Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΙΣΑΗΛ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ.




Μετά από ένα τέταρτο περίπου, με φώναξε. Ήταν λίγο σιωπηλός. Για να μου μιλήσει περισσότερο, τον ρώτησα:

-           Γέροντα, προηγουμένως, μου μιλήσατε για τον Γέροντα Μισαήλ. Πείτε κάτι περισσότερο, αν δεν είσθε κουρασμένος.
-           Ναι, κόρη. Εγώ πολλά ωφελήθηκα από εκείνον. Πάντα με ευγνωμοσύνη τον ενθυμούμαι. Ιδίως από την αγάπη του διά την ησυχία και διά την προσευχή. Είχε μεγάλο πόθο μέσα του δια την προσευχή. Όλος φλόγα. Άλλου δεν το είδα αυτό. Ή προσευχή του τον αναβίβαζε εις τον ουρανό. Αγαπούσε πολύ και επιμελείτο την κατανυκτική προσευχή. Τον βλέπαμε, τακτικά άπεμακρύνετο, έφευγε σε μακρινά εξωκκλήσια ή μοναστήρια και γύριζε το βράδυ ή την άλλη μέρα ή και αργότερα Ήταν έγγαμος, άλλα δεν ήταν με την γυναίκα του. Αδέλφια ήταν. Πήγαινε, δούλευε στα χωράφια, τους βοηθούσε, άλλα έφευγε. Μόνος του έμενε, ή στα εξωκκλήσια. Συνάφειες με κόσμο δεν είχε. Δεν μιλούσε εύκολα. Μόνος του δούλευε και μετά έφευγε. Εγώ τον είχα καταλάβει, αν και μικρός ήμουν, και συχνά τον πλησίαζα ή πήγαινα μαζί του.

Πολλές φορές, στην εκκλησία πού εκκλησιαζόμασταν, εκείνος έμενε έξω, δηλ. μπροστά στον κυρίως ναό. κοντά στους ψαλτάδες, σε μια κολώνα, όχι μέσα στο ιερό. Και όταν έφθανε ό παπάς στο «έξαιρέτως» κλπ., σιγά-σιγά έβγαινε έξω, τον χάναμε. Και μετά, ή τον βλέπαμε πάλιν στο τέλος ή και καθόλου.


Μια φορά, ενθυμούμαι, κάποιες γυναίκες το είχαν προσέξει και συμφώνησαν, όταν φύγει, με τρόπο και αυτές να βγουν, να τον παρακολουθήσουν πού υπάγει και να δουν τί έκανε. Πράγματι, μια Κυριακή, μόλις τον είδαν, πού με σκυφτό το κεφάλι σιγά-σιγά βγήκε έξω, με προσοχή τον ακολούθησαν από μακριά. Τον είδαν ότι πήγε σ ένα ερημοκκλήσι μέσα εις ένα βράχο. Σε λίγο πήγαν και εκείνες και έβαλαν τ' αυτί τους στη πόρτα ν' ακούσουν. 

Εκείνος δεν έβλεπε πίσω τί γινόταν, ούτε ότι τον ακολούθησαν. Έλεγε λοιπόν μέσα δυνατά, διάφορα λόγια δικά του, προσευχές με φωνή δυνατή, με κλάματα. Κλαυθμούς, οδυρμούς, λόγια πού τα έπνιγε ό λυγμός του. Αυτό κράτησε αρκετή ώρα. Μετά από λίγο εκείνος, μόλις τελείωσε, ξαφνικά άνοιξε την πόρτα για να επιστρέψει, και όταν τις είδε, θύμωσε και έφυγε. Τότε οι γυναίκες ζήλεψαν. Είχαν μεγάλη ευλάβεια και είπαν την άλλη μέρα: «Μόνο αυτόν ακούει ό Θεός. Να δοκιμάσουμε και εμείς μία ήμερα να προσευχηθούμε, όπως εκείνος».


Αλλά να δεις, κόρη, το θαύμα. Μία ημέρα φανερώθηκε ένας καλόγηρος εις τον Μισαήλ και του λέγει: «Μισαήλ, αυτές τις γυναίκες πού έρχονται εις την εκκλησία και σε ακολούθησαν, να τες καλέσεις εις ένα μεγάλο σπίτι, εις το τάδε (ένα πού ήταν κατάλληλο, μεγάλο και κάπως υπόγειο). Κάλεσε και όποιον θέλεις εσύ. Μόνον αντίθετα πρόσωπα να μη είναι και θα έλθω και εγώ να σας διδάξω την κατανυκτική προσευχή». 

Ό ίδιος, λοιπόν ό Μισαήλ, πού τόσον καιρό δεν τούς έδειχνε και δεν μιλούσε, τες κάλεσε και αυτές και έμενα και άλλους. Αντίθετοι δεν ήσαν, δηλ. πού δεν είχαν ευσέβεια και αγάπη διά την προσευχή. Εκάθησαν όλοι και σε λίγο ήλθε και ό καλόγηρος και έκαμε κατανυκτική προσευχή. Τα λόγια πού έλεγε και τα δάκρυα πού έχυνε, έκαμαν και εμάς όλους να κλαίγωμεν. Απλά λόγια, τα 'βγάλε απ' την καρδιά του, και φανέρωναν πόθο, αγάπη προς τον Θεό.

Μετά την κατανυκτική προσευχή, πού κράτησε σχεδόν ύλη την νύκτα έστρωσαν, και όλοι σαν τα πρόβατα εδώ και εκεί στα δωμάτια εκείνα κοιμηθήκαμε. Στην Ανατολή ήταν μεγάλα τα δωμάτια, αλλά και οι άνθρωποι τότε με σέβας και καθαρότητα, πράγματι σαν τα πρόβατα.


Τρεις νύχτες έγιναν αυτό, δηλ. ό καλόγηρος δίδαξε την προσευχή, την κατανυκτική. 

Την τρίτη νύκτα, μπροστά μας, μόλις τελείωσε, έγιναν άφαντος ό καλόγηρος!
Από τότε ό Μισαήλ έδέχετο να πηγαίνουν εις τες εκκλησίες ή τα σπίτια όπου προσηύχετο και οι άλλοι, διά να κάμνουν την κατανυκτική προσευχή. Συχνά πήγαιναν και νεόνυμφες, των οποίων οι άνδρες έλειπαν, έμπορεύοντο κλπ., ντυμένες με παλαιά και με μαύρα, διά να μη γνωρισθούν. Αν τούς άκουγε κανείς, κόρη, πού δεν γνωρίζει από πνευματικά, πού δεν έχει νοιώσει πολλή αγάπη για τον Χριστόν μας, θα νόμιζε, ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί. 


Κι όμως, αυτά πού λέγανε με τέτοιον τρόπο, ήτο διότι με πολλή αγάπη τα έλεγον και έθεώρουν, όπως δίδαξε ό καλόγηρος εκείνος πού ήτο άγγελος ή άγιος, ήτο ως να έβλεπαν τον πατέρα τους, τον Θεό εκείνη την ώραν και ήθελαν να Του τα πουν όλα, όπως το παιδί λέγει τα παράπονα του, τις επιθυμίες του και τα θελήματα του εις την μητέρα του.


Δεν είχαν τίποτε άλλο στο νου τους, αλλά τον πόθο στην καρδία διά τον Χριστόν μας. Όπως ένας πού πνίγεται φωνάξει «βοήθεια, βοήθεια, πνίγομαι», τον νουν του πού τον έχει, σε άλλα; Ή μόνον εκεί απ όπου θα του έλθει ή βοήθεια; Αυτή ή προσευχή μόνο όποιος την έζησε, καταλαμβάνει πώς ανακαινίζει, πώς ευφραίνει, πώς κάνει τον άνθρωπο σαν νάναι όλος πνεύμα! Δεν αισθάνεται να 'χη μέσα του, σπλάχνα, σάρκα, κόκκαλα, αλλά πνεύμα. Αυτά, παρασύρθηκα και στα λέγω, είναι δυνατά δια εσένα. 

Ίσως δεν με καταλαμβάνεις, αλλά να μείνουν εις τον νου και αργότερα θα με ενθυμηθείς. Πάντως, έτσι πρέπει να αισθάνεται ό άνθρωπος, όταν καλώς προσεύχεται. Και αυτά τα «λόγια», πού έλεγε και ό καλόγηρος και ό Μισαήλ, στην αρχή, είναι διά τούς αρχαρίους. Είναι, πώς να σε το πω, τα προσανάμματα διά να πιάση ή φωτιά, ν' άνάψη ό πόθος διά τον Θεόν. Άμα ανάψει, μετά τα λόγια σταματούν, διότι δεν ημπορεί τότε να όμιλή ό άνθρωπος, αλλά αισθάνεται ν' ακούει
  μέσα του, να νοιώθει μέσα του τον Θεό. Και κλαίει, διότι τούτο είναι μεγάλο, είναι το πάν δια τον άνθρωπο. Άς είναι, σε είπα πολλά διά τούτο.


Ά, και κάτι άλλο: Μετά, όμως, από τέτοιαν προσευχή, αισθάνεται έξάντλησιν ό άνθρωπος. Διότι, προσευχόμενος, έρχεται στιγμή πού αφήνει το σώμα, «βγαίνει» από το σώμα του και ομιλεί μόνον ή καρδία, ό πόθος...
Τούτα τα λόγια του Γέροντα μου έφεραν αμέσως στο νου τον «μανικό» έρωτα, πού ένοιωθαν οι Πατέρες και οι μεγάλοι Άσκηταί. Έν συνεχεία μου λέγει, σαν ν' απαντούσε σ' αυτή μου την σκέψη:
-        Ναι, Ναι. Οι Πατέρες δεν βρήκαν άλλο διά να εκφρασθούν παρόμοια και λέγουν «μανικός έρως». Για πολλά πνευματικά ή πνευματικές καταστάσεις, δεν υπάρχουν λόγια να πει κανείς ακριβώς όπως είναι. Δεν λέγει, άλλωστε, ό Απόστολος Παύλος, «ό οφθαλμός ουκ είδε κλπ.»;
Κουράστηκα, κόρη, αλλά δεν πειράξει. Μόνον που πόνεσε ή καρδιά μου πού ξαναθυμήθηκα εκείνα τα χρόνια... ας είναι. Ναι, να πηγαίνεις. Ό Θεός μαζί σου. Στο καλό!

ΒΙΒΛΙΟ. ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΝΟΥΣΗ. Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.