Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 4. ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ






ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ





Βγαίνοντας από τη σκήτη πήραμε τον δρόμο προς τά επάνω, όπου υπήρχε μία τεράστια επίπεδη πεδιάδα, και ό αέρας ήταν πολύ ευχάριστος. Αμέσως λοιπόν άρχισα να αισθάνομαι καλυτέρευση της αρρώστιας μου, σιγά σιγά να δυναμώνω στο σώμα και να περπατάω ευκολότερα και ανετότερα και από όλη μου την ψυχή ανέπεμπα ευχαριστίες στην καλοσύνη τού Θεού γιατί δεν με εγκατέλειψε έως το τέλος. Ενώ λοιπόν βάδιζα πανευτυχής με τούς μοναχούς εκείνους, από το μεσημέρι ντύθηκε ό ουρανός με πολύ σκοτεινά και βαριά σύννεφα, πού μόλις τά είδαν οι σύντροφοί μου άρχισαν να περπατούν πολύ γρήγορα για να αποφύγουν τη βροχή. Εγώ όμως, μή μπορώντας να πηγαίνω μαζί τους τόσο γρήγορα, απόμεινα μόνος, οπότε ξαφνικά άρχισε να έρχεται μεγάλη καταιγίδα με τρομερό θόρυβο χαλαζιού, ξέσπασε δέ μεγάλη βροχή με τρομερές αστραπές και βροντές.




 Έπεφτε χαλάζι σέ μέγεθος μικρού καρυδιού και κάλυψε ολόκληρο το λιβάδι σέ πάχος σχεδόν δέκα εκατοστών. Βράχηκα ολόκληρος, τόσο  πού έτρεχε το νερό από τά ρούχα μου. Έτσι πού νύχτωσε με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να περπατώ μέσα σ’ εκείνο το χαλάζι, και μόνο πολύ αργά έφτασα στο χωριό όπου ήταν και οι συνοδοιπόροι μου. Διανυκτέρευσα στο σπίτι κάποιου χωριανού και το πρωί τούς βρήκα στο σχολείο. Είχαν διανυκτερεύσει στο σπίτι τού ψάλτη και χάρηκαν πολύ πού με είδαν. Άρχισαν να ρωτούν τον ψάλτη για τον δρόμο πού οδηγεί στη Μολδαβία, κάνοντάς του γνωστή την πρόθεσή τους να πάνε εκεί.




 Αυτός άρχισε να τούς λέει: «!Ω πατέρες άγιοι, εγώ δεν σάς συμβουλεύω να πάτε εκεί στους τωρινούς καιρούς, διότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος στον δρόμο. Εξαιτίας τού φόβου τών ληστών, κυκλοφορεί μεγάλος αριθμός στρατιωτών και φοβάμαι μήπως πέσετε στα χέρια αυτών τών στρατιωτών, οι όποιοι, αν όχι για κάποια άλλη αιτία, για μόνο το μίσος τους προς την ορθόδοξη πίστη μπορούν να σάς κάνουν τελικώς κακό, διότι στο χωριό μας πριν από λίγο καιρό συνέβη το εξής: Πριν από εμένα υπήρχε στην εκκλησία αυτή ένας μακαρίτης ψάλτης, ό όποιος φοβόταν την επιβουλή τών διωκτών της ορθόδοξης πίστης όταν στη Λειτουργία διάβαζε το Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή το “Πιστεύω εις ένα Θεόν”, και το άρθρο “Και εις το Πνεύμα το "Αγιον” το διάβαζε ώς εξής: “Και εις το Πνεύμα το Αγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το έκ τού αληθούς Πατρός έκπορευόμενον”. Διαβάζοντας λοιπόν έτσι το Σύμβολο σωζόταν από την επιβουλή τών εχθρών της ορθόδοξης πίστης.



 Με τον καιρό κατηγορήθηκε στον διοικητή τού χωριού αυτού από τούς υβριστές της αγίας πίστης ότι δεν διαβάζει το Σύμβολο σύμφωνα με τη θεομάχο βλασφημία τους “το Πνεύμα το άγιον το έκ τού Πατρός και τού Υιού έκπορευόμενον” παρά μόνο “έκ τού αληθούς Πατρός έκπορευόμενον”. ’Ακούοντας αυτό ό διοικητής εξοργίστηκε και, παίρνοντας μαζί του μερικούς στρατιώτες, ήρθε στην εκκλησία λίγο πριν από την ανάγνωση τού Συμβόλου. Όταν λοιπόν ό μακάριος εκείνος ψάλτης άρχισε την ανάγνωση τού Συμβόλου της Πίστεως, αμέσως αυτός τον πλησίασε ακούοντας προσεκτικά πώς θα το διαβάσει. Ό ψάλτης, έχοντας καταλάβει γιατί τον πλησίασε, διάβαζε με παρρησία, μεγαλοφώνως και εύδιάκριτα. 





Όταν έφτασε στο “Και εις το Πνεύμα το άγιον”, γέμισε από Πνεύμα άγιο και διάβασε έκφώνως: “Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποίον, το έκ του Πατρός έκπορευόμενον”, παραλείποντας εκείνη την προσθήκη “του αληθούς”, την οποία πρόσθετε λόγω του φόβου του. Μόλις το άκουσε αυτό ό διοικητής, κραυγάζοντας σαν θηρίο ανήμερο, έπεσε επάνω του, τον άρπαξε από τά μαλλιά, τον έριζε καταγής και τον κτυπούσε ανελέητα με τά πόδια του. Στη συνέχεια διέταξε να τον βγάλουν από την εκκλησία, και να τον κτυπήσουν χωρίς οίκτο με βέργες. Ενώ συνέβαιναν αυτά, κάποιος έτρεξε και ειδοποίησε τη μητέρα του, εξηγώντας της και την αιτία για την οποία κτυπούσαν τον γιό της. 



Αυτή έτρεξε αμέσως και με δάκρυα τον ενθάρρυνε να μην πτοηθεί στον άθλο του, άλλα, επικαλούμενος σέ βοήθεια τον Θεό, να μην λυπηθεί να παραδώσει τη ζωή του στον θάνατο για την ορθόδοξη πίστη. Τον φιλούσε στο κεφάλι, λέγοντάς του: “Παιδί μου πολυαγαπημένο, μην φοβηθείς να υποστείς αυτό το πρόσκαιρο μαρτύριο χάριν της ορθόδοξης ομολογίας αλλά, σαν καλός στρατιώτης τού Χριστού, υπόμεινε γι’ Αυτόν και τον ίδιο τον θάνατο, για να αξιωθείς στην επουράνια βασιλεία Του να λάβεις από Αυτόν το στεφάνι τού μάρτυρα”. Αυτός απάντησε στη μητέρα του: “Ω, υπεραγαπημένη μου μάνα, μην αμφιβάλλεις καθόλου για μένα, γιατί εγώ, με την ενίσχυση τού Θεού, όχι μόνο αυτό τον δαρμό παρά και τά σκοτάδια του σκληρότερου θανάτου είμαι έτοιμος να υποστώ για χάρη της ορθόδοξης πίστης. 



Γιατί όπως ό εν Τριάδι δοξαζόμενος και προσκυνούμενος Θεός είναι ένας και έκτος από αυτόν δεν υπάρχει Θεός, έτσι και ή αγία πίστη της Ορθοδόξου Καθολικής Ανατολικής Εκκλησίας, μέσα στην οποία μία και μόνη ελπίδα σωτηρίας γνωρίζουμε διά τών καλών έργων, είναι και αυτή μία, και έκτος από αυτήν δεν υπάρχει άλλη. Πώς λοιπόν να μην προτίθεμαι να υποστώ για αυτήν και τον πιο πικρό θάνατο.»Μόλις τα άκουσε αυτά η μητέρα του χάρηκε χαρά ανέκφραστη, και υψώνοντας τά χέρια της προς τον ουρανό ευχαριστούσε τον Χριστό Θεό, διότι την αξίωσε να γεννήσει τέτοιον αθλητή της πίστης. Ό βασανιστής, όσο άκουε αυτά, τόσο περισσότερο άναβε και φώναζε στους στρατιώτες να χτυπούν δυνατότερα, ενώ ό αθλητής τού Χριστού, υπομένοντας χαρμόσυνα αυτά τά κτυπήματα, στηλιτεύοντας την κακοδοξία τών Δυτικών και δοξάζοντας και ομολογώντας την ορθόδοξη πίστη, παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια τού Θεού». 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ –ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.