Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Αξιοπρόσεκτα πρακτικά πνευματικά μαθήματα 9

Φοράς κάτι πού δεν σε ανήκει


Περπατούσα στον δρόμο ένα απόγευμα αμέριμνη. Σε απόσταση δύο - τριών μέτρων κάτι γυάλιζε στο πεζοδρόμιο.

Πήγα, έσκυψα, και τί να δώ! ένα ωραίο δαχτυλίδι ολόλευκο, με μία πέτρα. Το πήρα, κοίταξα καλά - καλά γύρω μου, είδα ότι δεν με αντιλήφθηκε κανείς και το έβαλα στην τσέπη μου.

Πήγα στην συνέχεια στο σπίτι μας..., και το φόρεσα.

Άστραφτε, γυάλιζε ή πέτρα του.

Το φόρεσα και ήμουν χαρούμενη. Την επομένη το πρωί, εκεί πού περπατούσα, ένα χέρι έπιασε το χέρι μου, κοίταξε το δακτυλίδι και με ρώτησε αυστηρά.

-Τί είναι αυτό, κόρη μου;

-Το βρήκα, το βρήκα στον δρόμο παππούλη, και το φόρεσα, δεν έκανα καλά;

-Εσύ τί λες, παιδί μου; έκανες καλά; Νιώθεις καλά;

Είσαι εντάξει;

-Ναι, παππούλη μου, είμαι πολύ καλά, γιατί; -Μα κόρη μου, φοράς κάτι πού δεν σου ανήκει. Φοράς ένα πράγμα πού είναι αλλουνού. Φοράς ένα αντικείμενο ξένο. Μπορεί να ήταν κειμήλιο, οικογενειακό ενθύμιο κάποιας κυρίας. Πολλά μπορεί. Και το κυριότερο, παιδί μου, ενώ περπατάς στο δρόμο σε ρωτάει κάποια, δικό σου είναι κοπέλα μου; Πού το βρήκες; Τί θα πεις τότε;

Τί να κάμω, πάτερ; Να το άφηνα και να έφευγα; Όχι, παιδί μου, οι ανατροφές σου, τα συναισθήματα σου, έπρεπε να σε οδηγήσουν αμέσως στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί έπρεπε να το πάς κατ' ευθείαν. Και αυτό θα κάνεις, παιδί μου. Θα πάς πρώτα να ζητήσεις συγγνώμη από τον Κύριο μας, στο εκκλησάκι μας, και μετά θα πάς να το παραδώσεις στο τμήμα, όπως και έγινε....

Ήταν ένα πανάκριβο κόσμημα, πού το έχασε μια υπηρέτρια, πού το πήρε από το κοσμηματοπωλείο κατ' εντολή της κυρίας της για να το πάει σπίτι. Και κατηγορούνταν αυτή ότι το έκλεψε.

Με δάκρυα στα μάτια μάς ευχαριστούσε και μάς ευγνωμονούσε....

Τί κακό θα έκανα σε μια ψυχή πού θα την κατέστρεφα εντελώς. Πόσο απερίσκεπτα φέρθηκα! Ό Θεός ας με συγχωρήσει.

* * *

Το μόνο πού θυμάμαι, είναι να παίζω μέσα σε κάγκελα. Μέσα σε μια φυλακή. Εκεί είχα τα λίγα παιχνίδια μου. Εκεί έπαιζα συνέχεια με δύο άλλα παιδιά.

Μην με ρωτήσετε για τον πατέρα μου. Δεν ξέρω ούτε πώς είναι καν στην φωτογραφία. Ούτε και για την μητέρα μου. Λίγο, πολύ λίγο την θυμάμαι. Θυμάμαι τα ματάκια της όλο κλαμένα. Θυμάμαι το πρόσωπο της, όλο στεναχωρημένο. Μόνο ή αγκαλιά της ήταν ζεστή. Πολύ ζεστή για μένα.

Όμως, κάποιο χειμωνιάτικο πρωινό, μου 'παν πώς πέθαναν οι γονείς μου. Πώς δεν υπάρχουν πια. Τριών -τεσσάρων χρόνων να ήμουν. Τότε, βρέθηκα σε κάποιο σπίτι φίλων του πατέρα μου για κανένα μήνα. Και μετά, δεν ξέρω ακόμα πώς, δεν ρώτησα ποτέ μου, βρέθηκα σε αυτό το σπιτάκι μαζί με άλλα παιδιά.

Πατέρας μου, εδώ και πέντε χρόνια τώρα, είναι και θα είναι ό π. Χριστόφορος. Θυμάμαι πού μάς έπαιρνε από το χέρι και περπατούσαμε κάτω από τα δένδρα. Δίπλα στο ποταμάκι. Ψαρεύαμε. Μου έμαθε, που να βρίσκω σκουληκάκια, πώς να τα βάζω στο αγκίστρι και σε ποιά σημεία του πόταμου να πάω για να βρω ψάρια. Μετά τα καθαρίζαμε εκεί, τα ξεπλέναμε και χαρούμενοι γυρίζαμε πίσω....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.