Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Ο ΣΦΥΓΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.




Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Δημοσιεύεται κατωτέρω η εισήγηση τού Σεβασμιωτάτου στην παρουσίαση τού πολύτομου έργου τού Γέροντος Μωϋσή τού Αγιορείτου με τίτλο «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών τού εικοστού αιώνος», στην αίθουσα τού Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», 7-2-2012.
Εκτός από τον Σεβασμιώτατο, το έργο παρουσίασαν ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους π. Μεθόδιος, ο Πρωτοπρ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, ο Ιερομόναχος π. Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, και ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης π. Ιουστίνος Μπαρδάκας.
Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του και απηύθυνε χαιρετισμό ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος.
*

Έχω γράψει πολλές φορές σε βιβλία και έχω μιλήσει σε διάφορα ακροατήρια για το Άγιον Όρος και την ζωή του, από την ανατολή έως την δύση. Σε μια ομιλία μου και συζήτηση πού έγινε σε Ορθοδόξους φοιτητές και επιστήμονες στην Δαμασκό της Συρίας και κράτησε περίπου μια ολόκληρη μέρα (9 ώρες) στο τέλος κάποιος αραβόφωνος Ορθόδοξος είπε με δυνατή φωνή: «Μάς μέθυσες από το κρασί τού Αγίου Όρους». Πράγματι, το Άγιον Όρος διαθέτει ένα δυνατό κρασί, άκρατον οίνον, ανέδειξε μοναχούς πού ήταν μεθυσμένοι από την νηφάλια μέθη και γι’ αυτό ως μεθυσμένος μπορεί κανείς να γράψει, να μιλήσει και να ακούσει για το Άγιον Όρος.

Σε ένα άλλο τριήμερο σεμινάριο στην Τακόμα τού Σιάτλ της Αμερικής άκουσαν για τρείς ημέρες περίπου 200-300 προσήλυτοι στην Ορθοδοξία για την διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά με ενδιαφέρον, προσευχή και κατάνυξη, σε συσχετισμό με την σύγχρονη ζωή τού Αγίου Όρους και είπαν ότι οσφράνθηκαν την ατμόσφαιρα τού Αγίου Όρους. Παντού ο λόγος περί τού Αγίου Όρους προκαλεί ενδιαφέρον και προσευχή.

Η συγγραφή τού τρίτομου έργου τού π. Μωϋσή με τίτλο «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών τού εικοστού αιώνος» μού δίνει την ευκαιρία για μια ακόμη φορά να εκφράσω την αγάπη μου για το Άγιον Όρος πού γνώρισα και την σημασία του για την Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα, αλλά και την ανθρωπότητα, γιατί παρουσιάζει έναν τρόπο ζωής πού είναι δυσεύρετος. Για να καταλάβει κανείς το Άγιον Όρος χρειάζεται να το προσεγγίσει με τα μάτια της καρδιάς, με τον έσω άνθρωπο, την ορμή τού πνεύματος, γιατί το φώς του είναι τόσο δυνατό πού τυφλώνει τον άρρωστο οφθαλμό και η ακοή τόσο ισχυρή πού σπάζει τα τύμπανα, τα οποία είναι συνηθισμένα να ακούνε συμβατικές φωνές.
1. Η προσωπική μου προσέγγιση τού Αγίου Όρους

Άκουγα γενικά για το Άγιον Όρος από την μικρή μου παιδική ηλικία, αφού ο πατέρας μου πριν παντρευτεί είχε ισχυρά επιθυμία να μονάσει στο Άγιον Όρος και έκτοτε ζούσε συνεχώς με την αναφορά του σε αυτό. Διάβαζε βιβλία πού εξέφραζαν το Άγιον Όρος και την αγιορείτικη ζωή και μάς μεγάλωσε με αγιασμένες διδασκαλίες και ιστορίες ασκητών. Από μικρός γνώρισα έναν αγιορείτη Μοναχό πού μόναζε στα Ζαγοροχώρια, τον π. Ιάκωβο Βολοδήμο, πού μού μίλησε πρώτη φορά για την ευχή.

Την δεκαετία τού ’60 γνώρισα προσωπικά το Άγιον Όρος. Η προετοιμασία μου έγινε στο Πανεπιστήμιο με την εκμάθηση της παλαιογραφίας, δηλαδή διδάχθηκα να διαβάζω τούς κώδικες με τα βιβλικά και πατερικά κείμενα. Με αυτό το κίνητρο εξωτερικά, αλλά και με την καρδιακή μου αναζήτηση πλησίασα το Άγιον Όρος για να μελετήσω μαζί με ομάδα συμφοιτητών μου και Καθηγητών στις Βιβλιοθήκες των Μονών τού Αγίου Όρους, μόλις είχε γιορτασθή η χιλιετηρίδα του (1963), και τότε υπήρχαν κοσμικοί άνθρωποι πού περιέγραφαν τις γιορτές εκείνες ως τον επιθανάτιο ρόγχο του. Όμως το Άγιον Όρος δεν πεθαίνει εύκολα, γιατί διαθέτει άλλους ρυθμούς, και τότε πού φαίνεται ότι τελειώνει στην πραγματικότητα τελειούται, ανασταίνεται και ζωογονείται.

Πλησίασα το Άγιον Όρος ένα πρωινό –βαθύ όρθρο– τού Ιουνίου τού έτους 1966. Τα μάτια τού σώματος μου μαγεύονταν από το καταπληκτικό τοπίο πού έβλεπαν και τα μάτια της καρδιάς μου προσπαθούσαν να συλλάβουν αυτό πού δεν φαινόταν εξωτερικά, να αισθανθούν τον τόπο τού μυστηρίου εκστατικά. Ξεκίνησα από τις βιβλιοθήκες των Ιερών Μονών, σε συνδυασμό με τις αγιορείτικες ακολουθίες, πού μού φαίνονταν σαν μια νεκροαναστάσιμη ζωή κουβέντιαζα με τούς μοναχούς και καταλάβαινα ότι είχαν άλλο ήθος και χρησιμοποιούσαν άλλη γλώσσα άκουγα τις συνομιλίες τους, πού είχαν μια ιδιαίτερη χάρη και αναφέρονταν σε άλλα ζητήματα έβλεπα έναν κόσμο πού ερχόταν από παλαιά και εξέφραζε μια άλλη παράδοση πολύ διαφορετική από την στοχαστική-ακαδημαϊκή νοοτροπία και την ηθικίστικη γνώση πού συναντούσα έως τότε έβλεπα μια νεκροαναστάσιμη πολιτεία. Σαν να ξυπνούσα από έναν ύπνο και έβλεπα άλλους ανθρώπους, πού έρχονταν από κάποιο άλλον πλανήτη, με άλλα χαρακτηριστικά, άλλη νοοτροπία, άλλη βιοτή.

Από τις βιβλιοθήκες και τούς κώδικες, πέρασα στην ζωή των κοινοβιακών και ιδιορρύθμων Μονών –πού τώρα εξέλιπαν ανοίχτηκα στην σκητιώτικη ζωή και την έρημο περπάτησα ώρες ολόκληρες μέσα στα ήσυχα και αγιασμένα μονοπάτια τού Αγίου Όρους, πού συνδέουν όλες τις Ιερές Μονές πέρασα από απότομους, κρημνώδεις βράχους γνώρισα σοφούς και απλούς μοναχούς, λογάδες και σιωπηλούς, κατά Χριστόν σαλούς, ανυπόδητους και μονοχίτωνες, αλλά και σοφούς και ευπαιδεύτους, πού στέκονταν θαυμάσια σε κοσμικά ακροατήρια είδα μάτια έντονα και διεισδυτικά, αγνά, ήρεμα, γλυκά, αλλά και μερικά πονηρά πού αποτελούσαν την παραφωνία τού Όρους μοιράστηκα το φαγητό και το ποτό τους, αλλά και τον γλυκύτατο λόγο τους άκουγα λόγους για τον θάνατο και την ζωή αγάπησα την νύκτα και τον όρθρο, τις αγρυπνίες με το παιχνιδιάρικο ψάλσιμο προσευχήθηκα στα μονοπάτια και κάτω από τα δένδρα, στους βράχους και τις σπηλιές ξαγρύπνησα σε ολονύκτιες ακολουθίες, αλλά και σε μικρά εκκλησάκια, και μάλιστα στις απλωταριές, σε καλοκαιρινές ολόφεγγες βραδιές.

Το κυριότερο είναι ότι στις επανειλημμένες επισκέψεις μου άκουσα την μυστική κραυγή τού Αγίου Όρους, τον εσωτερικό κτύπο της καρδιάς του, τον ρυθμό της εσωτερικής μυστικής ζωής του. Είδα το Άγιον Όρος ως έναν ζωντανό άνθρωπο, πού έχει πνευμόνια με τα οποία αναπνέει το οξυγόνο της αιωνιότητας στόμα για να κραυγάζει ακατάπαυστα και να βρυχάται από πείνα και δίψα για Θεό καρδιά πού έχει τον ρυθμό της εσωτερικής νοεράς προσευχής, μέσα από την οποία βγαίνει μια δυνατή φωνή με την επένδυση της σιωπής σώμα πολυόμματο, σαν τα Χερουβείμ, πού βλέπουν μακριά. Όλα αυτά αν και φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους, εν τούτοις είναι αρμονισμένα.
Σε όλες τις μετέπειτα επισκέψεις μου, στις δεκαετίες τού '60, '70, '80, είχα κέντρο την Νέα Σκήτη, μια ευλογημένη από κάθε πλευρά περιοχή, μένοντας στο καλύβι τού Αρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος (Ξένου), πού τον είχα Διευθυντή στο οικοτροφείο τού Αγρινίου, κατά τα μαθητικά μου χρόνια, μια ισχυρή φυσιογνωμία, πού εξέφραζε την αρρενωπότητα των αγιορειτών Πατέρων, με τον αυθόρμητο, διεισδυτικό, ελεγκτικό λόγο, αλλά και την μητρική καρδιά, όταν χρειαζόταν. Από την Νέα Σκήτη, όπου ασκούνταν ευλογημένοι Πατέρες και διατηρώ συγκινητικές αναμνήσεις στην καρδιά μου, ως πολύτιμο θησαυρό, ξανοιγόμουν, ως σε ορμητήριο πνεύματος, στην έρημο τού Αγίου Όρους.

Στο Άγιον Όρος γνώρισα έναν άλλον κόσμο, μια άλλη Ήπειρο, γύρισα στο παρελθόν και αισθανόμουν το μέλλον, είδα πώς περίπου ζούσε ο Αδάμ προ της πτώσεως, πώς θρηνούσε μετά την έξοδο από τον Παράδεισο, πώς ζούσε μέσα στον άδη και πώς ζει τώρα στον Παράδεισο. Γνώρισα πολλούς αγιορείτες πού ζούσαν όλες τις φάσεις της αδαμικής ζωής, δηλαδή της προπτωτικής, της μεταπτωτικής, και της εσχατολογικής. Το Άγιον Όρος είναι σε σμικρογραφία ολόκληρη η πνευματική αυτοβιογραφία της ανθρωπότητας, με τις πτώσεις και τις αναστάσεις, την κοινωνικότητα και την αναρχία, την ηθική και την ασκητική, την λογική και την υπερλογική, τον βίο και την ζωή.

2. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς για το Άγιον Όρος

Από φοιτητής ασχολήθηκα ιδιαίτερα με τον βίο και την διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά και σε αυτό οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη στον μακαριστό Καθηγητή μου Παναγιώτη Χρήστου και τούς τότε συνεργάτες του, γιατί μάς άνοιξαν τα μάτια σε αυτή την διδασκαλία πού είναι η καρδιά της ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και τού Αγίου Όρους, αλλά και μάς συνέδεσαν με το Αγιώνυμο Όρος.

Στις περίφημες τριάδες του, το γνωστότερο έργο του περί των ιερώς ησυχαζόντων, υπάρχει και μια θαυμάσια αναφορά για το Άγιον Όρος. Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον όσιο και ομολογητή Νικηφόρο γράφει: «Βίον αιρείται και ακριβέστερον, δηλαδή τον μονήρη, τόπον δε προς κατοικίαν τον της αγιοσύνης επώνυμον, εν μεθορίω κόσμου και των υπερκοσμίων (Άθως ούτός εστιν, η της αρετής εστία), ενδιαιτάσθαι προθυμηθείς». Από το χωρίο αυτό και τα όσα προηγούνται και έπονται μπορούμε να σχολιάσουμε δύο σημεία.

Το πρώτον ότι ο Άθως είναι το επώνυμο της αγιοσύνης, δηλαδή το Άγιον Όρος είναι ο αγιασμένος τόπος, αφού είναι το μεθόριον μεταξύ τού κόσμου και των υπερκοσμίων, η εστία της αρετής. Είναι επώνυμος της αγιότητος, γιατί εκεί κατοικούν μοναχοί πού αγιάζονται. Άλλωστε, γνωρίζουμε από την ορθόδοξη θεολογία ότι η Χάρη τού Θεού από την ψυχή διαπορθμεύεται στο σώμα και από εκεί σε ολόκληρη την κτίση. Τα πάντα αγιάζονται από την Χάρη τού Θεού διά τού αγιασμένου ανθρώπου. Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μεταξύ τού κόσμου και των υπερκοσμίων, αφού σε αυτό μένουν επίγειοι άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι. 

Είναι μεταξύ τού κόσμου και τού Παραδείσου, στην πραγματικότητα είναι ο προθάλαμος, ο 
πρόναος της θείας Λειτουργίας, πού τελείται στον ουρανό, όπως την περιγράφει το βιβλίο της Αποκαλύψεως τού Ευαγγελιστού Ιωάννου. Είναι εστία των αρετών, γιατί εκεί εξασκείται η πρακτική φιλοσοφία, η άσκηση με την νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή, πού είναι η επίβαση της θεωρίας.

Το δεύτερον είναι ότι στο χωρίο αυτό τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά και σε όλη αυτήν την ενότητα καταγράφεται σαφέστατα η διαφορά της θεολογίας και τού τρόπου ζωής μεταξύ τού οσίου Νικηφόρου και τού δυτικόφρονος Βαρλαάμ.
Ο Νικηφόρος ήλκε το γένος «εξ Ιταλών», κατέρριψε την κακοδοξία τους και προσεχώρησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας. Πήγε στο Άγιον Όρος, υποτάχθηκε στους εγκρίτους των Πατέρων, δείχνοντας για πολύ χρόνο την ταπείνωσή του, προσέλαβε από εκείνους την τέχνη της ειρήνης, δηλαδή την πείρα της ησυχίας, και έγινε αρχηγός αυτών πού αγωνίζονται με τον κόσμο της διανοίας, δηλαδή τούς λογισμούς και τις φαντασίες, και παλεύουν με τα πνευματικά της πονηρίας, οπότε έγινε διδάσκαλος των μοναχών στην ησυχαστική παράδοση. Επειδή έβλεπε ότι πολλοί αρχάριοι δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν ούτε μετρίως την αστάθεια τού νού τους, ο όσιος Νικηφόρος πρότεινε τον τρόπο με τον οποίον ήταν δυνατόν να συστείλουν μετρίως «το πολυπόρευτον και φαντασιώδες» τού νού. Σε άλλο σημείο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφερόμενος στον όσιο Νικηφόρο, γράφει ότι για πολύ καιρό πέρασε «εν ηρεμία και ησυχία», έπειτα εισήλθε στα ερημικότερα μέρη τού Αγίου Όρους, και αφού συγκέντρωσε διάφορα πατερικά χωρία «την νηπτικήν ημίν αυτών παρέδωκεν πράξιν».

Από τις αναφορές αυτές τού αγίου Γρηγορίου Παλαμά φαίνεται η μέθοδος της ευσεβείας και της ησυχαστικής ζωής. Προηγείται η υπακοή στους πεπειραμένους Πατέρας, μέσα σε ζωή υπακοής, ησυχίας και ηρεμίας, και ακολουθεί η παραλαβή της τέχνης της ειρήνης των λογισμών. Με την ειδική αυτή τέχνη της νοεράς ησυχίας οι μοναχοί συστέλλουν τον νου από τις φαντασίες και την διάχυσή του στο περιβάλλον, και με τον τρόπο αυτόν νικούν τα πνεύματα της πονηρίας και λαμβάνουν το στεφάνι της νίκης.
Αντίθετα, ο φιλόσοφος Βαρλαάμ, ενώ ήλθε και εκείνος από την Ιταλία, εν τούτοις κράτησε την «κακοδοξία». Και «ο φιλόσοφος ούτος την εαυτού φαντασιώδη πολύνοιαν επαφήκεν, οίόν τι πύρ, τώ κωλύοντι καθάπερ ύλη χρησάμενον» εναντίον τού Νικηφόρου και της διδασκαλίας του. 

Δεν σεβάσθηκε την ομολογία του και την εξορία του, δεν σεβάσθηκε εκείνους πού εκπαιδεύθηκαν από αυτόν στα θεία, διά των οποίων ο Θεός στόλισε και συνεκρότησε την Εκκλησία Του. Έτσι, ενώ ο όσιος Νικηφόρος ακολούθησε την ησυχαστική μέθοδο, ο φιλόσοφος Βαρλαάμ στηρίχθηκε στην φιλοσοφία και τον φαντασιώδη νου ενώ ο Νικηφόρος υποτάχθηκε στους Πατέρας, παραλαμβάνει την τέχνη της ησυχίας και γεννά λαμπρούς μαθητάς, ο Βαρλαάμ προσβάλλει και ατιμάζει τα συγγράμματα των αγίων και την μέθοδο με την οποία ο άνθρωπος αποκτά την γνώση τού Θεού. Δύο κόσμοι διάφοροι μεταξύ τους, ο ένας κόσμος είναι της ορθόδοξης ζωής, ο άλλος κόσμος είναι της ζωής της στοχαστικής και σχολαστικής.
Ο π. Μωϋσής στο τρίτομο έργο του περιγράφει τούς αγιορείτες Πατέρες τού εικοστού αιώνος, οι οποίοι ακολούθησαν την ζωή και την μέθοδο τού οσίου Νικηφόρου και όχι τού Βαρλαάμ. Και αυτό είναι σημαντικό γιατί αυτήν την διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων την συναντάμε και σήμερα στην εκκλησιαστική μας ζωή. Υπάρχουν μοναχοί και λαϊκοί πού αγαπούν την ορθόδοξη ησυχαστική παράδοση και άλλοι πού ακολουθούν την βαρλααμική παράδοση, η οποία είναι στην πραγματικότητα η σύγχρονη λεγόμενη μεταπατερική θεολογία. Γι’ αυτό το έργο τού π. Μωϋσή είναι σημαντικό, αφού μάς δείχνει το Άγιον Όρος ως το μεθόριο μεταξύ τού κόσμου και των υπερκοσμίων, ως εστία της αρετής και ως το επώνυμο της αγιότητος, πού συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων ασκητών της Εκκλησίας.

3. Το Άγιον Όρος με τα μάτια τού π. Μωϋσή

Τον π. Μωϋσή τον γνώρισα στο Άγιον Όρος, στην Μονή της Σίμωνος Πέτρας. Εκείνος μού είπε ότι με συνάντησε για πρώτη φορά στο καράβι πού πηγαίναμε στο Άγιον Όρος εγώ ήμουν Κληρικός και εκείνος λαϊκός. Δεν θυμάμαι αυτήν την σκηνή ούτε και τον π. Μωϋσή. Όμως ήμουν στην Ιερά Μονή Σιμωνόπετρας το έτος 1979, όταν την επισκέφθηκε ο π. Παΐσιος για να μιλήσει με τούς μοναχούς. Την εποχή εκείνη αναζητούσα τον π. Παΐσιο για να συζητήσω μαζί του κάποιο θέμα και τον βρήκα στην Ιερά Μονή τού οσίου Γρηγορίου. Ανέβηκα μαζί του στην Σιμωνόπετρα και επειδή δεν μπορούσε να με δή εκεί, με προσέλαβε στην συνοδεία του, βαδίζοντας περίπου τέσσερεις ώρες για να πάμε στο Κελλί του, την Παναγούδα, και να μιλήσουμε εκεί, όπου και διανυκτέρευσα και αξιώθηκα να γίνω αυτήκοος μάρτυρας τού τρόπου της νυκτερινής προσευχής του. Στην Σιμωνόπετρα, λοιπόν, άκουσα την διήγηση τού π. Παϊσίου για τον πειρασμικό νυκτερινό επισκέπτη, το «ταγκαλάκι» πού ενόχλησε τον π. Παΐσιο, πού κοιμόταν δίπλα από το κελί τού π. Μωϋσή.

Έκτοτε ο π. Μωϋσής είχε πολλούς πειρασμούς και όλους τούς αντιμετωπίζει με θάρρος, υπομονή, σιωπή, ησυχία και προσευχή. Μιλά και γράφει μέσα από πόνο και χαρά, με ποίηση και λόγο, με επιχειρήματα σοβαρά και αποφατικά, πάντως, όμως, μέσα από την μυστική ακρόαση τού εσωτερικού σφυγμού τού Αγίου Όρους. Αξιώθηκε και αυτός να γνωρίση τον κτύπο της καρδιάς τού Αγίου Όρους, την μυστική και απόρρητη αγρυπνία του, το δυνατό του κρασί. Δεν παραμένει στο εξωτερικό περίβλημα, πού μπορεί να είναι σαν το σκληρό καρύδι, αλλά εισέρχεται φιλάνθρωπα στην ψύχα, τον καρπό, πού τρώγεται ευχάριστα, θερμαίνει και ζωογονεί. Ο λόγος του είναι ποιητικός και εκφαντικός, βγαλμένος μέσα από τον δικό του πόνο, την μυστική του προσευχή, τον αλάλητο στεναγμό, την αναζήτηση την καρδιακή, την αγωνία και την ησυχία τού νοσοκομείου, το άγγιγμα τού θανάτου και την βίωση της αναστάσιμης ζωής, την δεύτερη ζωή πού τού χάρισε ο Θεός με την συνέργεια των γιατρών, αλλά και την άλλη ζωή της αιωνίου απαρχή. Είναι μια μαρτυρία ζωντανή και ευεργετική. Θαυμάζω την δραστηριότητά του, την κινητικότητά του, τον λόγο του και την μαρτυρία του, τα πετάγματα και την ισορροπία του, την αρρενωπότητα και την μητρικότητά του. Έτσι εξηγείται και η συγγραφή, πού την εκλαμβάνει ως ευλογία θεϊκή.

Στο τρίτομο αυτό έργο μού άρεσαν πολλές εκφράσεις και χαρακτηρισμοί πού δίνει σε διάφορους αγιορείτας πού βιογραφεί. Παραθέτω μερικούς από αυτούς: «Εξασκών την νοεράν εργασίαν και εσθίων της θείας αγάπης το μέλι, γενόμενος και εις άλλους ωφέλιμος». «Η προσευχή τον ανέβαζε σε θείες θεωρίες». «Ιερός βλαστός και ευώδης ανθός… την ευωδία του ευφράνθησαν πολλοί». «Δόθηκε μετά δακρύων στην φίλη προσευχή». «Υπέταξε τον αντάρτη νου, την δέσποινα κοιλία και απέκτησε χρηστοήθεια». «Γέρασε μόνος και δεν είχε καμιά βοήθεια». «Ήλθε στο Άγιον Όρος στην περιβότητη Χερσόνησο των αγίων. Η τριετής φοίτησή του στο αθωνικό φροντιστήριο της οσιότητος… τού έδωσε ισχυρή δύναμη, για ν’ αρχίσει ιεραποστολικό έργο». «Τις ασθένειες τού σώματος θεωρούσε υγεία της ψυχής και πηγή ταπεινώσεως». «Ένα σπάνιο ευώδες άνθος τού Περιβολιού της Παναγίας. Επί 70 έτη μούντζωνε την κοσμική ματαιότητα, κάθε ανθρώπινη παρηγοριά». «Άδολος, απλός, ευθύς, πράος, υπάκουος, ακτήμων, σπάνιος αγωνιστής, ευλαβέστατος, ειλικρινής, απονήρευτος». «Εκούσια και ακούσιος πείνα, φτώχεια, στέρηση, κακουχία, και ταλαιπωρία. Πυκνές ασθένειες και πολλοί πειρασμοί τον κούρασαν αλλά δεν τον απογοήτευσαν. Τα δεχόταν όλα ως από Θεού». «Υπήρξε ασκητικός και βιαστής στην καλογηρική του». «Οι ένθεες αρετές στόλιζαν την αγνή του καρδιά…. Το νου του είχε μόνιμα στραμμένο στα ουράνια. Είχε χάρη το πρόσωπο του. Γαλήνευε κανείς μόνο πού τον έβλεπε. Είχε παιδική ψυχή, απλότητα, ακακία, αγαθότητα. Την αρετή του την έκρυβε επισταμένως. «Ζει απλά, λιτά, καλογερικά, αναπτύσσοντας την αρετή της φιλοξενίας». «Έως της κοιμήσεώς του διατήρησε ακμαία τη φιλοθεΐα, τη φιλαγιότητα, το φιλάρετο, το φιλάδελφο, φιλάρετο και φιλοαθωνικό πνεύμα».

Πριν τελειώσω αυτήν την σύντομη εισήγησή μου δεν μπορώ να αγνοήσω την άποψη τού π. Μωϋσή για το Άγιον Όρος, όπως την διατύπωσε με ποιητικό τρόπο.
«Καράβι πού ταξιδεύει το Άγιον Όρος με κατάρτι τον Άθωνα, σημαία την Μεταμόρφωση κι άγκυρα την Παναγία, στ’ αμπάρια κουβαλάει νάμα, μέλι, κερί και λιβάνι για τούς πεινασμένους τού νάρθηκα, για τούς λαβωμένους των στασιδιών».
Καράβι είναι το Άγιον Όρος σαν την Εκκλησία –ναύς– πού πλέει μέσα στην νεκρά θάλασσα τού βίου τούτου, για να αποβιβάση τούς επιβάτες του στο εύδιο λιμάνι, την θεωρία τού Θεού. Αυτό το ζωντανό και ζωηφόρο καράβι δέχεται πολλούς πειρασμούς, από πειρατές και διαφόρους πειρασμούς , από κύματα και ονειδισμούς, βράχια και πάθια και όμως αυτό πορεύεται για να ελλιμενισθή στον προορισμό του, στο πέρας τού μυστηρίου.
Κατάρτι του είναι ο περιώνυμος Άθως, τον οποίο στολίζει το αγιορείτικο Θαβώρ, πού κρύβει μεταμορφωμένους αγιορείτας, φανερούς και αφανείς, γνωστούς και αγνώστους, θεατούς και αθεάτους, ενδεδυμένους και γυμνούς.
Άγκυρα είναι η Παναγιά, η άγκυρα της πίστεως και της ελπίδας, τα μητρόθεα σπλάχνα πού αγκαλιάζουν όλον τον κόσμο, πού παραμένει σιωπηλή και εύλαλη μητέρα, η οποία αγαπά όλους τούς ανθρώπους, ιδιαιτέρως όσους γίνονται πνευματικές μητέρες τού Υιού της.

Στα αμπάρια του αυτό το ευλογημένο καράβι, ως πολύτιμους θησαυρούς δεν κουβαλάει απλώς τούς καρπούς της αρχιτεκτονικής, της αγιογραφίας, της παλαιογραφίας, αλλά ότι πιο ταπεινό, φτωχό και γλυκό διαθέτει η Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι πέρα από τα αποκυήματα της φαντασίας, τούς στοχασμούς και τούς ευσεβισμούς. Είναι το νάμα, πού γλυκαίνει και τρελαίνει το μέλι, πού γίνεται από τις μέλισσες της ησυχίας και προσφέρεται γι’ αυτούς πού αγαπούν τα γλυκέα τω λάρυγγι λόγια τού Θεού, τα άρρητα ή και ρητά ρήματα το κερί, πού φωτίζει κενωτικά και παρηγορεί ιλαρά, όπως ιλαρό είναι το Φώς τού κόσμου το λιβάνι, πού ευωδιάζει ουρανό και ανεβαίνει ως οσμή ευωδίας θανάτου και ζωής, ευλογημένης θάνατο ζωής.
Και τούς θησαυρούς αυτούς τούς φυλάει κρυφά, μυστικά για να τούς δώσει με απλοχεριά σ’ αυτούς πού το αγαπούν και την μυστική φωνή του ακούν, σε όσους έχουν πονέσει εσχατολογικά και έχουν πληγωθεί βαθειά, σ’ αυτούς πού κάθονται στον Νάρθηκα και πεινούν για άλλη δικαιοσύνη και πονούν από τις πληγές πού κανένα Νοσοκομείο δεν θεραπεύει και κανένας δεν μπορεί να ακουμπήσει παρά μόνον ο αιώνιος γιατρός πού αγγίζει τρυφερά.

Το Άγιον Όρος είναι τόπος λόγου και σιωπής, μυστηρίου και φανέρωσης, άσκησης και θεοπτίας, ανθρωπιάς και θεϊκής φοράς, παρελθόντος και εσχάτου. Όλο το Άγιον Όρος βρίσκεται μέσα στην καρδιά του και το καταλαβαίνει αυτός πού ακούει τον μυστικό κτύπο της, πού λέγει ακατάπαυστα την ευχή, την ουράνια ωδή. Το εξωτερικό πλησίασμα τού Αγίου Όρους είναι οι λαμπρές ακολουθίες του, αλλά το εσωτερικό του άγγιγμα είναι τα τερριρέμ, όχι της ψαλτικής, αλλά της ζωής της καρδιακής. Αν μπορούσε κανείς να πλησιάση την καρδιά ενός Αθωνίτου μοναχού, πού κάθεται στο στασίδι του σε στάση ύπνου και ξύπνιου, όταν ψάλλωνται τα τερριρέμ, αυτός μπορεί να δή τί είναι το Άγιον Όρος. Αυτήν την στάση τού αγρυπνούντος κεκοιμημένου μοναχού και την εσωτερική κραυγή του, πού ορμά προς τον άναρχο Τριαδικό Θεό, σε μια αεικίνητη στάση και σε μια στάσιμη κίνηση περιγράφει στο τρίτομο έργο του ο π. Μωϋσής.

Έτσι το διάβασα και αυτήν την αίσθηση διέκρινα. Αυτό είναι το Άγιον Όρος. Όποιος γνώρισε κάποιο άλλο Άγιον Όρος, έχει σφαλερή αίσθηση και γνώμη πού προσφέρεται για ταχύτατη αναθεώρηση, για να προσεγγίσει κάποιον ζωηφόρο ερημίτη. Το Άγιον Όρος είναι γεμάτο από πνεύμα και ζωή, αγάπη και θαλπωρή, κομποσχοίνι και προσευχή, αναμονή και προσμονή, όνειρο και κραυγή, λάδι και κρασί, ώσμωση καταπληκτική και αιώνια ευλογητή.
Για να μιλήσης για το Άγιον Όρος πρέπει να είσαι καρδιακός αναζητητής, νηφάλια μεθυσμένος και οινοχόος καλός, πονεμένος εραστής και ευαίσθητος ποιητής, όπως είναι ο π. Μωϋσής.
Ευχαριστώ για την δική σας προσοχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.