Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Η ΖΩΟΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ . Η ΑΓΙΟΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ.



ΠΕΝΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΡΓΕΤΗ


Ό ιεροδιάκονος Πάμπο (1852-1883) έζησε στο νησί Βαλαάμ, όπου υπηρετούσε στην γραμματεία του εκεί εγκατεστημένου Μοναστηριού. Αγαπούσε πολύ την φύση και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του παρατηρώντας τα φυσικά φαινόμενα της περιοχής και ιδιαίτερα της λίμνης Λατόγκα. Ό Πατήρ Πάμπο είχε μεγάλη αγάπη στους κόρακες, τούς οποίους έτρεφε καθημερινά από το δικό του φαγητό. Στις 27 Νοεμβρίου τού 1883 άνεπαύθη εν Κυρίω μετά από σύντομη ασθένεια. Την ήμερα της κηδείας του όλα οι κόρακες της περιοχής πήγαν και στάθηκαν στην στέγη τού ναού των Αγίων Πέτρου και Παύλου, όπου ψαλλόταν ή έξόδιος Ακολουθία, σκίζοντας τον αέρα με τα κρωξίματά τους, λες και πενθούσαν κι αυτά την απώλεια του ευεργέτη τους. Την ώρα πού το σκήνωμα του μεταφερόταν από το καθολικό στον τόπο της ταφής του, όλο το σμήνος των πουλιών ακολούθησε την πομπή, συνεχίζοντας να κρώζει θλιμμένα. Μάλιστα, όταν ή πομπή έφθασε στην δυτική πύλη του Μοναστηριού, όπου έψάλη ένα Τρισάγιο, οι κόρακες στάθηκαν στα γύρω δένδρα, περιμένοντας να τελείωση, και μετά ακολούθησαν την πομπή μέχρι το κοιμητήριο. Εκεί στάθηκαν και πάλι πάνω στα δένδρα, γεμίζοντας τον αέρα με τις θλιμμένες φωνές τους. Οι Πατέρες έψαλαν το «Αιωνία ή μνήμη» και μετά αναχώρησαν. Οι κόρακες όμως, πιστοί στον ευεργέτη τους, έμειναν εκεί, πετώντας πάνω από τον τάφο του Πατέρα Πάμπο. Τα κρωξίματά τους ακούγονταν όλη τη νύχτα μέχρι πέρα μακριά.


ΕΝΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΠΛΗΡΕΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ.


Ή αγάπη τού Παπά-Φιλαρέτου, του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου στο Αγιον Όρος, δεν περιοριζόταν μόνο στους ανθρώπους. Απλωνόταν πιο πέρα, στα άψυχα, στα ζώα, στην φύση. Μία ήμερα, έξω από το κελί τού Γέροντα, γινόταν μεγάλος θόρυβος. Δύο χελιδόνια είχαν αρχίσει μεταξύ τους σφοδρή μονομαχία! Ό Γέροντας βγήκε έξω και αντίκρισε με λύπη το πιο μεγαλόσωμο χελιδόνι να χτυπά με το ράμφος του το άλλο και να το έχει μαδήσει στην κυριολεξία. Χωρίς να χάση καιρό, το έδιωξε και πήρε στοργικά το πληγωμένο χελιδόνι στα χέρια του. Το περιποιήθηκε και τελικά το χελιδόνι έζησε. Από τότε αυτό ακολουθούσε παντού τον Παπά-Φιλάρετο, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη του και την αφοσίωση του. Πετούσε μπροστά του, έκανε τα φτερουγίσματα του, τα παιχνίδια του, τιτίβιζε.
Λίγες ήμερες αργότερα ό Γέροντας βγήκε από το Μοναστήρι και περπατούσε προσευχόμενος. Το χελιδόνι, ως πιστός φίλος και σύντροφος του, πετούσε χαρούμενα κοντά του. Κάποια στιγμή ό Παπά-Φιλάρετος κάθισε λίγο να ξεκούραστη και, χωρίς να το καταλάβει, αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά το χελιδόνι άρχισε να πετά ανήσυχο επάνω από το κεφάλι του τιτιβίζοντας δυνατά, σαν να ήθελε να τον ξυπνήσει και να τον προειδοποίηση για κάποιον κίνδυνο.
Ό Γέροντας πράγματι ξύπνησε και τί να δή; Λίγο πιο πέρα ένα μεγάλο φίδι ετοιμαζόταν να του επιτεθεί. Το χελιδόνι είχε κάνει με την σειρά του το δικό του έλεος στον ελεήμονα Γέροντα.
Αποσπάσματα από το ομώνυμο βιβλίο Εκδόσεις ΆΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.