Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ.




Έκλεισε την πόρτα με βία και κατέβηκε τις σκάλες για να πάει στο αυτοκίνητο. Όταν ό Παύλος άκουσε τη μηχανή του αυτοκινήτου να βάζει μπρος και να ξεκινάει, ήταν βέβαιος ότι ή Αναστασία θα ξαναγύριζε. «Θα ξανάρθει σε μισή ώρα», είπε στον εαυτό του και μετά κάθισε υπομονετικά στο σαλόνι και περίμενε. Τρεις ώρες αργότερα, όταν δεν είχε επιστρέψει, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στην τροχαία, για να μάθει αν το αυτοκίνητο είχε πάθει κανένα δυστύχημα. Ήταν φθινόπωρο και είχαν αρχίσει τα πρωτοβρόχια. Δεν υπήρχε καμιά είδηση ούτε για δυστύχημα, ούτε για την Αναστασία. «Τώρα τα έκανα θάλασσα», αναστέναξε ό Παύλος.

Ό Παύλος και ή Αναστασία ήταν παντρεμένοι δώδεκα χρόνια, αλλά τα δύο τελευταία χρόνια όλα είχαν πάει στραβά. Μάλωναν διαρκώς για τα παιδιά. Είχαν οικονομικές δυσχέρειες και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν πώς θα διαχειρισθούν τα χρήματα τους. Σ' αυτά τα δύο χρόνια, είχε πεθάνει ό πατέρας της Αναστασίας και ή μητέρα του
Παύλου. Είχαν δυσκολία να μιλήσουν για ένα σημαντικό θέμα. Έτσι, κτίσθηκε ένας τοίχος ανάμεσα τους, που μεγάλωνε διαρκώς.

Ό Παύλος ήταν πάντοτε ό πιο ισχυρογνώμων στην οικογένεια και αισθανόταν ότι έτσι έπρεπε να είναι. Το περασμένο χρόνο όμως, ή Αναστασία ήθελε να συμμετέχει περισσότερο στη λήψη των αποφάσεων πού αφορούσαν την οικογένεια. Έλεγε διαρκώς ότι είχε το δικαίωμα να ζήσει και να εκφράσει τον εαυτό της σ' αυτόν τον πλανήτη, όσο και κάθε άλλο άτομο. «Το δικό σου πρόβλημα», έλεγε ό Παύλος, «είναι ότι νομίζεις πώς όλος αυτός ό πλανήτης είναι δικός σου»• και ή μάχη συνεχιζόταν. Τις δύο περασμένες εβδομάδες, ό πόλεμος μεταξύ τους ήταν σφοδρός και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι θα σταματήσει.

Ή Αναστασία ήταν 40 χρονών και ήταν πιο όμορφη από την ήμερα πού ό Παύλος την παντρεύτηκε. Είχε πάρει την ομορφιά της μητέρας της, πού όμως ήταν πιο υπάκουη από την Αναστασία. Ό Παύλος νόμιζε ότι είχε παντρευτεί την Αναστασία για την ομορφιά της, αλλά τώρα τελευταία διαπίστωνε, όλο και περισσότερο, ότι είχε διαλέξει την Αναστασία για την υπακοή πού αρχικά του έδειχνε. Άρχισε όμως να διαπιστώνει σύντομα, ότι δεν ήταν τόσο υπάκουη, όσο νόμιζε στην αρχή του γάμου τους. «Έπρεπε να είχες παντρευτεί τη μητέρα μου», φώναζε ή Αναστασία όταν ό άνδρας της επέμενε στη γνώμη του... και αυτό συνέβαινε τακτικά.

Ο Παύλος είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να κάνουν τα πάντα μαζί: να ψωνίζουν μαζί, να τρώνε μαζί, να διασκεδάζουν μαζί, να φροντίζουν για το σπίτι και τα παιδιά μαζί, χωρίς καμιά εξαίρεση. Ό Παύλος είχε καταφέρει να έχει ακόμα και το γραφείο του πλάι στο σπίτι του, για να μην απομακρυνθεί πολύ από την Αναστασία και τα παιδιά. Αλλά και ή Αναστασία θέλησε να βοηθήσει τον άνδρα της στο γραφείο. Τα πρώτα δέκα χρόνια του γάμου τους, οι δύο τους. και ιδιαίτερα ό Παύλος, καυχιόνταν ότι ήταν μια πολύ αγαπημένη οικογένεια γιατί έκαναν τα πάντα μαζί.


Η Αναστασία δεν είχε δυσκολία να προσαρμοσθεί στις γνώμες του Παύλου. Μεγάλωσε σε μία μεγάλη αγροτική οικογένεια, πού όλα τα μέλη της βοηθούσαν στις διάφορες δουλειές πού έπρεπε να γίνουν.  Ο καθένας είχε τη δουλειά του και ήξερε πώς και πότε έπρεπε να την κάνει. Ή μητέρα της ήταν υπάκουη στον πατέρα της, αλλά ό πατέρας της θαύμαζε τη γυναίκα του και αναζητούσε και σεβόταν τη γνώμη της, ακόμα και για τα πιο ασήμαντα πράγματα. Ή αγάπη και ό σεβασμός πού είχαν μεταξύ τους αντανακλούσε μία ενότητα πού διαπερνούσε και συνέδεε όλα τα μέλη της οικογένειας. 

Μαζί τους έμενε ό παππούς της Αναστασίας, πού της είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια. Ή Αναστασία θυμόταν, πώς όταν ερχόταν σπίτι απ' το σχολείο, ό παππούς της την αγκάλιαζε στοργικά και της έλεγε: «Σ' έχω στο νου μου όλη την ήμερα»- και οι δύο τους κάθονταν ώρες και μιλούσαν.
Ο Παύλος μεγάλωσε σε μια παρόμοια οικογένεια, μόνο πού ή μητέρα του ήταν ή μόνη γυναίκα ανάμεσα σε πέντε άνδρες τον πατέρα του, τον παππού του, και τα τρία του αδέλφια. Όταν κάθονταν όλοι στο τραπέζι ένα θέμα επικρατούσε στη συζήτηση: οι διάφορες νομικές και δικαστικές υποθέσεις, πού είχαν αναλάβει ό πατέρας και ό παππούς του. 

Έτσι τα παιδιά άκουγαν κάθε υπόθεση σαν ένα μυθιστόρημα, αλλά συγχρόνως μάθαιναν κάτι πού δε μαθαίνεται στη νομική σχολή πώς να είναι κανείς ένας δυναμικός και επιτυχημένος δικηγόρος. Ή μητέρα του Παύλου δεν έλειπε από τη συζήτηση. Είχε, κι αυτή, αποκτήσει μία πρακτική πείρα πού της έδινε τη δυνατότητα να καταλαβαίνει απόλυτα αυτές τις συζητήσεις, και ή αφοσίωση και ό θαυμασμός της για τον άνδρα της έκανε το πρόσωπο της να λάμπει, όταν ό άνδρας της εξέφραζε τη γνώμη του. Δεν υπήρχαν πολλές δυνατότητες να ξεφύγει κανείς απ' το νομικό κλάδο σ' αυτή την οικογένεια. Έτσι, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι όλα τα παιδιά θα συνέχιζαν την καριέρα του πατέρα και του παππού τους. Ό Παύλος θαύμαζε τη μητέρα του και περίμενε ότι ή γυναίκα του θα
 είχε την ίδια αφοσίωση σ' αυτόν, πού ή μητέρα του είχε στον πατέρα του. Επίσης, ό Παύλος περίμενε ότι τη ζωή του με την Αναστασία θα τη χαρακτήριζε ή ίδια συνοχή πού είχε ή πατρική του οικογένεια.

 Ο Παύλος τηλεφώνησε στην τροχαία πάλι, αλλά δεν είχαν καμιά είδηση για την Αναστασία. Ευχόταν στο Θεό να μην έχει αποφασίσει να πάει στους γονείς της στα Γιάννενα. Ήταν ή πρώτη φορά πού ή γυναίκα του τόλμησε να απομακρυνθεί για τόσο χρονικό διάστημα από το σπίτι χωρίς να πει πού θα πάει- και γι' αυτό ό Παύλος άρχισε να πανικοβάλλεται. Φαντάσθηκε όλες τις φοβερές τραγωδίες πού μολύνουν το μυαλό του άνθρωπου, όταν βιώνει μια προσωπική θύελλα. Σκεφτόταν πώς θα έλεγε στα παιδιά ότι ή μητέρα τους σκοτώθηκε σε ένα δυστύχημα το όποιο έγινε γιατί αυτός την είχε διώξει από το σπίτι. Αισθανόταν σαν ένα μωρό πού είχε εγκαταλειφθεί από τη μητέρα του. 

Μετά από λίγη ώρα ό Παύλος άρχισε να σκέπτεται, ότι ή Αναστασία ίσως είχε συνδεθεί με έναν άλλο άνδρα και ότι πήρε την τελική απόφαση να συζήσει μαζί του. Αυτό ήταν μια υποψία και ένας φόβος πού τον βασάνιζε συχνά. Άρχισε να θυμάται, ότι τις λίγες φορές και ώρες. πού ή Αναστασία είχε λείψει από το σπίτι, δεν ήθελε να δώσει αναφορά για το πού ήταν. Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Προσπάθησε να εντοπίσει ποιος μπορεί να είχε «κλέψει» τη γυναίκα του και άρχισε να συγκρίνει τον εαυτό του με όποιον ερχόταν στο μυαλό του. Κάθε φορά όμως πού έκανε μια τέτοια σύγκριση, έβλεπε τον εαυτό του κατώτερο απ' τούς άλλους. Έτσι, ή ζήλεια του και ή οργή του στρεφόταν διαρκώς εναντίον του εαυτού του.


Στις δύο τη νύχτα άκουσε το αυτοκίνητο τους να πλησιάζει στο σπίτι. Μόλις είδε την Αναστασία να βγαίνει απ' το αυτοκίνητο, ανακουφίστηκε και οργίστηκε συγχρόνως, αλλά όταν την είδε να κλαίει, ή οργή του μετατράπηκε σε τρυφερότητα. Ή Αναστασία ένιωθε ότι χρειαζόταν τη στοργή πού έπαιρνε από τον παππού της, όταν ήταν μικρή και γύριζε από το σχολείο. Έτσι, όταν είδε τον άνδρα της έπεσε στην αγκαλιά του και έμειναν ό ένας στην αγκαλιά του αλλού για αρκετή ώρα.
Όταν ή Αναστασία σταμάτησε να κλαίει, είπε: «Παύλε, ο τρόπος πού ζούμε δεν είναι σωστός. Διαρκώς κατηγορεί ό ένας τον άλλο για ότι γίνεται στο σπίτι». «Ξέρω, έχεις κάποιον άλλο και δε μου το λες», απάντησε ό Παύλος. «Γι' αυτό όλο ζητάς να βγαίνεις απ' το σπίτι». Το πείσμα του έμοιαζε με το πείσμα ενός μικρού παιδιού πού έχει χάσει τον καλλίτερο του φίλο.


«Όχι Παύλο, δεν έχω κανέναν άλλο», απάντησε ή Αναστασία. «Αλλά θέλω να βγαίνω, γιατί δεν αντέχω τούτο το σπίτι πια. 'Αντί να είναι ευχάριστο, το αισθάνομαι σαν να είναι φυλακή».
«Δηλαδή θέλεις να πάρουμε διαζύγιο»; «Ήδη είμαστε χωρισμένοι. Ίσως ή μόνη διαφορά ανάμεσα σε μάς και σ' αυτούς πού έχουν πάρει διαζύγιο, είναι ότι αυτοί έχουν περισσότερη τόλμη από μάς. Δεν ξέρω αν αυτοί πονάνε περισσότερο από μάς, αλλά τουλάχιστον κάνουν κάτι άλλο με τον εαυτό τους παρά να τσακώνονται διαρκώς».
Ό Παύλος έσπευσε να δώσει μία λύση. «Θέλεις να δουλέψεις κάπου άλλου και να μη με βοηθάς στο γραφείο;»
—        «Παύλο, ή δουλειά δεν είναι το μόνο πρόβλημα».
—        «Ποιό είναι το πρόβλημα;»
—        «Το πρόβλημα είναι ότι είμαστε απομονωμένοι, όχι μόνο από άλλους ανθρώπους αλλά και μεταξύ μας. Δεν κάνουμε τίποτε άλλο μαζί, παρά να δουλεύουμε και να βλέπουμε τηλεόραση».
—        «Ποιος φταίει γι' αυτό; Εσύ λες ότι είσαι διαρκώς κουρασμένη και τώρα γυρίζεις και μέχρι τις δύο το πρωί!»
Ό Παύλος άρχισε να εκνευρίζεται και ή Αναστασία άρχισε να κλαίει πάλι λέγοντας: «Για δέκα χρόνια προσπάθησα να μη σου χαλάσω χατίρι. Νόμισα ότι με αυτόν τον τρόπο θα είμαστε πιο ευτυχισμένοι. Δεν μπορώ να αντέξω άλλο. Φοβάμαι να κάνω το πιο μικρό βήμα, χωρίς να είσαι κοντά μου και χωρίς την έγκριση σου. 'Αντί να αισθάνομαι σαν μια γυναίκα, αισθάνομαι σαν ένα ανάπηρο παιδί».


Ό Παύλος προσπάθησε να κατηγορήσει το φεμινιστικό
κίνημα, αλλά ή   Αναστασία συνέχισε να εκφράζει   .
παράπονα της:
«Ζούμε μέσα στην καρδιά της πόλης, αλλά αισθάνομαι ότι ζούμε μόνοι μας σε ένα νησί. Δε φτάνει πού δε μιλάμε μεταξύ μας, αλλά δε μιλάμε και με κανέναν άλλο. 


Πνιγόμαστε! Το καταλαβαίνεις; Όχι μόνο εμείς, αλλά και τα παιδιά μας» Μέχρι να τελειώσει ή Αναστασία, ό άνδρας της είχε πέσει απ' τα σύννεφα. Ήξερε ότι ό γάμος του δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν περίμενε να ακούσει τη γυναίκα του να εκφράζει τόση δυσαρέσκεια.
«Δηλαδή εγώ φταίω για όλα;», ρώτησε ό Παύλος μ' έναν απολογητικό τόνο.
«Όταν έφυγα με το αυτοκίνητο έκλαψα πολύ και τελικά σταμάτησα να λυπάμαι τον εαυτό μου. Ξαφνικά κατάλαβα ότι όλα αυτά τα χρόνια έριχνα την ευθύνη σε σένα για όλα τα προβλήματα μας. Νομίζω ότι και οι δύο μας φταίμε, γιατί ζητάμε κάτι από τη σχέση μας πού δεν μπορεί να μας δώσει. Κάτι πρέπει να αλλάξει. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι».


Ό Παύλος είχε μείνει άφωνος. Κατάλαβε ότι όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν υπήρχαν προβλήματα στο γάμο τους. Κάπως πανικοβλημένος προσπάθησε πάλι να σκεφτεί μία λύση. «Μήπως αυτό πού φταίει είναι ότι χρειαζόμαστε να ξεφύγουμε από τη ρουτίνα μας; Μήπως μας λείπουν οι δικοί μας;»
«Όχι», απάντησε ή Αναστασία, «χρειάζεται κάτι παραπάνω».
Ό Παύλος δεν ήθελε να την ακούσει. «Ξέρω τί εννοείς. Χρειάζεται να αλλάξουμε τον τρόπο πού ζούμε. Χρειάζεται να κάνουμε κάτι καινούργιο».


Ή Αναστασία κράτησε την αναπνοή της περιμένοντας την επόμενη πρόταση του άνδρα της. «Τί εννοείς; Τί θέλεις να κάνουμε;»
«Να πάμε να μείνουμε κοντά στους δικούς μας. Εάν είχα τα αδέλφια μου κοντά, νομίζω ότι δεν θα ήμουν τόσο αυταρχικός και εσύ θα μπορούσες να έχεις περισσότερη βοήθεια για το σπίτι και τα παιδιά».
Η Αναστασία είχε τις επιφυλάξεις της, αλλά ήταν τόσο απελπισμένη, ώστε συμφώνησε λέγοντας, ότι θα ήταν ευτυχισμένη με ότι θα ήταν ό Παύλος ευτυχισμένος.
Μετά από τρεις μέρες ό Παύλος κατέληξε ότι δεν θα μπορούσαν να μετακομίσουν κοντά στους συγγενείς τους για οικονομικούς και επαγγελματικούς λόγους. Όταν το ανακοίνωσε στην Αναστασία, αυτή άρχισε να κλαίει: «Είμαστε παγιδευμένοι, παγιδευμένοι!» Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να φύγει, αλλά μετά ένοιωσε ότι ήταν ανίκανη να τα καταφέρει μόνη της, χωρίς τον Παύλο.


Μετά από λίγες μέρες, ή Αναστασία πρότεινε να πάνε να μιλήσουν μ' έναν ψυχολόγο. «Έχω διαβάσει ότι πολλοί άνθρωποι βρίσκουν βοήθεια με το να συζητήσουν τα προβλήματα τους με κάποιον άλλον». Ό Παύλος ήταν αρκετά διστακτικός να μιλήσει με έναν ξένο για τα οικογενειακά του προβλήματα. Για πολλές εβδομάδες είχε πολλές αντιρρήσεις, αλλά στο τέλος δέχθηκε. Έκλεισαν μία συνάντηση με έναν ψυχολόγο και το ζευγάρι πήγε και μίλησε μαζί του τρεις φορές.
Ή ζωή τους βελτιώθηκε για λίγο διάστημα, αλλά ουσιαστικά δεν έγινε καμιά αλλαγή στις σχέσεις τους. Τα προβλήματα τους (οι πολλές και έντονες διαφωνίες για σημαντικά και ασήμαντα ζητήματα, ή έλλειψη εμπιστοσύνης, ή δυσκολία τους να εκφράσουν και να ακούσουν ό ένας τα συναισθήματα του άλλου και ή έλλειψη κοινών και προσωπικών ενδιαφερόντων) συνεχίσθηκαν. Παρόλο πού μιλούσαν γι' αυτά τα προβλήματα, κανένας απ' τούς δύο δεν είχε την τόλμη να ριψοκινδυνεύσει την παραμικρή ανεξαρτησία από τον άλλον και το κουράγιο να αποβάλει το φόβο και την ένοχη, πού υπόσκαπτε την αυτοεκτίμηση του. Επίσης ό Παύλος και ή Αναστασία δεν μπορούσαν να αναπτύξουν προσωπικά ενδιαφέροντα και να τα χαρούν μαζί. Παρόλο πού παρέμειναν πάντοτε μαζί, οι σχέσεις τους, παρέμειναν ρηχές και επιφανειακές. 


Ίσως το πιο θλιβερό είναι το ότι για όλη τους τη ζωή προσπάθησαν να φανούν ενωμένοι και ευτυχισμένοι στον κόσμο, αποκλείοντας μ' αυτόν τον τρόπο κάθε ευκαιρία για βοήθεια.
Δέκα χρόνια μετά απ' αυτή τη φθινοπωρινή βραδιά, με τα πρωτοβρόχια, ή Αναστασία πέθανε από καρκίνο, αναζητώντας μια ενότητα με τον Παύλο, πού δεν κατάφερε ποτέ να βρει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΓΑΜΟΣ. ΠΑΠΑ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ -ΠΑΠΑ ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.