Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ - ΨΑΛΜΙΚΑ ΑΝΤΙΦΩΝΑ " Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν, και ή δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αύτάς."

         





 Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν, και ή δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αύτάς.

Στους προηγούμενους στίχους ό ποιητής, όπως έχουμε πει, έκδιπλώνει το όνομα του Θεού ώς ενέργειες, θείες ενέργειες, με κυριότερο περιεχόμενο την Αγάπη του πού εκδηλώνεται ώς έλεος και ευσπλαχνία. Στον στίχο 17 επεξηγεί ποιοι και πώς αντιλαμβάνονται την παρουσία του θεού: οι φοβούμενοι τον Κύριο ώς ελεήμονα και δίκαιο, και οι ακολουθούντες τις εντολές του.



Ή λέξη «φόβος» έχει πολύσημο περιεχόμενο στα βιβλικά κείμενα. Μπορεί να σημαίνει τον φυσικό φόβο του ανθρώπου απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, πού τον οδηγεί να απευθύνεται στον Θεό για να προστατευτεί, θεμελιώνοντας συγχρόνως μία θεοσέβεια. Μπορεί επίσης να σημαίνει τον φόβο για τιμωρία πού θα δεχτεί ό άνθρωπος εάν παραβαίνει τις θείες εντολές, ή όταν υπερβαίνει το μέτρο της αρμονίας, συνθήκη πού ή αρχαιοελληνική παράδοση εντάσσει στη διαλεκτική ύβρις-Νέμεσις Μπορεί ακόμη να σημαίνει την έκπληξη και το θάμβος του ανθρώπου ενώπιων της μεγαλοσύνης του Θεού, ένα θάμβος πού προκαλείται από τον ακατάληπτο χαρακτήρα της παρουσίας του.


 Χαρακτηριστικές περιπτώσεις εκδήλωσης τέτοιου φόβου περιγράφονται, π.χ., κατά την παράδοση της διαθήκης του Σινά (και πάς ό λαός έώρα την φωνήν και τάς λαμπάδας και την φωνήν της σάλπιγγος και το όρος το καπνίζον' φοβηθέντες δε πάς ό λαός έστησαν μακρόθεν, Έζ. 20,18), ή κατά την επίσκεψη των μυροφόρων γυναικών στο τάφο του Χριστού, όταν βρίσκονται προ του κενού τάφου (Και έξελθούσαί έφυγον από τον μνημείου  είχε δε αύτάς τρόμος και εκστασις, και ουδενί ούδεν ειπόν έφοβούντο γάρ, Μάρκ. 16,8).



Μοναδική απάντηση του Θεού απέναντι στον φόβο του ανθρώπου, με οποιοδήποτε περιεχόμενο κι αν τον προσεγγίσουμε, είναι ή πρόσκληση «μή φοβού!». Μή φοβού Αβραμ, εγώ υπερασπίζω σου, άκουμε κατά την κλήση του Αβραάμ (Γεν. 15,1)• Μή φοβού [Ιακώβ]' μετά σου γάρ ειμί και ευλογήσω σε, ακούμε να λέει στον Ιακώβ μετά το νυχτερινό του όραμα' μη φοβού, μετά σου γάρ ειμί. θα πει στον λαό του, όπως διαβάζουμε στον Ησαΐα (Ήσ. 41,10), ή μή φοβού, παις μου Ιακώβ και ήγαπημένος Ισραήλ (Ήσ. 44,2). 



Αυτή ή πρόσκληση θα ακουστεί επίσης από τον Χριστό: Εγώ ειμί, μή φοβείσθε, θα πει στους μαθητές του ότι ένιωθαν να καταποντίζονται στο μέσον της λίμνης (Ίωάν. 6,20)• Μη φοβού, θύγατερ Σιών, θα διακηρύξει κατά τη θριαμβευτική είσοδό τα στα Ιεροσόλυμα ( Ίωάν. 12,15). Κι όταν ό συγγραφέας της Αποκάλυψης βρίσκεται ενώπιων του Κυρίου γεμάτος φόβο (έπεσα προς τας πόδας αυτού ώς νεκρός, μάς λέει), άκουσε τον Κύριο να τον προσκαλεί Μή φοβού' εγώ ειμί ό πρώτος και ό έσχατος και ό ζων (Άποκ. 1,17).



Ό φοβούμενος τον Κύριο, είναι αυτός πού υπερβαίνει κάθε φόβο που προκαλείται από τις συνθήκες της ιστορίας και αναπαύεται στον φόβο ώς έκσταση και ακατάληπτη εμπειρία της σχέσης με τον Θεό. Αυτά ό άνθρωπος αντιλαμβάνεται την παρουσία τού Θεού ώς έλεος και δικαιοσύνη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ό έλεήμων και δίκαιος Θεός απουσιάζει από τούς μή φοβούμενους αυτόν ανθρώπους, αλλά ότι αυτοί δεν το
αντιλαμβάνονται. Ό Θεός, μας λέει ό απόστολος Πέτρος, δεν είναι προσωπολήπτης. Είναι παρών σε οποίον έχει καλλιεργήσει τη δυνατότητα να τον αντιλαμβάνεται: Ουκ εστί προσωπολήπτης ό Θεός, αλλ’ εν παντι εθνει ό φοβούμενος αυτόν και ό εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτώ εστί (Πράξ. 10,34). Ώς ενεργητική πράξη του ανθρώπου «φόβος θεού» σημαίνει να παραδοθεί στον Θεό. Αυτή είναι ή πράξη, να γίνει φοβούμενος, δηλαδή να βρεθεί σ’ αυτό το δέος της παρουσίας του.



Υπάρχει και το β' ημιστίχιο του στίχου 17 πού συνεχίζεται ώς στίχος 18: ή δικαιοσύνη αυτού επί υίοις υιών τοϊς φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αύτάς.



Σέ όσους δηλαδή φυλάνε τη διαθήκη, τη συμφωνία πού έχει γίνει μεταξύ θεού και ανθρώπου και σέ όσους θυμούνται τις εντολές του Θεού. Δηλαδή, δεν αρκεί να γνωρίζει κανείς τη διαθήκη και τον Νόμο, να τά αποδέχεται ώς αναφορές και στοιχεία αληθείας, αλλά να τά υλοποιεί, να πράττει τη σχέση με τον Θεό. Ή μνήμη και μελέτη της διαθήκης και των εντολών αποβλέπει στην έμπρακτη εφαρμογή. Σάς θυμίζω τον διάλογο του Ιησού, αρκετές φορές μέσα στα Ευαγγέλια, με τούς ερμηνευτές των Νόμων, Γραμματείς, Φαρισαίους, Νομικούς. 


Τον Νόμο τον γνωρίζουν, τον διδάσκουν, τον ερμηνεύουν, αλλά δεν τον τηρούν. Γι’ αυτό και εισάγεται ή βαριά λέξη «υποκριτής», όπως καταγγέλλει ό Χριστός: καλώς προεφήτευσεν Ησαΐας περί υμών τών υποκριτών, ώς γεγραπται ούτος ό λαός τοις χείλεσί με τιμά, ή δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού μάτην δέ σέβονται με, διδάσκοντες διδασκαλίες εντάλματα ανθρώπων. Αφέντες γάρ την εντολήν τού Θεού κρατείτε την παράδοσιν τών ανθρώπων (Μάρκ. 7,6). Οι διδασκαλίες μπορεί να είναι εντάλματα ανθρώπων. 

Δεν είναι το θέλημα του Θεού, αλλά είναι ή επεξεργασία πού κάνει ό άνθρωπος και παρουσιάζει αυτή την επεξεργασία του ώς νόμο του Θεού. Και είπε Κύριος" εγγίζει μοι ό λαός- ούτος εν τώ στόματι αυτού και εν τοις χείλεσιν αυτών τιμώσί με, ή δέ καρδία αυτών πόρρω απέχει άπ' εμού' μάτην δέ σέβονται με διδάσκοντες εντάλματα ανθρώπων και διδασκαλίας (Ήσ. 29,13).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ. ΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ . ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.