ως εκ τούτου δεν ήτο δυνατόν να διακρίνη τας ημέρας, ή το καλόν από του κακού· άλλ' όμως αυτό το Πανάγιον Πνεύμα προγινώσκον την μέλλουσαν αυτού πνευματικήν προκοπή φώτιζε και δίδασκε αυτό, ότι ή Τετάρτη και ή Παρα σκευή είναι ημέραι των Παθών του Κυρίου, τας οποίας χρεωστούμε να τιμώμεν δια της αποχής της τροφής, και δια τούτο τας δύο ταύτας ημέρας της εβδομάδος έμενε νήστις, μη θέλων να φάγει γάλα, ως αυτή, αυτή ή μήτηρ αυτού έλεγε στους γείτονας. Μόνον δε περί την δύσιν του ηλίου, επειδή δεν ηδύνατο να ανθέξει επί πλέον νηστεύον θήλαζε λίγο και κοιμόταν.

Όταν δε ό Άγιος αφήκε την βρεφική ηλικία και εισήλθε εις την παιδική, όταν λέγω, έφθασε σε ηλι κία επτά ετών, τότε οι γονείς αυτού παρέδωσαν αυτόν στον εφημέριο, ίσως, του χωρίου, να μάθη τα ιερά γράμματα. Ό δε φιλομαθής και αγαθός παις, φύσεως ων δεξιάς και επιμελείας ου της τυχούσης, μέγαν ησθάνετο εν εαυτώ έρωτα προς τα ιερά γράμματα και μετά ζήλου πολλού εμελέτα και εμάνθανε τα υπό του διδα σκάλου προσδιοριζόμενα μαθήματα. Τις δε να διηγηθεί δύναται την εν τω σχολείω προσοχήν και την προς τον διδάσκαλο και τους συμμαθητάς αυτού ταπεινοφροσύνη και κοσμιότητα, μεθ' ης προσεφέρετο προς τους συνηλικιώτας αυτού; την άκραν ταπείνωσιν και απεριόριστο προς τους γονείς αυτού υποταγή; και ένί λόγω την προς πάντας τους ανθρώπους σεμνότητα και παραδειγματική αυτού διαγωγή; Πάντες οι άνθρωποι του χωρίου, πάσης τάξεως και ηλικίας, περί αυτού έλεγον και αυτόν υπογραμμόν και τύπον ηθικής και κοσμιότη τας προς τους νέους προβάλλοντες εις μίμησιν τούτου αυτούς προέτρεπον.

Προϊούσης δε της ηλικίας του Άγιου, ηύξανεν έτι μάλλον και ο ζήλος αυτού, ον άπ' αρχής είχε προς τα ιερά γράμματα, και ως ακάματος μέλισσα ενετρύφα εις τον ευανθή λειμώνα των αγίων γραφών, εις ων την ανάγνωσιν μεγάλην εύρισκε πνευματικήν ευφροσύνη και ανεκλάλητο χαρά, ήτις ως μαγνητική τις βελόνη, ελκύουσα τον σίδηρο, δεν άφηνε αυτόν να αποσπασθεί από της γλυκείας ταύτης και ζωηδώρου τραπέζης και να τραπεί στα βιοτικά. Δια τούτο καίπερ νεότατος ων την ηλικία ο Άγιος, ουδεμία όμως άλλην εν εαυτώ ησθάνετο ηδονή, ειμή μία και μόνη, πώς δηλαδή να απομακρυνθή από του κόσμου και να υπηρέτηση ανενοχλήτως τον Δημιουργόν ημών και Πλάστην, μι μούμενος τα Σεραφείμ και τας χορείας των Όσιων, όπως και ούτος καταταχθή μετ' αυτών εν τη αλήκτω μακαριότητι.

Τοιαύτα διαλογιζόμενος ό νεαρός ούτος παις και μετά ζήλου θερμού τους βίους των αγίων αναγινώσκων, απεφάσισε τέλος να εγκατάλειψη γονείς, πατρίδα, συγγενείς και φίλους και να υπάγη εις μοναστήριον και εκεί το μοναχικό σχήμα ενδυσάμενος να αφιερωθή όλως, ψυχή και σώματι, τω θεώ και ούτω να κορέση την πνευματική αυτού δίψα, ην εν εαυτώ ησθάνετο. Μίαν λοιπόν των ήμερων, προσέρχεται προς τους φιλτάτους αυτού γονείς και την δεξιά αυτών ασπασάμενος, ζητεί παρ' αυτών την ευλογία και παρακαλεί αυτούς μετά δακρύων να συγκατατεθώσι και να συνοδεύσωσιν αυτόν με τας ευχάς των στο νέο στάδιο, το μοναχικό, όπερ εκ παιδικής ηλικίας αγάπησε και υποσχέθηκε στο Θεό να διέλθη την ζωήν αυτού μονάζων.

Τους λόγους τούτους του προσφιλούς αυτών υιού ακούσαντες οι ευσεβείς και ενάρετοι γονείς, εχάρησαν μεν δια την ευσέβειαν και τελείαν προς τον Χριστόν αφοσίωσιν του παιδός, ελυπήθησαν δε σφόδρα και ως θανατηφόρα βέλη διεπέρασαν οι λόγοι ούτοι τας τέως ευφραινομένας αυτών καρδίας, διότι ή άπ' αυτών απομάκρυνσις του προσφιλούς αυτών υιού μέγα θα κατέλειπε το κενόν και μεγάλην κατήφειαν θα προεξένει ου μόνον αυτοίς τοις γονεύσιν αυτού, αλλά και πάσι τοις άνθρώποις του χωρίου εκείνου, διότι εστερούντο τοιούτου ενάρετου νέου, του οποίου ο βίος ήτο δι' αυτούς άριστον παράδειγμα της αρετής και του καθήκοντος.

Ταύτα διαλογιζόμενοι οι ευσεβείς του φιλερήμου νέου γονείς προσεπάθουν δια λίαν συγκινητικών λόγων να αποτρέψωσιν αυτόν από της μελετηθείσης αυτού αποφάσεως, λέγοντες προς αυτόν μετά δακρύων και διακεκομμένης υπό των ολολυγμών φωνής. Τέκνον, εάν συ απέλθης εις μοναστήριον, ποίαν θα έχωμεν ημείς παρηγορίαν εν τω κοσμώ τούτω και βακτηρίαν εις το γήρας ημών; Τις θέλει ανακουφίσει ημάς εις τας πικρίας του βίου τούτου, κατά τας πονηράς μάλιστα ταυ τας ημέρας της πίκρας δουλείας του αλλοφύλου αγαρηνού; Ειμή συ, τέκνον ποθητόν και παμφίλτατον, όστις δια της καλής πολιτείας σου και της προς πάντας τους ανθρώπους συμπεριφοράς και γλυκύτητας, επιχέεις το γλυκύ της παραμυθίας βάλσαμον είς τας πληγωθείσας ημών καρδίας; Άλλ' εάν συ τέκνον, εγκαταλίπης ημάς τους γέροντας και ασθενείς γονείς σου και απέλθης εις μοναστήριον, κατά την επιθυμίαν σου, προς ποίον θέλομεν προσβλέπει ημείς και παρά τίνος θα αναμένωμεν βοήθειαν; Μη θέλησης, τέκνον, να εγκαταλίπης ημάς έρημους εν τω κοσμώ τούτω, αλλά παραμείναν, μέχρις ου παραδώσης ημάς εις την γήν, και τότε άπελθε εις τα μοναστήρια και τας έρημους, όπως εύρης την ποθουμένην σοι εν Κυρίω ανάπαυσιν.

Ταύτα και τα τοιαύτα έλεγον δακρυρροόντες οι γο νείς του Όσιου προς αυτόν προσβλέποντες και οιονεί την συγκατάθεσιν αυτού προσκαρτερούντες. Άλλ' ο στερρός ούτος της αρετής αδάμας, ο νεαρός Σωτήριος, ούτως εκαλείτο ο Άγιος, ρίπτει μεν βλέμμα συμπαθείας και υιικής στοργής προς τους κλαίοντας και κοπτομένους αυτού γονείς και συντρίβεται ή ευαίσθητος αυτού καρδία, μένει όμως αμετάβλητος εις την μελετηθείσαν αυτού απόφασιν, υπείκων μάλλον εις την θείαν κλήσιν την καλούσαν αυτόν εις το στάδιον των αγώνων και την τελείαν αυταπάρνησιν, ή εις την συμπαθητικήν των γο νέων αυτού φωνή. Τίπτεται λοιπόν και πάλιν εις τας αγκάλας αυτών και περιπτυσσόμενος αυτούς ασπάζεται την δεξιάν αυτών και απέρχεται εις τι μονύδριον, το έπ' ονόματι του προφήτου Ήλιου τιμώμενον και μίαν ώραν εκ του χωρίου Ζέλι απέχον και επιλεγόμενον το όρος Κάρκαρα. Εκεί που πλησίον του όρους ανεγείρει μικρόν ναό έπ' ονόματι του Σωτήρος κι οικίσκο. εντός σπηλαίου τινός, ούτινος ίχνη φαίνονται μέχρι σή μερον, και οι κάτοικοι των πέριξ χωρίων καλούσιν ασκητήριον του αγίου Σεραφείμ, εις τα πέριξ του οποί ου υπάρχει έτερος ναός εις τιμήν της Ύπεραγίας Θεοτόκου και κελλία τινά, άτινα, ως λέγουσιν οι γέροντες, ανήγειραν οι της Ελάτειας κάτοικοι εις καιρόν λοιμικής νόσου, οπότε αποφεύγοντες τον κίνδυνον κατέφυγον εις τον ειρημένον ναόν, της Ύπεραγίας Θεοτό κου, επιζητούντες την της Θεοτόκου και του αγίου προστασία και βοήθειαν.

Εκεί λοιπόν άγιος, εντός του ειρημένου σπηλαίου διετέλεσεν ίκανόν χρόνον αγωνιζόμενος εν αγρυπνίαις και δεήσεσιν ως καλός του μυστικού του Κυρίου αμπελώνας εργάτης και γνήσιος φίλος του Δεσπότου ημών Χριστού. Επειδή όμως την πνευματικήν αυτού ησυχία ετάραττον ι των γονέων αυτού και λοιπών συγγενών και φίλων συχναί επισκέψεις, εγκαταλείπει το αγαπητόν αυτού σπήλαιον και απέρχεται εις το πλησίον του Ταλαντίου κείμενον ιερόν των Αγίων Αναρ γύρων μοναστήριον. Άλλα και εκεί ενοχλούμενος υπό των συνήθων επισκέψεων των γονέων και συγγενών αυτού δεν ηδυνήθη να μείνει πλέον των εξ μηνών. Εκείθεν δε φεύγων ο Όσιος και την έρημον επιζητών, ως άλλη τις τρύγων φιλέρημος, φθάνει εις το Σαγμάτιον όρος, επί της κορυφής του οποίου υπάρχει μοναστήριον τιμώμενον έπ' ονόματι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και κείμενον μεταξύ Θηβών και Ευβοίας, εν ω υπάρχει μέρος ικανόν του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, επί του οποίου εξαπλωθείς παρέδωκε το Πνεύμα ο Σωτήρ της ανθρωπότητας, και το όποιον εδωρήσατο τη Μονή ο ευσεβής αυτοκράτωρ Αλέξιος ο Κομνηνός δια χρυσόβουλου αυτού γράμματος, ίνα οι εν τη Μονή ταύτη ενασκούμενοι μοναχοί έχωσι τον ουράνιον τούτον θησαυρόν βοήθειαν και σκέπην εν τη σταδιο δρομία του ασκητικού αυτών βίου.

Εν τω μοναστηρίω τούτω, εν ω εγκέκρυπτο ο θείος ούτος θησαυρός και ούτινος οι μοναχοί εφημίζοντο έπ' αρετή και ασκήσει, καταφυγών ο της αρετής φίλος και της ασκήσεως ό πιστότατος θεράπων Σεραφείμ, κατετάξατο εις την αγγελικήν εκείνην των ενάρετων ασκητών χορείαν και εδόθη όλως εις τας αγκάλας της φίλης αυτού ασκήσεως, ην διακαώς επόθει και ως διψώσά τις έλαφος εζήτει να εύρη, πολλούς αλλάσων τόπους. Τις δε να διηγηθή δύναται τους πνευματικούς αυτού αγώνας και πόνους, ους κατέβαλλε νυχθημερόν αγωνι ζόμενος, τας νηστείας και αγρυπνίας; τας προσευχάς και τα δάκρυα; την απεριόριστο αυτού υπακοή προς παντας; την υπομονή εν ταίς θλίψεσι, και ενί λόγω την εντελή αυτού αφοσίωσιν εις τα πνευματικά; Εν ολίγω χρόνου διαστήματι ό ταπεινόφρων και πράος Σεραφείμ υπερέβη πάντας τους συνασκητάς αυτού κατά την αρετή και τα κατορθώματα της ασκήσεως· διό και ως αστήρ φαεινός διεκρίνετο εν τη πνευματική εκείνη των ασκητών χορεία και πάντες υπό των ακτινών των αρετών αυτού φωτιζόμενοι ερρύθμιζον την πνευματικήν αυτών πολιτείαν.

Τας αρετάς και την προς τα πνευματικά πρόοδον του Όσιου βλέπων ο ηγούμενος και διορών την μετά ταύτα προκοπή αυτού και επίδοσιν εις τα έργα της ασκήσεως, έκειρεν αυτόν μοναχό μετονομάσας Σεραφείμ, και μετ' ολίγον προεδίδασεν αυτόν εις τα ανώτερα αξιώμα τα, εις το του διακόνου πρώτον και είτα εις το του πρεσβυτέρου. Το υψηλό της ιερωσύνης αξίωμα απεδέξατο ο ταπεινόφρων Σεραφείμ, ενδίδων εις τας θερμάς του τε ηγουμένου και των λοιπών πατέρων παρακλήσεις, οίτινες, προβλέποντες ότι έμελλε να γίνει σκεύος εκλογής του Παναγίου Πνεύματος και οδηγός των πλανωμένων, πολλάς κατέβαλαν προσπάθειας όπως πείσωσιν αυτόν να δεχθή το της ιεροσύνης αξίωμα και να τεθή ως λύ χνος φαίνων επί της λυχνίας και φωτίζων τους εν τω σκότει διατελούντας ανθρώπους.

Μετά την εις το υψηλόν της ιεροσύνης αξίωμα ανάβασιν αυτού, αναλογιζόμενος το βάρος του αξιώματος και την ευθύνην, ην απέναντι του Θεού και των ανθρώπων ανέλαβεν, αναμετρών δε τας πνευματικάς αυτού δυνάμεις, ως ταπεινός τω πνευμάτι και απλούς τη καρδία, και ευρίσκων αυτάς ανεπαρκείς προς τας ανάγκας της εκκλησίας, μεγάλους κατέβαλε πόνους και πολλάς αγρυπνίας και προσευχάς, όπως φθάση εις το μέτρον εκείνο της τελειότητος, καθ' ο θα ηδύνατο να ανταποκριθή εις τας μεγάλας υποχρεώσεις, ων την εκπλήρωσιν ανέλαβε. Έμεινε δε εν τη Μονή ταύτη της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ο θεσπέσιος ούτος ανήρ αγωνιζόμενος τον πνευματικόν της αρετής αγώνα και τύπον και υπογραμμόν τας ενάρετους αυτού πράξεις παρέχων εις τους συνασκουμένους μοναχούς και παρ' αυτών τα ωφέλιμα και σωτήρια διδασκόμενος, δέκα ολόκληρους χρόνους.

Έπειτα δε αποφεύγων την οσημέραι διαδιδομένην φήμην των κατορθωμάτων αυτού και τους ανθρωπί νους επαίνους, ζητεί παρά του ηγουμένου άδεια και αποχαιρετήσας τους συνασκητάς αυτού και τον πνευματοφόρο Γερμανό, συνασκητή του Αγίου Κλήμεντος, του εις το όρος Σαγματά ασκήσαντος και τελειωθέντος, και παρ' αυτού σωτηριωδέστατα διδάγματα λαβών, εξήλθε του μοναστηρίου και ως διψώσα τις έλαφος έτρεχε να εύρη την ποθουμένη πνευματικήν ησυχία. Πολλά δε διαμετρήσας διαστήματα και πολλά διελθών όρη έφθασε εις τον δυτικώς του Ελικώνος και μίαν περίπου ώραν άνωθι της αρχαίας Βούλιδος κείμενον λόφο, εν τη τοποθεσία Δομπού, και εκεί ναίσκον μικρόν έπ' ονόματι του Σωτήρος και κελλία τινά ανεγείρας, συνήθροισεν ολίγους μοναχούς και μετ' αυτών έμεινε εκεί δέκα έτη ασκών τα έργα της αρετής και διδάσκων τους μαθητάς αυτού τα σωτήρια της μοναδικής πολιτείας διδάγματα.

Ενταύθα ευρισκόμενος ο Άγιος και ακαμάτως ενα σκούμενος, ως άλλος της Λιβύης Αντώνιος, την όντως αγγελικήν πολιτείαν, και εαυτόν περικρύβων, ωδήγησεν πολλάς ψυχάς απολωλότων ανθρώπων εις τον εύδιον της σωτηρίας λιμένα. Πλησίον του ασκητηρίου του Αγίου, εν τέταρτον της ώρας περίπου βορειοανατολικός, εν ή θέσει ακριβώς ευρίσκεται σήμερον το μοναστήριον, υπήρχον όλιγαι τινές οικογένειαι αλβανικής καταγωγής και ηθών σκληρών και αγρίων, ων ο βίος ήτο ληστρικός και επίφοβος εις τους γειτνιάζοντας κα τοίκους. Τους αγρίους τούτους κατοίκους του Δομπού πλησιάσας ο άγιος και δι' επαγωγών λόγων κατηχήσας, μετέβαλε την σκληρότητα και αγριότητα αυτών εις ημερότητα και μετάνοιαν δια τον πρότερον άγριον και σκληρό αυτών βίον. Εν ω λοιπόν πρότερον οι άγριοι ούτοι αλβανοί έφερον μεθ' εαυτών όπλα και μαχαίρας και δι' αυτών εζήτουν να εύρωσι την καθημερινή αυτών τροφήν κλέπτοντες και απειλούντες φόνο και κακώσεις, ευθύς άμα ακούσαντες τας ψυχοσωτηρίους του αγίου συμβουλάς, έρριψαν τα όπλα και άντ' αυτών έλαβον, ο μεν την αξίνην, ό δε το γεωργικόν άροτρον και άλλος άλλο έργον βιοποριστικόν και έντιμον Την φήμην του Αγίου ακούοντες προσέτρεχον πολ λοί εκ διαφόρων μερών χριστιανοί επικαλούμενοι και λαμβάνοντες την βοήθειαν αυτού, όστις δια της προς τον Θεόν προσευχής και της μετά δακρύων επικλήσεως της θείας αντιλήψεως, εθεράπευε τας ασθενείας αυτών, ψυχικάς τε και σωματικάς.

Άλλ' ή μεγάλη των καθ' εκάστην προσερχόμενων συρροή και ή προς τους ασθενείς αυτών συμπάθεια του Αγίου, ετάραττεν, ως ήτο επόμενον, την πνευματικήν αυτού γαλήνην, και ως εκ τούτου δεν ήδύνατο να διατελή εν αδιαλείπτω προσευχή και να εξασκεί τους πνευματικούς αυτού αγώνας, τουθ όπερ ελύπει αυτόν και εγένετο αφορμή να εγκατάλειψη τους τε μαθητάς αυτού και το μονύδριον, μετά δεκαετή περίπου εν αυτώ εγκαταβίωσιν, και να καταλάβη την βορειοδυτικώς του Ελικώνος και δύο ώρας μακράν από του μονυδρίου αυτού απέχουσαν κορυφή, την σήμερον καλουμένη κελί του Αγίου, όπως εύρη εν αυτή την ποθουμένη πνευματική αυτού άνάπαυσιν. Εν τη μεμονωμένη ταύτη κορυφή, ως ό θεσβίτης Ηλίας, προσκαρτερών και την ψυχήν αυτού εκκαθάρας, ήκουσε παρά του Δεσπότου ημών Χριστού φωνή, ήτις εκάλει αυτόν να αφήση την κορυφή εκείνη και να καταβή εις μέρος επίπεδο και εκεί να κτίση μοναστήριον, όπερ θέλει χρησιμεύσει ως άλλη τις χλοερά της ερήμου του Ιορδα νού όασις, ίνα ενταύθα ευρίσκωσι πνευματικό καταφύγιο οι την τύρβην του κόσμου αποφεύγοντες και επιζητούντες την ψυχική αυτών σωτηρίαν. Και αληθώς, ευθύς άμα της φωνής του Κυρίου άκουσας, κατέβη από της κορυφής και συναθροίσας τους ολίγους αυτού μαθητάς, ους άλλοτε είχεν αφήσει, απομακρυν θείς άπ' αυτών προς ησυχία πνευματική, ήρξατο φέρη οικοδόμους και να κτίζη μοναστήριον, όπερ όμως δια τους μεταγενεστέρους μοναχούς ήτο λίαν ακατάλληλον, ένεκα της φυσικής του τόπου τραχύτητας και της ανήλιου αυτού θέσεως.

Εν ω λοιπόν ο Άγιος φρόντιζε παντί σθένει να αποπεράτωση το έργον, εμφανίζεται εις αυτόν ή Υπεραγία Θεοτόκος και διατάσσει αυτόν να αφήση την πε ραιτέρω οίκοδομήν του μοναστηρίου τούτου, ως ακαταλλήλου όντος εις τας άνάγκας των μεταγενεστέ ρων, και να κτίση άλλο τοιούτον, εν ή θέσει υπάρχει το χωρίον Δομπός. Την διαταγή της Υπεραγίας Θεοτόκου εκπληρών ό Άγιος, έρχεται εις τους κατοίκους του χωρίου Δομπού και ανακοινών ταύτην πείθει αυτούς να αφήσωσι τας εαυτών καλύβας και τον τόπον αυτών και να αποικήσωσιν αλλαχού, άφ' ου λάβωσι το αντίτιμο της εαυτών ιδιοκτησίας.


Μετά την αγορά λοιπόν ταύτην της τοποθεσίας των Δομποιτών και την εντεύθεν απομάκρυνσιν αυτών, μετέβη ο άγιος εις Κωνσταντινούπολιν και λαβών παρά του πατριάρχου άδεια, ήτις σώζεται και μέχρι της σήμερον, ήρξατο να ανεγείρη ναό σταυροπηγιακό έπ ονόματι του Σωτήρος ημών Χριστού και μοναστήριον κατά την διαταγή, ην έλαβε παρά της Θεοτόκου. Άλλ' ό μισόκαλος διάβολος θέλων να ματαίωση το θεάρεστον τούτο έργον, όπερ ήρξατο ό Άγιος Σεραφείμ προς ψυχική των χριστιανών ωφέλεια, σπείρει ζιζάνια εις τας καρδίας τινών ανθρώπων και οδηγεί αυτούς να διαβάλωσι αυτόν ως άνθρωπον ραδιούργο και απατηλό. Οι άνθρωποι λοιπόν ούτοι, όργανα γενόμενοι του μισοκάλου διαβόλου, καταγγέλλουσι τον Αγιον εις τον αλλόθρησκο άρχοντα της Λεβαδείας, λέγοντες αύτω ότι ραδιουργός τις καλόγηρος έπεισε δια των ραδιουργιών αυτού τους υπηκόους Δομποίτας και απεξένωσεν αυτούς από της ιδιοκτησίας αυτών, αντί ευτελέστατης χρηματικής αποζημιώσεως.

Τους λόγους τούτους άκουσας ο άρχων της Λεβαδείας εξεμάνη κατά του Αγίου και έστειλε τρεις τούρκους στρατιώτας να οδηγήσωσιν αυτόν δεδεμένον εις Λεβάδειαν, ίνα λαβή την πρέπουσα αυτού τιμωρία. Φθάσαντες λοιπόν οί εκ Λεβαδείας απεσταλμένοι στρατιώται στο μέρος, εν ω ειργάζετο ο Άγιος εξύβρισαν αυτόν δια βάναυσων ύβρεων και κατήνεγκον επί της κεφαλής αυτού μέγα κτύπημα, ένεκα του οποίου έμεινε ημιθανής, διότι το κτύπημα ήτο τοιούτον ώστε ή κε φαλή αυτού εσχίσθη κατά μέγα μέρος, καθώς φαίνεται το σημείον και σήμερον επί της αγίας αυτού Κάρας. Άφ' ου δε ο Άγιος συνήλθεν ολίγον έδεσαν αυτόν και ανεχώρησαν μετ' αυτού εις Λεβάδειαν, εκπληρούντες την διαταγή του αρχηγού αυτών. Καθ' όδόν δε, επειδή το μέρος στερείται ύδατος, οί στρατιώται, διψήσαντες και μη ευρόντες ύδωρ, τήδε κακείσε διασπαρέντες εν τη θέσει Παμπλούκι, μίαν ώραν μακράν από του μέρους, άφ' ου ανεχώρησαν συνοδεύοντες τον Αγιον, επετέθησαν πάλιν κατ' αυτού και ηπείλουν να φονεύσωσιν αυτόν, διότι ένεκα αυτού υποφέρουσι δίψα και κό πους και κινδυνεύουσι να αποθάνωσιν εν τη ξηρά ταύτη έρήμω. Άλλ' ο Άγιος καίπερ καταβεβλημένος ων υπό του κόπου και των κακώσεων, καίπερ δριμύτατους πόνους υποφέρων εκ της πληγής, την οποίαν οί άσπλαγχνοι ούτοι στρατιώται επήνεγκον εις την κεφαλήν αυτού, δεν ηγανάκτησε κατ' αυτών, δεν εμνησικάκησε δια την σκληρότητα και απανθρωπίαν, μεθ' ης προσηνέχθησαν προς αυτόν, αλλά μιμούμενος τον Σωτήρα ημών, όστις από του Σταυρού ηύχετο υπέρ των σταυρωτών αυτού, ζήτησε άδεια να προσευχηθή στον Θεόν τον δυνάμενον να ανακούφιση την δίψα αυτών. Και δη λαβών την άδεια παρά των διψαλέων τούρκων και ελευθερωθείς από των δεσμών γονάτισε και ηύξατο τω Κυρίω, όπως και ενταύθα δείξη την θείαν αυτού δύναμιν, εξάγων ύδωρ εκ του αυχμηρού εκεί νου τόπου, ως εξήγαγε ποτέ εκ της σκληράς του Σιναίου πέτρας, προς δόξα μεν του θείου αυτού Ονόματος, προς απαλλαγή δε του υπέρ αυτού πάσχοντος δούλου. Μετά δε την προσευχή, κτύπησε την ράβδο αυτού εις τον τόπον εκείνον, εις τον όποιον έχυσε πηγάς δακρύων προσευχόμενος, και ω του θαύματος! Εξήλθεν ύδωρ γλυκύ και διαυγές, όπερ και μέχρι σήμερον αναβρύει και εξ ου πάντες οι διαβάται πίνοντες δοξάζουσι τον Θεόν, αναμιμνησκόμενοι το έξαίσιον θαύμα, όπερ δια της προσευχής του υπό των αλλοφύλων πάσχοντος δούλου αυτού επεδείξατο.

Άφ' ου δε οι Τούρκοι έπιον από του ύδατος τούτου και κατέσβεσαν την δίψα αυτών, επανέλαβον πάλιν την οδοιπορία ευλαβούμενοι τον Άγιον και δεικνύοντες μετάνοιαν δι' όσα κακά προεξένησαν εις αυτόν διότι εκ του θαύματος τούτου επείσθησαν ότι ο ύπ' αυτών συνοδευόμενος δεν ήτο τοιούτος, όποιον είχον χαρακτηρίσει οι διαβαλόντες αυτόν. Την πεποίθησιν δ' αυτών ταύτην επιβεβαίωσε και έτερον του Αγίου θαύμα, το έξης· πέριξ της οδού, ή επορεύοντο εφάνησαν πετώμενα άγρια περιστέρια, εκ των οποίων οι Τούρκοι ήθελον να φονεύσωσι πυροβολούντες· αλλά καίτοι πολλά όπλα κατ' αυτών κένωσαν, ουδέν όμως περιστέρι φόνευσαν. Τότε ο Άγιος είπεν εις αυτούς να παύσωσι πυροβολούντες και αυτός δύναται να δώσει εις αυτούς ζώντα περιστέρια. Και αληθώς, προσευχηθείς άπλωσε τας χείρας και λαβών τρία περιστέρια, έδωκεν ανά εν εις έκαστον των τριών Τούρκων. Οι Τούρκοι ιδόντες και τούτο το θαύμα εξεπλάγησαν και αφήκαν τον άγιον ελεύθερον να υπάγει εις το έργον αυτού και να πράξη ότι βούλεται και ότι ο Θεός διά­ταξη αυτόν.

Και οι μεν Τούρκοι εξηκολούθησαν την προς την Λεβάδειαν άγουσαν, ο δε άγιος Σεραφείμ ελευθερωθείς κατήλθεν εις την Μονήν και εύρων τους μαθητάς αυτού βεβυθισμένους εις λύπην απαρηγόρητο δια την απώλεια του διδασκάλου και προστάτου αυτών, ενεθάρρυνεν αυτούς λέγων ότι είναι θέλημα Θεού να λαβή πέρας το έργον, και προτρέπει αυτούς να δοξάσωσι τον Θεόν, όστις ουδέποτε εγκαταλείπει τους πιστούς αυτού θεράποντας να γείνωσιν έρμαιο των ραδιουργιών των πο νηρών ανθρώπων και της δεσποτικής των ισχυρών μα νίας, αλλά διαφυλάττει αυτούς και εν αυταίς έτι ταίς κρισιμωτάταις στιγμαίς. Ανάγκη λοιπόν, λέγει, τέκνα μου, να εργασθώμεν αόκνως, όπως λαβή πέρας το έργον, όπερ θεία νεύσει ηρξάμεθα. Και αληθώς εν βραχεί χρόνου διαστήματι το μεν έργον ετελείωσεν, ή δε ταχύπτερος των αρετών του αγίου φήμη την υφήλιο διαδραμούσα συνήθροισε πολλαχόθεν πολλούς του μυστικού του Κυρίου αμπελώνος εργάτας, και ούτως ή τρα χεία και άγονος του Δομπού έρημος, ή πρότερον υπό αγροίκων και σκληρών αλβανών κατοικουμένη, απέβη νυν πόλις μουσοτραφής και εύανδρος, διότι άμα της Μονής σύστασης πανταχόθεν συνέρρευσαν άνδρες αρετής και παιδείας ου της τυχούσης, ως δηλούται εκ των καλλίστων αυτών εκκλησιαστικών συγγραμμάτων, ων λείψανα περιεσώθησαν εις την Μονήν εν μεμβράναις και χάρτη γεγραμμένα, την εξοχότητα των εναρέτων εκείνων ανδρών μαρτυρούντα. Τοσαύτη δε ην ή εις το μοναστήριον του αγίου Σεραφείμ συρροή ανθρώπων ποθούντων την μοναδική πολιτεία και την άσκησιν των πνευματικών αγώνων, ώστε το άρτι οικοδομηθέν μοναστήριον ήτο ανεπαρκές δια τον αριθμόν των προσελθόντων και καθ' έκάστην προσερχόμενων φιλερήμων του Αγίου οπαδών. Τούτου ένεκα πολλοί και σπουδαίοι άνδρες, λάτραι των μουσών και της ασκήσε ως πιστοί θεράποντες, μη δυνάμενοι να κορέσωσι την πνευματικήν αυτών δίψα, αποχωρούντες εκ της Μονής ερρίπτοντο εις τας αγκάλας της φίλης αυτών ερήμου και διήρχοντο την ζωήν αυτών εν ιδιαιτέροις καθίσμασι συγγράφοντες και εξασκούντες ακριβώς τους κανόνας της μοναδικής πολιτείας. Ενταύθα άρα εφαρμόζεται το προφητικό του μεγαλοφωνοτάτου Ήσαΐου λόγιον ότι «πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον, ή της εχούσης τον άνδρα» (νδ', 1).

Μετά παρέλευσιν δε τριών ετών, άφ' ου το έργο τελείωσε, έφθασε και ο καιρός, καθ' ον ό πολιστής ούτος της έρημου και ο διδάσκαλος της μοναδικής πολιτείας, ο Άγιος Σεραφείμ, έμελλε να εγκατάλειψη τον κόσμον τούτον και να απέλθη εις την ουράνιο αυτού πατρίδα, ίνα λαβή παρά του μισθαποδότου Θεού την αμοιβή των διηνεκών αυτού κόπων, ους κατέβαλε επί της γης προς δοξολογία του Θείου αυτού Ονόματος.

Τον χρόνον δε της τελευτής αυτού προιδών ό Άγιος, κάλεσε τους φιλτάτους αυτού μαθητάς και μετά γλυκείας και ιλαράς φωνής είπε προς αυτούς τάδε: «Τέκνα μου αγαπητά, ο χρόνος της επιγείου ζωής μου έληξε, τον αγώνα, ον ό Κύριος μοι ανέθηκεν ηγωνίσθην, όσον ηδυνάμην λοιπόν απόκειται μοι άπαξ αποθανείν. Μη λυπήσθε, τέκνα μου αγαπητά, διότι εγώ απέρχομαι άφ' υμών, αλλά χαίρετε και αγάλλεσθε ότι τελειώσαμε το έργον, όπερ θέλει μένει επί της γης προς δοξολογία του Υψίστου του Θεού Ονόματος. Μη λησμονήσητε δε, αγαπητά μου τέκνα, τα διδάγματα εκείνα, άτινα παρ' εμού του ασθενούς διδάχθητε και μη αφήσετε ποτέ τον πνευματικόν της ασκήσεως αγώνα, διότι δι' αυτού και μόνου ο άνθρωπος διαπλέων το πολυκύμαντον του παρόντος βίου πέλαγος δύναται, ως δια σχε δίας τινός να φθάση εις τον ποθητόν ουράνιον λιμένα. Ή προσευχή, αγαπητά μου τέκνα, είναι ή γλυκύτατη μετά του ουρανίου βασιλέως συνομιλία, ήτις αποβαίνει πνευματική της ψυχής τροφή και είσοδος εις την ούρά νιον βασιλείαν. Μη διακόψητε λοιπόν την προσευχήν, αγαπητά μου τέκνα, όπως μη στερηθήτε της γλυκύτατης μετά του Θεού συνομιλίας, όπερ ουδέν άλλο είναι ειμή πνευματικός της ψυχής θάνατος. Μη ανοίξετε την θύραν της ψυχής υμών, αγαπητά μου τέκνα, εις τα βιοτικά, και μη καταλάβη ημάς ο τύφος της εωσφορικής υπερηφάνειας, άλλ' έστέ πάντοτε ταπεινόφρονες και ολιγαρκείς, μιμούμενοι αυτόν τον Σωτήρα ημών τον μη έχοντα που την κεφαλήν κλίναι, και τον ταπεινώσαντα εαυτόν μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού. Μίαν δε έτι εντολή εντέλλομαι υμίν, αγαπητά μου τέκνα, και παρακαλώ να εκπληρώσετε αυτήν όταν ή ψυχή μου εξέλθη εκ του σώματος τούτου, παραλάβετε και θάψατε αυτό εις το παλαιόν μοναστήριον, οπού ή Ύπεραγία Θεοτόκος μοι απεκαλύφθη και ίνα μένη άγνωστος ο τό πος της ταφής μου, προς αποφυγήν της συρροής των ανθρώπων».

Μετά τους λόγους τούτους ό Όσιος Σεραφείμ ηυχήθη την τελευταία προς τον Θεόν ευχή, και ευλογήσας τους πολυπληθείς αυτού μαθητάς, παρέδωκε το πνεύμα προς τον Θεόν και Πλάστην, ον εκ βρεφικής αυτού ηλικίας πόθησε και ον μετ' αυταπαρνήσεως ακολούθησε, αναλαβών επί των ώμων αυτού τον Σταυρόν του Κυρί ου και βαδίσας την στενή και τεθλιμμένη όδόν, ην ό Κύριος έδειξε τοις φιλούσιν αυτόν.

Μετά δε την τελευτή του Αγίου παραλαβόντες οι μαθηταί αυτού ευλαβώς και μετά δακρύων το καταπεπονημένον εκείνο υπό της ασκήσεως σώμα, κατέθεντο αυτό εις τον τόπον, ον αυτός ο Άγιος ζών υπέδειξεν αυτοίς, ίνα και τούτο πλήρωση την θείαν του Κυρίου απόφασιν «γη ει και εις γήν απελεύση». Εκεί δε μο ναχός τεταγμένος υπό της αδελφότητας εφύλαττεν επί δύο ολόκληρα έτη τον θείον τούτον θησαυρόν, ον υπό την γήν κατέθεντο, το Σώμα, λέγω, του Αγίου, ίνα μη υπό ιερόσυλου χειρός συληθή, τούθ' όπερ εγένετο και αιτία της ταχείας των ιερών του Αγίου λειψάνων ανακομιδής· διότι και υπό την γήν όντα τον Αγιον δεν άφήκεν ο Κύριος αμάρτυρον, αλλά καθώς εν τη παρούση ζωή εθαυμάστωσεν αυτόν δια της θαυματουργικής αυτού χάριτος, ούτω και κατά το διετές χρονικό διάστημα, καθ' ο το άπνουν αυτού Σώμα ανεπαύετο υπό την γήν, θείον φως εξ ουρανού κατερχόμενον φώτιζε τον τάφο αυτού δηλούν την προς τον Θεόν παρρησία του Αγίου και οδηγούν πολλούς ευσεβείς Χριστιανούς, οίτινες αθρόοι συνερχόμενοι έπιπτον επί του τάφου αυτού και μετά δακρύων επεκαλούντο την τούτου βοήθειαν και αντίληψιν. Μετά δε την συμπλήρωσιν των δύο ετών εγένετο ή ανακομιδή των ιερών του Αγίου Σεραφείμ λειψάνων, άτινα ως ευωδέστατα ρόδα και κρίνα ηδύπνοα μετηνέχθησαν ευλαβώς υπό των μοναχών εκ του παλαιού μοναστηρίου εις το διατηρούμενον νυν μοναστήριον και κατετέθησαν εντός του ιερού αυτού ναού, εις ίδιον τόπον, ως κειμήλιο ιερό και θη σαυρός αδάπανος του μοναστηρίου τούτου, όπερ ο Άγιος μετά πολλών κόπων και μόχθων ιδρύσατο εις δόξα Θεού και εις ψυχική των χριστιανών ωφέλειαν. Εγένετο δε ή τελευτή του αγίου Σεραφείμ τη έκτη Μαΐου του χιλιοστού Εξακοσιοστού δευτέρου έτους, ήμερη της Μεσοπεντηκοστής και ώρα στ' της μεσημβρίας- ζήσας εν όλο έτη 75.

Τοιούτος εν ολίγοις, αγαπητοί αδελφοί, υπήρξεν ο Όσιος Σεραφείμ, ούτινος την μνήμην σήμερον εορτάζομεν. Τοιούτους αγώνας πνευματικούς κατέβαλεν ό εν ασκηταίς εκλάμψας και κανόνα της αρετής εν αυτοίς εαυτόν παράσχων πατήρ ημών Σεραφείμ και δια τούτο μεγάλης παρά του Θεού ηξιώθη χάριτος, του αποδιώκειν τας ασθενείας των ανθρώπων και άλλα επιτελείν θαύματα, εξ ων ολίγα τινά θέλομεν διηγηθή προς δό ξαν μεν του Θεού, του ούτω τους αγίους αυτού δοξάζοντος, προς τιμήν δε του Αγίου, ούτινος την προς τον Θεόν μεσιτείαν εις πάσαν ημών ανάγκην επικα λούμενοι, λαμβάνομεν ταχέως την εξ ύψους αντίληψιν και βοήθειαν.

Δεύτε λοιπόν και ημείς, φιλόχριστοι εορτασταί, οίτινες μετά χριστιανικής ευλαβείας, αφήσατε τους οίκους υμών και τα έργα, και μακράν διανύσαντες όδόν, ήλθετε εις την ερημίαν ταύτην ινα τιμήσητε τον Αγιον Σεραφείμ. Δεύτε ακούσατε μετά προσοχής και χριστιανικού ενδιαφέροντος τα ολίγα εκ των πολλών αυτού θαυμάτων, ίνα πνευματικήν ωφέλειαν κομισάμενοι επανέλθητε εις τας εστίας υμών χαίροντες και αγαλλόμενοι


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΒΟΙΩΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ ΤΟΜΟΣ Α – ΘΗΒΑ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.