Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

ANTHONY BLOOM ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΣΥΓΧΩΡΕΜΕΝΟΣ ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙΝΟΣ.









ANTHONY BLOOM  

ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΣΥΓΧΩΡΕΜΕΝΟΣ ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙΝΟΣ.



Όσο τά χρόνια περνούν , τόσο δυσκολευόμαστε να κάνουμε κάποια πράγματα, όχι τόσο εξαιτίας της ηλικίας, αλλά μάλλον λόγω της σωματικής και ψυχικής κόπωσης και φθοράς. 'Ένα απ’ αυτά τά πράγματα, πού κάνει με ιδιαίτερη δυσκολία κανείς, είναι το να βρίσκεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του, με μάτια ολάνοιχτα και χωρίς αυτό να τον τρομοκρατεί. Διότι όσο μέσα μας ή πείρα συσσωρεύεται και όσο το βλέμμα μας στρέφεται προς τά πίσω, δοκιμάζουμε ολοένα και συχνότερα έκπληξη διαπιστώνοντας πόσες φορές αποδειχτήκαμε τυφλοί, κουφοί και στενόχωροι, και αναλογιζόμενοι όλα τά καλά πού Θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει και όλα τά κακά πού θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει.


Θυμάμαι μία πολύ ηλικιωμένη ενορίτισσα μας, ή οποία κοιμήθηκε έδώ και πολύ καιρό - κι όταν λέω ότι «κοιμήθηκε» εκφράσω ακριβώς αυτό πού νιώθω γι’ αυτή• μετά από πολλά χρόνια το σώμα της αναπαύτηκε και ή ίδια πέρασε στην αιωνιότητα- ήρθε λοιπόν κάποια μέρα να με δει, ταραγμένη πολύ από μια αγωνία πού δεν την εγκατέλειπε, και μου είπε ότι με τον ερχομό τών γηρατειών δεν κατόρθωνε πια να κυριαρχεί στις σκέψεις της, όπως παλιά. Οι νύχτες της φαίνονταν ολοένα και μεγαλύτερες, ό ύπνος δεν τη συντρόφευε πια, και εικόνες τού παρελθόντος επανέρχονταν στη μνήμη της. Πού και πού μπορεί να εμφανίζονταν και κάποιες φωτεινές εικόνες, αλλά τις θυμόταν μόνο τη χαραυγή• όσο για τις υπόλοιπες ήταν απαίσιες, φορτωμένες με λύπη, νοσηρότητα και ντροπή. Την περικύκλωναν σαν την ομίχλη, χωρίς ανάπαυλα• επανέρχονταν τη νύχτα, συνεχίζονταν ολόκληρη τη μέρα σαν ένα σκοτεινό πέπλο κατάπτωσης και μεταμέλειας. Δεν έβλεπε καμιά διέξοδο ελευθερίας. Πώς να ξεφύγει από κει;  Κάποιος της έδωσε υπνωτικά, όμως τότε αυτές οι σκέψεις και οι εικόνες τού παρελθόντος στροβιλίζονταν μέσα της και της προκαλούσαν φρίκη• δεν εξαφανίζονταν, και αντί να της αφήνουν μία ανάμνηση καθαρή και οδυνηρή, μετατρέπονταν σέ εφιάλτη.


Της είπα λοιπόν, κάτι πού επαναλαμβάνω αδιάκοπα στον εαυτό μου και το όποιο θα αποτελέσει το δέμα της σημερινής μας ομιλίας• μπορεί οι στιγμές τού παρελθόντος μας να ξεπροβάλλουν συνεχώς μέσα από τη μνήμη και μέσα από τη συσσωρευμένη πείρα μιας ολόκληρης ζωής, αλλά μάς είναι τελείως αδύνατον να επιστρέφουμε σ’ αυτές, και επομένως να αλλάξουμε τη συμπεριφορά πού επιδείξαμε στο κύλισμά τους. Όμως το παρελθόν εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Υπάρχουν γεγονότα πού έγιναν στο παρελθόν και έσβησαν στην άχλη του, χωρίστηκαν απ’ αυτό όπως ακριβώς τά πεσμένα φύλλα από τά δέντρα το φθινόπωρο - αυτά τά γεγονότα έκαναν τον κύκλο τους και έχασαν κάδε ισχύ κατά την παρούσα στιγμή. Το ίδιο συμβαίνει και με την αμαρτία, για την οποία έχουμε μετανιώσει- Ό άνθρωπος παραφέρεται με τά λόγια, με την πράξη, με τη σκέψη, με την επιδημία, με τις ενέργειες• αλλά ξαφνικά καταλαμβάνεται από τρόμο, στρέφεται προς τον Θεό, κραυγάζει τον πόνο και την ντροπή του, και εγκαταλείπει εκείνη την ψυχική ροπή πού κατάφερε να τον οδηγήσει στην κακή συμπεριφορά και να τού διεγείρει ανάλογα αισθήματα και λόγια. Ενίοτε, ένα βαρύ αμάρτημα, ή ή φρίκη εξαιτίας μιας κακής πράξης, σβήνει και αφήνει στη θέση της, δίκην προειδοποίησης, μια απλή ουλή, για να μάς υπενθυμίζει πόσο εύθραυστοι είμαστε και πόσο αναγκαίο είναι να ζούμε με σωφροσύνη, ώστε να μην ξαναπέσουμε σέ τέτοια τέλματα.
Ενδέχεται οι πράξεις να είναι φοβερές, όμως μία ειλικρινής μετάνοια μπορεί να τις σβήσει οριστικά. 

Ό Άγιος Νικήτας, μαθητής του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, λέγει ότι τά δάκρυα της ειλικρινούς μετάνοιας μπορεί ν’ αποκαταστήσουν ακόμη και μία χαμένη παρθενία. Και ό Άγιος Βαρσανούφιος ό Μέγας αναφέρει ότι μπορούμε να πούμε πώς συγχωρηθήκαμε και πώς αυτό πού συνέβη σβήστηκε από το βιβλίο της ζωής, όταν αισθανόμαστε πραγματική μετάνοια ενώπιον του Θεού και γνωρίζουμε ότι δεν είναι πλέον πιάνο να ξαναπέσουμε στις προηγούμενες ενέργειες μας, διότι έχει καταστραφεί μέσα μας από τη φωτιά της μετάνοιας καθετί πού θα ήταν σέ δέση να προκαλέσει ξανά την άσχημη πράξη πού μάς βαραίνει. Ό κύκλος του παρελθόντος έκλεισε. Αυτό λέει και μία ρωσική παροιμία- Το παρελθόν; Κανείς δεν μιλάει πια γι’ αυτό.


Όμως, στο παρελθόν μας εντοπίζονται και πράξεις πού, άπαξ και έγιναν, επιβίωσαν και δεν έσβησαν στην άχλη τού χρόνου. Σε μία δεδομένη στιγμή εγκαταστάθηκε μέσα μας ή κακία και στη συνέχεια μετατράπηκε σέ μίσος. Βέβαια, δεν έγινε κάτι σοβαρό, αλλά τούτο το μίσος μαζεύτηκε κάπου μέσα μας, σαν δηλητήριο. Και αν ακόμη έχει σβήσει ή ανάμνηση τού προσώπου ή των συνθηκών πού γέννησαν αυτά τά αισθήματα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι κάποια ξεσπάσματα οργής έχουν τη ρίζα τους εκεί. Ανεξάρτητα από τον τρόπο ζωής μας, από την προσωπικότητα πού έχουμε διαμορφώσει, δηλητηρίασαν κάποτε τη ζωή μας ριζικά, στα μύχιά της. Τελικά τούτο το «πριν» δεν ανήκει πια στο πεδίο τού παρελθόντος• στην πραγματικότητα αγκυροβόλησε στο παρόν. Ένα στάδιο της ζωής δεν ξεπεράστηκε, έχει παραμείνει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. Κάτι πρέπει να παρέμβει, ώστε να οδηγήσει στην πλήρη θεραπεία αυτού τού παρελθόντος.
Θα διευκρινίσω αυτό πού είπα στην αρχή, φέρνοντας σαν παράδειγμα έναν άνθρωπο, τού οποίου ή εικόνα είναι έντονα αποτυπωμένη στη μνήμη μου. 


Για πρώτη φορά με πλησίασε για να εξομολογηθεί. Πολύ πριν από τη συνάντησή μας, είχε διαπράξει έγκλημα, και επί πολλά χρόνια έζησε μ’ ένα αίσθημα φρίκης για την πράξη του αυτή. Είχε μετανιώσει για ότι έκανε, και όχι μόνο είχε λυπηθεί για την ενέργεια του, αλλά είχε φθαρεί και από τον τρόμο στον όποιο είχε βυθιστεί. Βρήκε τον Θεό χάρη στη μεταμέλεια πού είχε ωριμάσει μέσα του και ή οποία κατέληξε να τον κάνει να πει στο Θεό- «Δεν είμαι πια ό άνθρωπος πού έκανε το έγκλημα- συγχώρησέ με, άφησέ με να ζήσω ώς ελεύθερος άνθρωπος...»!


Αυτές οι λέξεις _«δεν είμαι πια ό άνθρωπος πού έκανε το έγκλημα»_ είναι ό πήχης πού μετρά την αμαρτία μας• βάσει αυτού μπορούμε να ξέρουμε αν το έγκλημα έχει σβηστεί ή όχι, κι αν ό άνθρωπος έχει τελικά εξαγνιστεί. Στον βαθμό πού είμαστε ικανοί να λέμε «δεν είμαι πια αυτός ό άνθρωπος», τότε δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι αυτή ή αμαρτία αναφέρεται σέ ότι ήμασταν κάποτε. Όμως ό άνθρωπος αυτός πού κάποτε ήμασταν πέθανε, δεν υπάρχει πια, δεν απομένει παρά ό καινός άνθρωπος, αυτός πού γεννήθηκε από τη μετάνοια, περνώντας μέσα από μία φοβερή δοκιμασία. Γι’ αυτό τον άνθρωπο, ό 'Άγιος Βαρσανούφιος ό Μέγας γράφει πώς είναι δυνατόν ακόμα και «να απαλλαγεί από την εξομολόγηση, επειδή μπορεί να πει με κάθε σιγουριά- ό Θεός με συγχώρησε, καθώς έφτιαξε από μένα έναν καινούργιο άνθρωπο».

Μερικές φορές όμως συμβαίνει κάτι άλλο, αυτό πού ανέφερε ή ηλικιωμένη ενορίτισσα μας• εικόνα με την εικόνα επιβαλλόταν πάνω της το παρελθόν, από τά μικρά ως τά μεγάλα γεγονότα. Δεν ήταν αμαρτήματα τού μεγέθους ενός εγκλήματος, αλλά μικροαμαρτίες πού δηλητηρίαζαν την καρδιά και τη ζωή της. Τί έπρεπε να κάνει; Να ξεχάσει; Επέμεινα στο γεγονός ότι δεν πρέπει να ξεχάσει, διότι ή λήθη δεν αποτελεί δέση• μπορεί να λάβει τη συγχώρηση, αλλά δεν είναι δυνατόν να αύτοσυγχωρηθεί. Και ή λήθη δεν αποτελεί δέση, γιατί δεν λύνει κανένα ζήτημα, δεν θεραπεύει την ψυχή, δεν αλλάζει τη ζωή.

Τότε τί να κάνει; Τη συμβούλεψα, κάδε φορά πού οποιαδήποτε εικόνα τού παρελθόντος παρουσιαζόταν μπροστά της, να θέτει το ερώτημα- «Εάν ξαναβρισκόμουνα στις συνθήκες πού βρέθηκα όταν υπέπεσα στην αμαρτία, πώς θα φερόμουνα τώρα, έχοντας αποθησαυρισμένη, χρόνο με το χρόνο, εμπειρία μιας ζωής; Κάποτε ήμουν είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρόνων, τώρα είμαι πια ογδόντα- πόσα πράγματα προσπάθησα ν’ αντέξω, να καταλάβω;». Εάν είστε σέ θέση να επανέλθετε στο συγκεκριμένο γεγονός, ρίξτε του ένα βλέμμα διεισδυτικό, κάθετο, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς αύτολύπηση, και δέστε το ερώτημα• «'Άν αυτές οι ίδιες συνθήκες ίσχυαν και σήμερα, πώς θα φερόμουν; Τί θα έκανα;». Και αν είστε σέ δέση να πείτε «αυτό δέ θα μπορούσα ποτέ πια να το κάνω, να το πω, να το σκεφτώ, να το ζήσω», τότε να γνωρίζετε πώς έχετε πλέον αναγεννηθεί και πώς μπορείτε να πείτε στο Θεό- «Ό αυτουργός ή ή αυτουργός εκείνης της πράξης, έχει πλέον πεθάνει- και δεν μπορώ να μετανιώσω εγώ για την αμαρτία εκείνη, γιατί ή προσωπικότητα πού κάποτε ήμουν έχει πλέον μέσα μου πεθάνει...».
Μού έρχεται στο νου μία παρόμοια εξομολόγηση, στην οποία ό εξομολογούμενος έλεγε- «Αυτές είναι οι αμαρτίες πού διέπραξα στο παρελθόν- τις αναγνωρίζω, τις απαρνούμαι, τις μισώ, όμως δεν μπορώ να μετανιώσω γι’ αυτές τώρα με δάκρυα, καθώς δεν είμαι πια ό άνθρωπος πού τις έκανε- αυτός πέθανε, και αν και δεν έζησα πολλά χρόνια, δεν απομένει πια τίποτε από αυτόν, χάρη στην ανατροπή πού προκάλεσαν στην ύπαρξή μου ή μεταμέλεια και ή μετάνοια...».


ΞΕΤΥΛΙΓΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΟ ΝΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ


Έτυχε να συναντήσω τη γυναίκα πού αναφέραμε, όταν ήδη βρισκόταν σέ προχωρημένη ηλικία, λίγο πριν από το θάνατό της. Είχε 6ρέϊ τελικά το κουράγιο να δε! κατάματα κάδε τρομερό γεγονός της ζωής της• διερεύνησε κάδε κακία, κάδε ψέμα, κάδε φρίκη πού είχε ζήσει- είχε δέσει στον εαυτό της, ενώπιον τού Θεού, το κρίσιμο ερώτημα- και λύνοντας τον ένα μετά τον άλλο όλους τούς κόμπους της ζωής της, ένιωθε ότι σταδιακά απελευθερωνόταν από το παρελθόν της.

Το ίδιο ερώτημα επανέρχεται κάδε φορά πού ετοιμαζόμαστε για την εξομολόγηση. Οι περισσότεροι ανάμεσα μας βρισκόμαστε στο ζενίθ τών δυνάμεών μας, ή ζωή μάς παρασύρει σαν το ρεύμα ενός ποταμού - αναπτύσσουμε έντονη δραστηριότητα. Μάς λείπει όμως εκείνη ή γαλήνη πού δίνει τη δυνατότητα να μελετήσουμε το παρελθόν όπως ένας άνθρωπος πού ατενίζει τη φύση από την κορυφή ενός βουνού, και σαρώνει οτιδήποτε αποκαλύπτεται μπροστά του με βλέμμα ακριβές, απαθές, διεισδυτικό, γεμάτο από μία δαδιά συγκίνηση.

Από τη νεανική ηλικία μας οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε όχι για τις εξομολογήσεις πού θα γίνουν κατ’ ανάγκην μπροστά σ’ έναν ιερέα, αλλά για τις εξομολογήσεις πού δ’ αποτιμούν τη ζωή μας μέρα με τη μέρα ένώπιον τού Θεού. ’Αχ! και να μπορούσαμε να δούμε κατάματα την κάδε μέρα πού περνάει και καθετί πού από το παρελθόν μας αναδύεται και πάλι στη μνήμη, και να είμαστε σέ δέση να αναγνωρίζουμε ότι το παρελθόν θα μάς κατηγορήσει, δ’ αμφισβητήσει το δικαίωμά μας να ονομαζόμαστε χριστιανοί και απλούστερα άνθρωποι...! ’Αν ήμασταν έτοιμοι να διερευνούμε έτσι το παρελθόν μας, θα είχαμε τη δυνατότητα να το διαγράφουμε χρονιά με τη χρονιά και να προσερχόμαστε στην εξομολόγηση με βαθιά και αληθινή συγκίνηση, μακριά από κάδε συναισθηματισμό, και με απαιτητική και εναργή συνείδηση της άμαρτωλότητάς μας. Τούτη ή συναίσθηση της άμαρτίας μας σημαίνει, ενώπιων Θεού και ανθρώπων, ότι νιώσουμε ανάξιοι να μάς εκτιμούν και να μάςαγαπούν. Τότε ας αναρωτηθούμε- ’Αν όλος ό κόσμος ήξερε για μένα όσα εγώ γνωρίζω, τί εντύπωση θα τού έκανα; Το να κυριευόμαστε από φόβο επειδή κάποια μέρα, στην τελική Κρίση, θα αποκαλυφτούν δημόσια τά μυστικά της ζωής μας δεν αρκεί, καθώς θα αναβάλλουμε για αργότερα με μεγάλη ελαφρότητα και επιπολαιότητα ότι καλούμαστε να πράττουμε τώρα. «Ναι, ή τελική κρίση θα έρθει, 9ά δούμε τότε τί θα γίνει! Όμως υπάρχει στο μεταξύ πολύς χρόνος για να μετανιώσουμε!


Έχουμε πολύ καιρό για ν’ αλλάξουμε...!» - έτσι σκεφτόμαστε. Αυτός ό «πολύς καιρός» όμως δεν έρχεται ποτέ, επειδή ό θάνατος θα μάς προλάβει πολύ νωρίς, ώστε τελικά δεν θα κατορθώσουμε να ζήσουμε έδώ κάτω, όπως αν ήδη βρισκόμασταν στην αιωνιότητα.
Κάδε φορά πού προετοιμαζόμαστε για μία εξομολόγηση, είτε προσωπική είτε ενώπιον ενός ιερέα, οφείλουμε να προσπαθούμε να ξετυλίξουμε και πάλι το νήμα της ζωής μας• δεν αρκεί να ρίξουμε σ’ αυτή μια γρήγορη ματιά ενώ ετοιμάζουμε τον κατάλογο τών ανάξιων και πονηρών πράξεών μας, αλλά πρέπει να εξετάσουμε βραδύτερα με ποιό τρόπο μπόρεσαν να συμβούν όλα αυτά.



Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ


Όλοι γνωρίζουμε έκ πείρας ότι με τά χρόνια ό νους μας ( Μ χάνει από τη ζωντάνια του και το σώμα μας γίνεται πιο αδύναμο. Δύο πράγματα μένουν μέσα μας σταθερά- ή θέληση και ή καρδιά. «Ό κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», για τον οποίο κάνει λόγο ό Απόστολος Πέτρος (Α' Πέτρ 3, 4), θα παραμείνει ζωντανός μέχρι το τέλος.


Ας μιλήσουμε λίγο πιο λεπτομερειακά για τη θέληση. Τις περισσότερες φορές την σκεφτόμαστε ώς μια δύναμη πού μάς εμποδίζει να πάρουμε αυτή ή την άλλη κατεύθυνση - είναι, κατά κάποιο τρόπο, αυτή πού μάς ωθεί να δρούμε στη ζωή μας. Στην πραγματικότητα, ή θέληση είναι κάτι πολυπλοκότερο, πλουσιότερο, και πιθανόν ομορφότερο.
Ή θέληση αρχίζει, όταν ή επιδημία μας προσανατολίζεται σέ συ-γκεκριμένο στόχο, προς τον όποιο μάς παρασύρει το ξεχείλισμα της καρδιάς μας, ή ή ανάγκη να κορέσουμε την πείνα μας ή την επιδημία μας ν’ αγαπάμε. Οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός ό στόχος, όσο εμείς δεν τον πετυχαίνουμε, τόσο εκείνος μάς έλκει. 'Αν τον λαχταράμε με πολύ ζήλο, ή θέλησή μας σιγά-σιγά δυναμώνει, γίνεται πιο σίγουρη για τον εαυτό της και μαθαίνει να απωθεί όλα τά εμπόδια πού ορθώνονται στο δρόμο της. 'Η ιστορία μάς παρέχει παραδείγματα τέτοιας θέλησης στους βίους των μεγάλων, τών σπουδαίων ανδρών και γυναικών. Αλλά και ή καθημερινή ζωή προσφέρει παραδείγματα άσημων ανθρώπων πού μέσα σέ περιστάσεις ταπεινές, αγάπησαν τόσο έντονα κάποιον άνθρωπο, ή μία οικογένεια, ή μία ομάδα ανθρώπων, ώστε, προκειμένου να υπηρετήσουν αυτές τις αγαπημένες τους υπάρξεις και να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς αυτές, κατάφεραν να δαμάσουν την αγωνία, το φόβο τού θανάτου και τη δύναμη της απραξίας.


Για να ενισχύσουμε τη θέλησή μας δεν αρκεί να εξασκηθούμε στο να επιβάλλουμε στον εαυτό μας την επιτέλεση τών καθηκόντων της ζωής απόλυτα και πειθαρχημένα. Πρέπει την καρδιά μας να διαπεράσει μία επιθυμία τόσο βαθιά και ασίγαστη, ένας πόθος για έναν προκαθορισμένο στόχο τόσο δυνατός, πού τίποτε να μή μπορεί να μάς σταματήσει. Ό Άγιος Σεραφείμ τού Σάρωφ λέγει ότι σέ αντίθεση με τον αμαρτωλό πού υποκύπτει και γονατίζει, ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να φτάσει στην αγιότητα χάρη στην αποφασιστικότητα του- κι αυτή όμως, δεν θεμελιώνεται απλά σέ μια θεωρητική θέληση, σέ μια διανοητική γνώση τού ορθού και τού δικαίου. Ή αποφασιστικότητα διεγείρεται από το θερμό και διάπυρο σκίρτημα της καρδιάς. Επομένως το πρώτο πράγμα πού πρέπει να εξασκήσει κανείς είναι ή ικανότητα της καρδιάς να προσφέρεται ολοκληρωτικά, να ανοίγεται σέ βάθος, να επιτρέπει στο θείο φώς να διεισδύει μέχρι τά μύχια της, ώστε να διώχνει απ’ αυτή όχι μόνο το βαθύ σκοτάδι αλλά και την πιο μικρή σκιά. «Καρδίαν καθαράν κτίσον έν έμοί, ό Θεός, και πνεύμα εύθές έγκαίνισον εν τοις έγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50, 12). «Καρδία καθαρά» σημαίνει καρδιά διαυγής, διαφανής. Οφείλει κανείς να βάλει τά δυνατά του για να καλλιεργήσει την καρδιά του και να την κάνει «εύθείαν». 'Ο Άγιος Θεοφάνης ό Έγκλειστος παρομοιάζει αυτή τη μαθητεία με εκείνο τον μουσικό πού κουρδίζει με προσοχή και επιμέλεια το όργανό του, και ρυθμίζει μία-μία κάθε χορδή, προκειμένου να φτάσει στην τέλεια αρμονία - μόνο τότε το όργανο, με το χειρισμό του από ένα προικισμένο και επιδέξιο χέρι, θα σκορπίσει εντελώς αρμονικούς μουσικούς φθόγγους.


(Ή καλλιέργεια της καρδιάς τού ανθρώπου μόνο απλή υπόθεση δεν είναι. Αντίθετα, ή εκπαίδευση τού νου είναι σχετικά εύκολη• σύμφωνα με τις ικανότητες του, ό καθένας είναι σε θέση να αναπτύξει τά δια-νοητικά του τάλαντα. Για να δεχτεί κάτι ό νους και να το συγκροτήσει πρέπει να του αφήσει αποτύπωμα. Δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο και για την καρδιά, ή οποία απ’ αυτή την άποψη είναι ένα πολύ πιο σύνθετο πνευματικό όργανο. Ή πολυπλοκότητά της οφείλεται στο γεγονός ότι συνεχώς αντιδρά και αλλάζει. Αυτό σημαίνει πώς όταν την διαπεράσει μία καινούργια εμπειρία, μπορεί μεν να μην την κάνει να απιστήσει προς μία παλιότερη Αγάπη, ωστόσο την μεταβάλλει σέ κάτι άλλο. Με την έννοια αυτή, ή μόνη σταθερή δύναμη, πού είναι ικανή να διατηρήσει αρμονία και τέλεια τάξη στην καρδιά, είναι ή προσευχή πού μάς επανασυνδέει με τον Θεό και με τά αναλλοίωτα, αμέτρητα και απέραντα πλούτη της Θεότητος. Όπως έλεγε ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, ό Θεός είναι το πιο απλό Όν πού θα μπορούσε να υπάρξει, αφού Τον χαρακτηρίζει ή αψεγάδιαστη ακεραιότητα και καθαρότητα και όχι ή συνθετότητα, πού είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Ό Θεός διαθέτει πλούτο αδαπάνητο και είναι ή πηγή της χρηστότητας.)


Το κύριο εμπόδιο στην πορεία για την καλλιέργεια της καρδιάς, είναι ό φόβος μας μπροστά στην οδύνη, τη θλίψη της ψυχής, την τραγωδία τού νου. Φοβόμαστε μήπως πονέσουμε και για το λόγο αυτό περιορίζουμε και θωρακίζουμε την καρδιά μας. Φοβόμαστε ν’ αντικρίσουμε και να δούμε, ν’ ακούσουμε και ν’ αφουγκραστούμε- φοβόμαστε να βλέπουμε κάποιον να υποφέρει και να ακούμε την κραυγή της ψυχής του. Επιπλέον, κλεινόμαστε στους εαυτούς μας. Και εξαιτίας αυτού του γεγονότος γινόμαστε ολοένα και περισσότερο σφιχτοί και δέσμιοι του αυτοπεριορισμού μας.



Ο MEREJKOVSKI στο εκπληκτικό ποίημά του «Κοράλλια», γράφει ότι τά κοράλλια είναι οι πιο ευαίσθητοι θαλάσσιοι οργανισμοί- για να προστατευτούν από την καταστροφή, περιβάλλονται από πολύ σκληρό υλικό (αυτό ακριβώς είναι το κοράλλι) το όποιο τελικά και τά σκοτώνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο πού υπερασπίζεται τον εαυτό του από την οδύνη και τη θλίψη, από τά βάσανα, από τον τρόμο, από το φόβο πού θα μπορούσε να του προκαλέσει ή λύπη και ή στενοχώρια τών άλλων ανθρώπων, ή αρρώστια τους, ό δυνατός τους, με μια λέξη όλη ή φρίκη της ζωής πάνω στη γη. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αληθινά προστατευμένος, ταυτόχρονα όμως βιώνει έναν εσωτερικό θάνατο.



Για να καλλιεργήσουμε την καρδιά μας ώστε να είναι ζωντανή, ας δέσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση το εξής ερώτημα- είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε να μπει στην καρδιά μας το οποιοδήποτε βάσανο; Είμαστε έτοιμοι να δείξουμε συμπόνια στον άνθρωπο πού πονάει, πού φοβάται, πού κρυώνει ή πεινάει, σ’ αυτόν πού ή ζωή έχει καταφέρει πολλά πλήγματα; Είμαστε έτοιμοι να συμπάσχουμε χωρίς να προσπαθούμε να μάθουμε αν είναι αθώος ή ένοχος, παρά μόνο διερωτώμενοι- Υποφέρει αυτός ό άνθρωπος ή όχι; Και είμαστε έτοιμοι να αποκριθούμε σέ τούτο τον πόνο με όλη τη συμπάθεια πού είμαστε ικανοί να διαθέσουμε; ’Αν και μόνο τού δώσουμε μία διέξοδο ελευθερίας, τούτη ή συμπάθεια θα αυξηθεί, θα διευρυνθεί και θα αγκαλιάσει μία ποσότητα πολύ μεγαλύτερη από τον πόνο και την τραγωδία της επίγειας ζωής.


Αυτό όμως μάς φοβίζει όλους σέ διαφορετικό βαθμό και μάς οδηγεί να ενεργούμε με δύο διαφορετικούς τρόπους• είτε περιοριζόμαστε στους εαυτούς μας -βουλώνουμε τά αυτιά μας, κλείνουμε τά μάτια μας και δεν θέλουμε να βλέπουμε- είτε αρχίζουμε να παραμορφώνουμε σκόπιμα την αλήθεια- «βέβαια και υποφέρει!», λέμε, «ποιός όμως φταίει γι’ αυτό; Γιατί θα έπρεπε εγώ ν’ άντιδράσω; Εγώ είμαι ό πλησιέστερος; Δεν υπάρχει κάποιος άλλος να κάνει κάτι; Δεν υπάρχει κανείς πιο κοντά από μένα στον πάσχοντα; Δεν υπάρχει έστω κάποιος συγγενής;».


Μια άλλη μέθοδος πού ενεργοποιούμε, ώστε να προστατευτούμε από τη βιαιότητα της οδύνης και τη βαθιά θλίψη της ψυχής, είναι να εξοργιστούμε. Είναι πολύ βολικό να οργιζόμαστε ενάντια στο ψέμα πού κυριαρχεί πάνω στη γη, ενάντια στους υπεύθυνους τών βασάνων και τού πόνου, μερικές φορές και ενάντια στον πάσχοντα πού αξιώνει τη συμπάθεια πού αρνούμαστε να τού παρέχουμε. Το να πάσχουμε είναι μια παθητική κατάσταση• σημαίνει αύτοπαράδοση και, όπως λέγεται στο Ευαγγέλιο, σημαίνει το να επιτρέπουμε στους άλλους να μάς κάνουν ότι τούς υπαγορεύει ή καρδιά τους. Το να οργιζόμαστε είναι εύκολο- στην οργή υπάρχει δραστηριότητα, υπάρχει μια ένταση, παροδική μεν αλλά υπαρκτή. Τις περισσότερες φορές ζούμε την οργή ώς μια γενναία αντίδραση στο κακό πού υπάρχει στον κόσμο. Κι έτσι αποστασιοποιούμαστε από κάδε μετοχή στην αναπόφευκτη οδύνη τού κόσμου, την οδύνη πού συναντάμε και εν τω Χριστώ. Διότι, όλο τον πόνο πού συνάντησε έδώ κάτω, ό Χριστός τον προσέλαβε με ολοκληρωτική και γνήσια συμπάθεια, με αγωνιώδη συμπόνια. Και τον προσέλαβε μέχρι τέλους, μέχρι το Πάδος, τη Σταύρωση στο Γολγοθά, τον θάνατο και την εις 'Άδου κάθοδο.



ΚΟΥΒΑΛΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟ ΠΑΤΕΡΑ


Eαν θέλουμε να είμαστε μαθητές του Χριστού, οφείλουμε να Τον μιμούμαστε στον τρόπο πού πλησιάζει τά βάσανα τού κάθε ανθρώπου, τού κάθε κτίσματος, και να αποδεχόμαστε το πάθος όπως Αυτός• έχοντας πλήρη συνείδηση και αφήνοντας το να εισχωρεί στα μύχια της καρδιάς μας. 

Κρύβει μεγάλη αλήθεια ή φράση πού ό Θεοφάνης ό Έγκλειστος έχει πει για την προσευχή, αλλά πού νομίζω πώς ταιριάζει και για τον πόνο- πρέπει να τον αφήνουμε να διαπερνά την καρδιά μας σαν μαχαίρι... Ναι, να αφήνουμε τον πόνο του πλησίον μας να διαπερνά την καρδιά μας σαν μαχαίρι• να αφήνουμε το αίμα να κυλάει, τον πόνο να μάς συνθλίβει• να μην οπισθοχωρούμε, να μην προστατευόμαστε! Μόνο τότε ή συμπάθεια μας είναι δυνατόν να είναι δημιουργική, να μετέχει στην οδύνη τού άλλου και να τον βοηθάει να σηκώνει το σταυρό του. Ό Χριστός ανέλαβε όλη τη φρίκη του αρνησίθεου κόσμου, την ανέλαβε και τη μετέφερε στους ώμους Του. 

Και οι ώμοι Του δεν λύγισαν, ανέβηκαν μέχρι τον Σταυρό.
Έχουμε κληθεί να είμαστε εν Χριστώ. Καδένας μας οφείλει επίσης να αντιμετωπίζει τον φόβο πού γεννιέται όταν στεκόμαστε απέναντι στη δοκιμασία του πόνου - τον φόβο το δικό μας, όχι τών άλλων. Είναι ό φόβος πού γεννιέται όταν συνειδητοποιούμε πώς αν παραδοθούμε στην οδύνη, αν δεν κρατήσουμε τά μάτια και τά αυτιά μας κλειστά, αν ακολουθήσουμε τη συνείδησή μας, τότε ή οδύνη θα διαπεράσει την ψυχή μας. Όμως ή μετοχή μας στη ζωή του κόσμου, τη ζωή του ανθρώπου και τη ζωή τού Χριστού ξεκινάει από την ώρα πού θα πούμε- Ναι! ’Ας γίνει έτσι! Διότι το «αναλαμβάνω τον άλλον» (τον περιθωριοποιημένο άνθρωπο ή τη μερίδα εκείνη τών ανθρώπων πού δοκιμάζεται σκληρά) σημαίνει ότι σηκώνω στους δικούς μου ώμους τη δική του δοκιμασία, «κατ’ εικόνα Χριστού», και τον μεταφέρω μέχρι το κατώφλι του Πατέρα.


Αυτό σημαίνει επίσης ότι ό άνθρωπος πού μεταφέρουμε στους
ώμους μας, θα αποτελεί στην πραγματικότητα ένα σταυρό- ένα σταυρό πού θα πρέπει να μεταφέρουμε μέχρι τον Γολγοθά. Και μόνο αν αφεθούμε να σταυρωθούμε πάνω σ' αυτό τον σταυρό, χωρίς οργή, χωρίς επιφύλαξη, αλλά αύτοπροσφερόμενοι μέχρι τέλους, τότε μόνο 9ά μπορέσουμε να πούμε- «Πάτερ, άφες αυτόν, ού γάρ οίδε τί ποιεί».
Αυτό το έργο έχει να έπιτελέσει ό καθένας μας. Αρχίζει από τά μικρά- να μάθουμε απλά να βλέπουμε και να ακούμε την αληθινή οδύνη πού συντρίβει τη ζωή των διπλανών μας. Όταν το βάρος της δοκιμασίας μοιράζεται στα δύο, γίνεται αναπάντεχα δύο φορές ελαφρύτερο. Και τελικά, στην ουσία, «οδύνη τού διπλανού» δεν υπάρχει, γιατί εγώ και ό διπλανός είμαστε ένα. Θυμάμαι κάποτε στην Ί. Μ. Αγίας Τριάδος, καθώς έψαχνα τη θέση μου στην τράπεζα της Μονής, ένας μοναχός μού είπε- «Κάθισε όπου θέλεις»! Τού απάντησα- «Δεν θέλω να πάρω τη θέση κάποιου άλλου». Με κοίταξε κατάπληκτος και μού είπε- «Έδώ δεν υπάρχουν άλλοι- είμαστε όλοι εμείς»!


Κάποτε ένας μοναχός κάποιας Μονής παρακάλεσε τον Θεό να τού ανοίξει τά μάτια για να βλέπει σέ κάθε άνθρωπο την κρυμμένη κακία και να μπορεί έτσι να προστρέχει σέ βοήθεια. Όταν ό Κύριος εισάκουσε την προσευχή του, ό μοναχός προσπάθησε να εντείνει τις προσπάθειές του, καθώς τώρα διέκρινε με σαφήνεια το κακό. Εξαιτίας όμως της πνευματικής του ανωριμότητας, το κακό τον γέμισε με τρόμο, και στη συνέχεια ένιωσε αηδία και τελικά αποστροφή για τούς ανθρώπους. Μια μέρα έφτασε στο μοναστήρι κάποιος πού ήθελε να μιλήσει με τον γέροντα της Μονής. 'Ο μοναχός πού είχε αξιωθεί να βλέπει το κακό, βλέποντας πόσο αμαρτωλός και βαθιά εξαχρειωμένος ήταν ό επισκέπτης, τού είπε τά εξής- «Πώς τολμάς να εμφανίζεσαι και να ζητάς τον γέροντα έτσι όπως είσαι; Ή παρουσία σου τον προσβάλλει»! Ό επισκέπτης έφυγε. Ό γέροντας τότε κάλεσε τον μοναχό και τον ρώτησε αν είχε έλθει κανείς.
«Ναι», απάντησε ό μοναχός
«Και γιατί δεν είναι έδώ;», ξαναρώτησε ό γέροντας.
«Τον έδιωξα...».


Ό γέροντας τον κοίταξε και τού είπε- «Δεν σκέφτηκες ότι ίσως αυτή ήταν ή τελευταία ευκαιρία τού ανθρώπου αυτού;». Ό νεαρός μοναχός τρομαγμένος, ζήτησε από τον γέροντα να ικετεύσει τον Θεό να τού αφαιρέσει το διορατικό χάρισμα πού είχε λάβει. Όμως ό γέροντας τού απάντησε- «Όχι, ό Θεός δεν παίρνει πίσω ότι δωρίζει- 
θα Του ζητήσω όμως, όταν θα βλέπεις το κακό σε κάποιον άνθρωπο, να το βιώνεις σαν να ήταν δικό σου, επειδή και αυτός και εσύ είστε μέλη ενός μοναδικού σώματος, του σώματος της άν9ρωπότητας...».

Ό ίδιος αυτός μοναχός, στα πλαίσια τών περιοδειών του, έφτασε κάποτε έξω από ένα σπίτι, όπου και ζήτησε φιλοξενία ή πιο συ-γκεκριμένα να του επιτρέψουν να μπει και να του παραχωρήσουν ένα μικρό χώρο για να προσευχηθεί. Δεν ικέτεψε για καταφύγιο και στέγη, παρά μόνο για το δικαίωμα να κάνει την προσευχή του. Ό οικοδεσπότης ξαφνιάστηκε, και όταν ό φιλοξενούμενος του μπήκε στο μικρό δωμάτιο κι άρχισε να προσεύχεται, έστησε αυτί- ξαφνικά άκουσε τον μοναχό να προσεύχεται κλαίγοντας και να εξομολογείται στον Θεό τά αμαρτήματα του οικοδεσπότη (πού ήταν άνθρωπος κακός, φορτωμένος με πολλά αμαρτήματα) σαν να τά είχε διαπράξει αυτός ό ίδιος. Ακούγοντας όλα του τά αμαρτήματα, ό οικοδεσπότης είδε τον εαυτό του- μέσα από τά μάτια εκείνου του δίκαιου ανθρώπου, κοίταξε τον δικό του εαυτό. Τρόμαξε, άρχισε να μετανοεί και να κλαίει. Έξομολογή9ηκε στον μοναχό εκείνο και μόλις τελείωσε, είχε πια θεραπευτεί.


ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε με ποιό τρόπο θα μπορέσει ό παλμός της καρδιάς μας να συγχρονιστεί με τον παλμό της καρδιάς του Θεού, μέσα σέ ατμόσφαιρα αρμονίας μεταξύ ημών και τού Θεού πού ομολογούμε. Σέ κάθε θεία Λειτουργία, πριν απαγγείλουμε το Σύμβολο της Πίστεως, μάς ζητείται να διακηρύξουμε- «Άγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν όμονοία όμολογήσωμεν Πατέρα, Υιόν και 'Άγιον Πνεύμα, Τριάδα όμοούσιον και άχώριστον». Αυτό άραγε δεν δείχνει καθαρά πώς αποτελεί ψέμα το να εξομολογούμαστε σ’ ένα Θεό αγάπης, τη στιγμή πού παραμένουμε μακριά από τη σταυρωμένη 

Αγάπη τού Χριστού; Και δεν είμαστε άραγε ψεύτες όταν διατρανώνουμε την πίστη μας στον Θεό της αγάπης, αλλά δεν είμαστε σέ θέση να συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας (όχι μόνο σέ τούτο τον Ναό, όπου στεκόμαστε δίπλα-δίπλα) έτσι όπως μάς συμπεριφέρεται ό Θεός;


Όταν αποφασίζουμε να πορευτούμε σέ τούτο τον δρόμο, οφείλουμε να μάθουμε να προσευχόμαστε χωρίς προσευχητάρι _ το ζήτημα δεν είναι να «πιπιλίζουμε» προσευχές, αλλά να ζούμε από αυτές, να τις καθιστούμε ζωντανή εμπειρία. Το σπουδαιότερο είναι να μάθουμε πώς να στεκόμαστε μπροστά στον Θεό και με ποιό τρόπο να προσευχόμαστε σέ Αυτόν. Ό Θεοφάνης ό Έγκλειστος λέει ότι ή κάθε προσευχή περιέχει το βίωμα τού Αγίου πού τη συνέθεσε. Δεν έχει συνταχτεί σέ ένα γραφείο, αλλά είναι μία κραυγή πού βγήκε από την ψυχή• μετά από πολλά χρόνια αγώνων και αργής πνευματικής αύξησης, ξεχύθηκε από την καρδιά όπως το αίμα• μέσα της ενυπάρχουν ή ζωή τού αγίου, τά βιώματά του για τον Θεό, για τον ίδιο του τον εαυτό και τη ζωή του, ή μετάνοια και το άγαλλίαμά του. Βέβαια είναι αδύνατον να συνδεθούμε πλήρως βιωματικά, με όλες τις προσευχές πού υπάρχουν στο προσευχητάρι. Μπορούμε όμως πάντα, σέ κάθε προσευχή, να βρούμε κάποια λόγια με τά όποια θα νιώθουμε βαθιά οικειότητα. Και από κάθε προσευχή θα μπορούμε να μαθαίνουμε αυτά πού ό εν λόγω Άγιος γνώριζε για τον Θεό και τον άνθρωπο, για τη μετάνοια και τη χαρά της σωτηρίας.


Είναι λοιπόν πολύ βασικό, Ανεξάρτητα από τη διάθεσή μας, να διαβάζουμε αυτές τις προσευχές, όχι «από καθήκον», αλλά με προσοχή και με άνεση χρόνου. Δεν είναι καθόλου αναγκαίες στον Θεό, αν ή ανάγνωση μας γίνεται με μισή καρδιά. Είναι σημαντικό να τις διαβάζουμε όπως ακούμε τη μουσική - «εξ όλης της ψυχής» - διακρίνοντας όχι μόνο τούς ήχους αλλά και την ψυχή τού συνθέτη. Και μέσω της ψυχής του θα ανακαλύψουμε, ίσως όχι σέ τέλειο βαθμό, κάτι πολύ μεγάλο και πολύ βαθύ, πού εκείνος κατάφερε να συλλάβει και να εκφράσει όμορφα.


Μ’ αυτό τον τρόπο, διαβάζοντας αυτές τις προσευχές ενώπιον τού Θεού και παρεμβάλλοντας σέ διάφορα σημεία στιγμές περισυλλογής, εναρμονίζουμε τις ψυχές μας με αυτές τις προσευχές και ενωνόμαστε με το νου πού μάς τις ενέπνευσε (ας θυμηθούμε την εικόνα του Θεοφάνη του "Έγκλειστου, πού σάς έδωσα). Μετά την εναρμόνιση τών ψυχών μας με τις διδαχές, το παράδειγμα, την έμπνευση πού μάς έδωσαν οι προσευχές τών Αγίων, οφείλουμε να μάθουμε να μιλάμε στον Θεό και με τά δικά μας λόγια. Ας μην ελπίζουμε ότι θα φτάσουμε με την προσευχή μας στο επίπεδο της προσευχητικής τελειότητας των Αγίων. Θα μπορέσουμε ωστόσο, να συλλέξουμε λίγα ψίχουλα που θα μάς επιτρέψουν να μιλήσουμε εμείς οι ίδιοι στον Θεό, υπό τη σκέπη της προσευχής πού ακούσαμε ή διαβάσαμε.
«Εγώ ειμί ή 'Οδός και ή Αλήθεια και ή Ζωή», λέει ό Κύριος. 'Ένας μόνο δρόμος υπάρχει- να συλλογιστούμε αυτή τη φράση τού Κυρίου και να ενωθούμε εσωτερικά μαζί Του, ώστε να μπορέσουμε να βρούμε, ώς άνθρωποι, το πλήρωμά μας. Κι είναι θαυμάσιο αυτό- να γίνεται ό άνθρωπος μεγάλος έχοντας ώς μέτρο του τον σαρκωθέντα Υιό τού Θεού.


Από το βιβλίο «Το μυστήριο της ίασης» τού Μητροπολίτη ANTHONY BLOOM  Εκδόσεις «Εν πλω»




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.