SCOTT CAIRNS
Σιώπα,
πεφίμωσο!
Στη
διαδρομή, πέρασα μέσα από ανεμοδαρμένους χωματόδρομους, κατηφόρισα σε κοιλάδες
με ομίχλη και σκαρφάλωσα ψηλές ραχούλες που κάθε μια τους μου πρόσφερε
διαδοχικά θέα τόσο στην εσωτερική πλευρά του Αγίου Όρους, όσο και σε έναν
εκπληκτικό αριθμό ερημητηρίων και μοναστικών σκητών.
Κυκλοφορούν
αρκετοί χάρτες του Αγίου Όρους, μα μόνο έναν αξίζει να έχει κανείς μαζί του,
τον λεπτομερειακό τοπογραφικό χάρτη που σχεδίασε ο Αυστριακός REINHOLD ZWERGER. Καθώς βάδιζα, στο αριστερό μου
χέρι κρατούσα το χάρτη και στο δεξί το κομποσκοίνι μου. Μετά από μια ώρα
πορείας, έλαβε χώρα το εξής αστείο στιγμιότυπο: Καθώς σήκωσα το βλέμμα μου από
το χάρτη, αντίκρισα έναν άνδρα να ζυγώνει προς το μέρος μου. Ερχόταν από τη
μονή Παντοκράτορος. Ήταν μουσάτος και μαυροντυμένος, ακριβώς όπως κι εγώ, και
κρατούσε τα ίδια αντικείμενα: Στο δεξί χέρι το κομποσκοίνι και στο αριστερό τον
ίδιο χάρτη. Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής, σκάσαμε στα γέλια, όταν
συνειδητοποιήσαμε πόσο αλλόκοτος καθρέφτης ήταν ο ένας για τον άλλο.
Ήταν
ο πατέρας JOHN,
δέκα χρόνια νεώτερος μου, από το μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στο
Έσσεξ της Αγγλίας. Όπως μού αποκάλυψε, ο Ηγούμενός του τον είχε
στείλει στον Άθω για «να μάθει, επιτέλους, λίγα ελληνικά». Γνωρίζοντας καλά τα
κατατόπια, με συμβούλεψε να στρίψω λίγο πιο κάτω στα αριστερά, σε ένα στενό χωματόδρομο
που δεν υπήρχε στο χάρτη, για να γλιτώσω λίγο χρόνο. Έπειτα, ανταλλάξαμε ευχές
και χωριστήκαμε.
Μετά
από δύο ώρες δρόμο, έστριψα παράλληλα προς το ύψωμα, πάνω από τη νότια
ακτογραμμή, είδα σε κάποια απόσταση προς τα δυτικά το μοναστήρι του Σταυρονικήτα
και κατάλαβα ότι είχα χάσει τη στροφή που μου είχε υποδείξει. Εκείνη τη στιγμή,
ο άνεμος δυνάμωσε και η βροχή έπιασε για τα καλά, με απίστευτη ορμή, τα νερά
της θάλασσας έγιναν άγρια και γκριζοπράσινα, στολισμένα με προβατάκια. Ο άνεμος
λυσσομανούσε και, περνώντας μέσα από τα πεύκα, τα κυπαρίσσια και τις καστανιές
της πλαγιάς, έφερνε κύματα άλλοτε ψυχρού κι άλλοτε θερμού αέρα. Ρίχνοντας μιαν
εξεταστική ματιά στη θάλασσα, διαπίστωσα ότι τα ψαροκάικα και τα φέρρυ-μπόουτ
είχαν χαθεί από προσώπου γης. Ήταν η πρώτη φορά που ανησύχησα πραγματικά μήπως
υπάρξει κάποιο πρόβλημα με την προγραμματισμένη αναχώρησή μου σε πέντε ημέρες.
Ακολουθώντας
το δρόμο γύρω από το κεντρικό ακρωτήρι, έριξα μια πρώτη ματιά στη μονή
Παντοκράτορος, που εκτεινόταν σε ένα άλλο ακρωτήρι νοτιότερα. Σιγά- σιγά άρχισε
να πέφτει χιονόνερο.
Κατεβαίνοντας
προς το μοναστήρι, ήμουν βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο κι έτρεμα απ’ το κρύο. Πήρα
ένα μονοπάτι για να κερδίσω λίγο χρόνο, διέσχισα την πεζογέφυρα κοντά στον
αρσανά και έπειτα από αλλεπάλληλα ζιγκ-ζαγκ σε πέτρινους μουλαρόδρομους βρήκα
τελικά την είσοδο, φέρνοντας γύρα τα πανάρχαια τείχη. Ήταν πασιφανές ότι στο
μοναστήρι πραγματοποιούνταν εργασίες επισκευής, το μεγαλύτερο μέρος της
εσωτερικής αυλής ήταν γεμάτο σκαλωσιές, ενώ σε μεγάλη έκταση τα ενδότερα
οικοδομήματα δεν είχαν εσωτερικό τοίχο. Το Καθολικό βρισκόταν κάπου στη μέση,
φρεσκοβαμμένο στο χρώμα του κρασιού.
Το
αρχονταρίκι ήταν στην αυλή από την οποία μπήκα, αλλά η πόρτα του ήταν κλειστή.
«Είστε ο Ισαάκ;», άκουσα κάποια στιγμή μια φωνή πίσω μου. Ήταν ο Αρχοντάρης που
είχε μόλις τακτοποιήσει ορισμένους προσκυνητές στα δωμάτιά τους. Τότε, ο πατήρ
Ιωάννης μού είπε στα αγγλικά: «Σας έχω κρατήσει κρεβάτι, από δω παρακαλώ». Κι
αμέσως μετά πρόσθεσε: «Ω Θεέ μου! Ισαάκ, είστε μούσκεμα!».
Όντως,
δυο σκάλες πιο πάνω, βρισκόταν το δωμάτιο που μου είχε κρατήσει.
Έβλεπε στη
θάλασσα, που τώρα ήταν εντελώς αγριεμένη. Το κρεβάτι ήταν απέναντι από το
μεγάλο περβάζι που είχε θέα στη θάλασσσα και, από εκεί, μπορούσα να δω τα
αγριεμένα αφρισμένα κύματα που έσκαγαν ακριβώς κάτω από το δωμάτιο, το οποίο
θαρρείς κρεμόταν στο γρανιτένιο βράχο. Ο δυνατός άνεμος έφερνε μαζί του
σταγόνες θαλασσινού νερού, οι οποίες σκαρφάλωναν τρεις ολόκληρους ορόφους του μοναστηριού
πιτσιλώντας με αφρούς το παράθυρο του δωματίου.
Είχα
και συγκάτοικους. Τρεις Θεσσαλονικιούς και δυο Ρουμάνους. Καθώς
ξεκουραζόμασταν, ρίχναμε ξύλα στην ξυλόσομπα και ανταλλάσσαμε ιστορίες και
οικογενειακές φωτογραφίες. Πάνω στην κουβέντα, κανείς τους δεν παρέλειψε να μου
επισημάνει τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτησή του για την Αμερική και ειδικά για
τον πρόεδρο BUSH,
παρότι έτρεφαν μεγάλη συμπάθεια για τους Αμερικανούς. Δεν τους έκρυψα ότι
μοιραζόμασταν τα ίδια αισθήματα και η συζήτησή μας κύλησε σε άλλα θέματα, έτσι
που πέρασα ένα πολύ ευχάριστο απόγευμα.
Το
τάλαντο χτύπησε γύρω στις τρεισήμισι τα ξημερώματα κι όλοι μαζί κινήσαμε για το
Καθολικό, μαζί με άλλους τριάντα και βάλε προσκυνητές, σχεδόν πενήντα μοναχούς
και καμιά δεκαριά νέους δοκίμους που είχαν έρθει για να ψάλουν στην εορτή.
Μονάχα είκοσι μοναχοί ζουν μόνιμα εδώ, αλλά ο αριθμός τους αυξάνεται στις
γιορτές, αφού προστίθενται σε αυτόν οι αντιπρόσωποι από πολλά ακόμη μοναστήρια,
κυρίως δε από το μοναστήρι του Ξενοφώντος, με την οποία η μονή διατηρεί
ισχυρούς δεσμούς. Ο Ηγούμενός της, γέροντας Αλέξιος, θα πρωτοστατούσε στην
εορταστική αγρυπνία και τη Θεία Λειτουργία.
Το
Καθολικό, αν και μικρό σε μέγεθος, αποπνέει, όπως και κάθε Καθολικό στο Άγιον
Όρος, την αίσθηση πλούσιας παρουσίας, πληρότητας, ακόμη κι όταν λίγοι μονάχα
πιστοί βρίσκονται εντός του. Ο νάρθηκάς του επίσης είναι χωρισμένος σε δυο
μέρη, αφού η μικρότερη αριστερή πλευρά του λειτουργεί ως είσοδος σε ένα μικρό
παρεκκλήσι, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Εκεί,
έξω από το παρεκκλήσι, ήταν που γνώρισα τον πατέρα Ζωσιμά. Είχα καθίσει στο
κλίτος, όταν ο πατήρ Ιωάννης με εντόπισε και τραβώντας με από το μπράτσο
προκειμένου να τον ακολουθήσω, μου είπε: «Έλα να σου γνωρίσω έναν Αμερικανό
μοναχό».
Ο
πατήρ Ζωσιμάς στεκόταν με αρκετούς άλλους μοναχούς που είχαν μόλις φτάσει από τη
μονή Ξενοφώντος. Βοηθούσε τον Ηγούμενό του στις ετοιμασίες για την αγρυπνία.
Έβλεπα ότι ήταν ακόμη πολύ απασχολημένος.
«Είμαι
ο Ισαάκ, από τις Ηνωμένες Πολιτείες», του είπα.
Δίχως
να εκπλαγεί, χαμογέλασε διάπλατα και απάντησε: «Ζωσιμάς. Από τη Φλόριντα».
Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα ή κάτι λιγότερο, ψηλός, με ευγενική φυσιογνωμία
και γενειάδα που είχε αρχίσει να γκριζάρει. Μιλήσαμε ελάχιστα. Με ρώτησε πού θα
περνούσα τις υπόλοιπες μέρες. Όταν τού ανέφερα ότι είχα προσχεδιάσει να περάσω
δυο νύχτες στη μονή Βατοπαιδίου και άλλες δυο στη μονή Γρηγορίου, μου πρότεινε,
αν τυχόν μού περισσέψει λίγος χρόνος, να περάσω κάποιο βράδυ στη μονή
Ξενοφώντος.
Του
το υποσχέθηκα.
Ο
Εσπερινός συνεχιζόταν. Παρατήρησα ότι, ενώ οι νεαροί δόκιμοι συγκεντρώθηκαν στο
δεξί ψαλτήρι, οι μοναχοί της μονής πήραν τη θέση τους στο αριστερό. Ανάμεσά
τους υπήρχαν και αρκετοί νεότερης ηλικίας, με αποτέλεσμα η αντίθεση των ηλικιών
να μην είναι έντονη. Ωστόσο, υπήρχαν κάνα-δύο μεγαλύτεροι μοναχοί που
βρίσκονταν σε βαθιά γηρατειά. Ένας τους, αρχαίος στην όψη, όπως μια μικρή
ροζιασμένη βελανιδιά, κλήθηκε να ψάλει ορισμένους ύμνους. Δεν έμοιαζε να έχει
πολλά δόντια, γι’ αυτό και ολοφάνερα αγωνιζόταν να προφέρει τα λόγια. Η φωνή
του ήταν γλυκιά, αν και κάπως τρεμάμενη.
Αμφότεροι
οι χοροί έψαλαν τους ύμνους με σφρίγος και πάθος και η ακολουθία ολοκληρώθηκε
ταχύτατα. Εξεπλάγην από την τόση ταχύτητα.
Λίγο
αργότερα, αφού φάγαμε, προσκυνήσαμε τα λείψανα και κατόπιν βγήκαμε από το ναό.
Οι προετοιμασίες για την ολονυκτία έπρεπε να συνεχιστούν. Όπως και οι
περισσότεροι από τους συγκατοίκους μου, ξάπλωσα προ κειμένου να κρατήσω
δυνάμεις για την αγρυπνία.
Κατά
τις οκτώμισι, το τάλαντο μας κάλεσε και πάλι στην εκκλησία. Όλη τη νύχτα, οι
ψάλτες δεν έδειξαν ίχνος καταπόνησης. Ακόμη και τα ήπια επαναλαμβανόμένα
τροπάρια της αγρυπνίας αποδόθηκαν πολύ θερμά. Ο γέροντας Αλέξιος, με την
αγγελική φωνή τενόρου που διέθετε, συνέψαλλε με τους υπόλοιπους. Δέχτηκε, όμως,
να ψάλει και μόνος του μερικούς ύμνους. Ο πολυέλαιοι; ήταν πλήρως αναμμένος και
οι μοναχοί βάλθηκαν να τον κινούν, σχηματίζονταν ιλιγγιώδη τόξα και λογής-λογής
γεωμετρικά σχήματα. Η αγρυπνία τελέστηκε με εκ πληκτική ομορφιά. Αργά τη νύχτα,
βίωσα και πάλι αυτήν την περίεργη ψευδαίσθηση (;) που με είχε ανησυχήσει και
κατά καιρούς τρομάξει κατά το πρώτο μου προσκύνημα. Όταν συνέβαινε αυτό,
έκλεινα τα μάτια και αισθανόμουν ότι κάποιος που βρισκόταν μπροστά μου μονολογούσε
με λόγια ακατάληπτα.
Αυτή
τη φορά, δε θορυβήθηκα, αλλά προσπάθησα να ακούσω τι έλεγε.
Κάπου
εκεί πρέπει να αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα νωρίς το πρωί, ο Όρθρος είχε ήδη
αρχίσει.
Ντράπηκα
λίγο που αποκοιμήθηκα. Από την άλλη, το ηθικό μου ανατάχθηκε, αφού είχα μείνει εκεί
όλη την νύχτα, παρών στη Λατρεία. Δεν πέρασε
πολλή ώρα προτού η θεια Λειτουργία αρχίσει με ανανεωμένη ζωντάνια, χορόστατούντος
του ηγουμένου Αλεξίου με οκτώ ακόμη ιερείς, η ωραιότερη Λειτουργία της ζωής
μου! Όταν ήρθε η ώρα για το Σύμβολο της Πίστεως, ο ηλικιωμένος μοναχός, παρά τα
ελάχιστα δόντια που του απέμεναν, προχώρησε μπροστά και, αφού πήρε μια βαθιά
ανάσα, ώστε να εκφωνήσει όσο πιο καθαρά γινόταν, είπε το Πιστεύω με σταθερότητα
και πίστη, τέτοια που δεν άκουσα ποτέ πριν και ποτέ από τότε.
Δεν
ήμουν ο μόνος που συγκλονίστηκε. Όταν επέστρεψε στο στασίδι του, κοντά στον
επισκοπικό θρόνο, ο Ηγούμενος σήκωσε το χέρι του και σκούπισε τα δάκρια του.
Μετέλαβα
με ευγνωμοσύνη. Περνώντας από το δίσκο, πήρα αντίδωρο και σταμάτησα για να
προσκυνήσω την εικόνα της Γερόντισσας, προς τιμήν της οποίας τελέστηκε η
αγρυπνία.
Μετά
την τράπεζα, αποχαιρέτησα τους συγκατοίκους μου, ζαλώθηκα τον βαρύ μου μπόγο
και ξεκίνησα για τη μονή Βατοπαιδίου. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο άνεμος
παρέμενε τσουχτερός και η ίδια η μακρά οδοιπορία, μέσα από ένα δασώδες μονοπάτι
κι ένα λασπωμένο δρόμο, ήταν ότι χρειαζόμουν για να συνέλθω μετά από την
πολύωρη ακολουθία. Αν και νυσταγμένος μετά το πρωινό, ξύπνησα για τα καλά χάρη
στον δροσερό άνεμο και η ζεστή ανάσα της βρεγμένης γης, η οποία ερχόταν πού και
πού φέρνοντας μαζί της μιαν ανοιξιάτικη υπόσχεση.
Τουλάχιστον
δυο ώρες αργότερα, άρχισα να κατηφορίζω τον βραχώδη δρόμο και τα απανωτά
ζιγκ-ζαγκ που οδηγούσαν στη μονή Βατοπαιδίου, ένα απέραντο φρούριο, χτισμένο
στο σημείο εκείνο όπου η πλαγιά συναντά το Αιγαίο. Απ’ την κορυφή της κατηφόρας,
υπολόγισα ότι μου έμενε πάνω από μια ώρα περπάτημα. Για καλή μου τύχη, ένα LAND ROVER με προσπέρασε βρυχώμενο και
σταμάτησε στο πλάι. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ήταν ο αστυνόμος του Αγίου
Όρους, και σταμάτησε για να με μεταφέρει.
Ο
Γιώργος με ρώτησε από που ερχόμουν. Όταν τού είπα ότι περπατούσα από τη μονή
Παντοκράτορος, με επέπληξε κάπως έτσι: «Επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο να περπατάς
ολομόναχος». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάτι τέτοιο. «Εδώ;», απόρησα.
«Επικίνδυνο το Άγιον Όρος;»
«Οπουδήποτε.
Ο Άθως δε διαφέρει σε κάτι».
«Και
από πότε;», ρώτησα.
«Από
τη στιγμή που πέσαμε από τον Παράδεισο», μου χαμογέλασε.
Δεν
ήθελα και πολύ για να καταλάβω ότι είχε διοριστεί στο πιο κατάλληλο μέρος!
Καθώς
με άφησε κοντά στην είσοδο της μονής, τον ευχαρίστησα τόσο για τη διάθεσή του
να με εξυπηρετήσει, όσο και για τη συμβουλή του. Μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και
μου σύστησε ανεπιφύλακτα να χρησιμοποιήσω το βανάκι κατά την επιστροφή.
Απ’
όσο κατάφερα να συμπεράνω, η μονή αυτή είναι η καλύτερα φυλασσόμενη μοναστική
κοινότητα του Αγίου Όρους. Αν φτάσετε, όπως και οι περισσότεροι προσκυνητές,
μέσω του κύριου δρόμου από τις Καρυές, θα περάσετε σίγουρα από ένα σημείο
ελέγχου, το οποίο βρίσκεται δυο χιλιόμετρα πριν την πύλη. Κι αν το όνομά σας δε
βρίσκεται στη λίστα των προσκυνητών που έχουν κάνει κράτηση, δε θα μπορέσετε να
πάτε πιο κοντά. Στην πύλη του μοναστηριού ίσως να περάσετε από τον πιο
προσεκτικό έλεγχο στο Άγιον Όρος. Λόγου χάρη, ήταν το μόνο μοναστήρι στο οποίο
έπρεπε να δώσω το διαμονητήριό μου στο θυροφύλακα, προκειμένου να το ελέγξει.
Για διάφορους λόγους, και μάλιστα όχι μόνο επειδή ο Πρίγκιπας Κάρολος της
Βρετανίας το επισκέπτεται συχνά, πρόκειται για ένα μοναστήρι με μεγάλη
κινητικότητα, αφού κατακλύζεται από μοναχούς, επισκέπτες και προσκυνητές.
Στο
χώρο υποδοχής βρίσκονται δυο αυτόματα μηχανήματα που προσφέρουν ελληνικό καφέ
(γλυκό, μέτριο και σκέτο), ανάλογα με τις προτιμήσεις των προσκυνητών.
Επιπλέον, όπως και στη Σιμωνόπετρα, έτσι κι εδώ είναι εντελώς εμφανής η διεθνής
ατμόσφαιρα (ενδεικτικά, υπάρχουν πολλοί Κύπριοι) και άπαξ και διαβείτε τις δύο
πύλες, σας περιμένει μια πολύ φιλόξενη υποδοχή, τουλάχιστον όσους έχετε κάνει
κράτηση.
Μια
ακόμη ενδιαφέρουσα διάσταση της μονής αποτελεί η φυσιογνωμία του γέροντος
Εφραίμ, του Ηγουμένου της. Όπως ο γέροντας Εφραίμ της μονής Φιλοθέου και ο
αντίστοιχος του μοναστηριού του αγίου Αντωνίου της Αριζόνα, έτσι κι αυτός είναι
πνευματικό τέκνο του γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή, για τον οποίο διάβασα κατά την
παραμονή μου στη Σιμωνόπετρα.
Όταν
μπήκα, βρήκα το δρόμο για την αίθουσα αναμονής, όπου μια πυρακτωμένη ξυλόσομπα
κρατούσε μακριά την ψύχρα που ερχόταν από τη θάλασσα. Ο υπεύθυνος εντόπισε το
όνομά μου στη λίστα και στη συνέχεια με ρώτησε αν θα ήθελα αύριο να μετακινηθώ
με το πουλμανάκι στις Καρυές. Μετά, μου είπε και κάτι ακόμη που με εξέπληξε. Με
ρώτησε αν θα ήθελα να δω κάποιον ιερέα για εξομολόγηση.
«Υπάρχει
μήπως κάποιος ιερέας που να μιλάει αγγλικά;»
«Μάλιστα,
κύριε, βεβαίως».
Δεν
ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Η εξομολόγηση παρέμενε για μένα ένα τρομακτικό
βήμα. Ωστόσο, δέχτηκα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Πολύ
ωραία», μου αποκρίθηκε. «Θα σας δω στον Εσπερινό και θα σας συνοδεύσω στον
πατέρα Παλαμά».
Με
κατηύθυνε σε ένα υπέροχο μικρό δωμάτιο με κουζινάκι. Κατάλαβα ότι θα έμενα
μόνος. Στη συγκεκριμένη Μονή, ο ξενώνας θυμίζει περισσότερο ευρωπαϊκό ξενοδοχείο
σε σύγκριση με τους κοιτώνες που είχα ήδη γνωρίσει με τις κοινόχρηστες
τουαλέτες στις άκρες κάθε διαδρόμου και τα πρωτόγονα δίκλινα ή τετράκλινα
δωμάτιά τους πρόσφατα ανακαινισμένα.
Ήρθα
στο Βατοπαίδι με σκοπό να προσευχηθώ. Εξάλλου, είχε προηγηθεί και μια συζήτηση
με τον πατέρα Ιάκωβο, ο οποίος με είχε ενθαρρύνει αρκετά και ο ίδιος είχε
στείλει το αίτημά μου με φαξ. Απ’ όσο γνωρίζω, η παρέμβασή του είχε συμβάλει
ώστε να μου δοθεί αυτό το απομονωμένο δωμάτιο, στο οποίο θα μπορούσα να περάσω
απερίσπαστος ώρες προσευχής. Τώρα που ήξερα ότι το απόγευμα επρόκειτο να
εξομολογηθώ, ήμουν ακόμη προθυμότερος να συγκεντρωθώ στην προσευχή και να
προετοιμαστώ κατάλληλα.
Αργά το απόγευμα, ο ήχος του ταλάντου που μας χαλούσε στον Εσπερινό διέκοψε τις
σκέψεις μου. Στο Καθολικό, το οποίο είναι δίχως αμφιβολία ένα από τα πιο
περίτεχνα διακοσμημένα του Αγίου Όρους, διαπίστωσα ότι οι μοναχοί είχαν τοποθετήσει
καρέκλες για τους προσκυνητές. Το κεντρικό κλίτος είναι αρκετά ευρύχωρο. Χωράει
τρεις σειρές από ξύλινα καθίσματα σε κάθε πλευρά του περάσματος μεταξύ των δύο ψαλτηρίων
και του νάρθηκα, ενώ παράλληλα μένει αρκετός χώρος για τις περιφορές.
Βρήκα
μια θέση στο διάδρομο και, παρότι περίμενα την εξομολόγηση ανυπόμονα και
ανήσυχα, αγωνίστηκα να συγκεντρωθώ στην ακολουθία.
Τελικά, η προσπάθειά μου δεν
κράτησε και πολύ. Κάποια στιγμή στην αρχή της ακολουθίας ο Αρχοντάρης ήρθε
κοντά μου και σκουντώντας με στον ώμο μού ένευσε να τον ακολουθήσω.
Πήγαμε
στο μικρό παρεκκλήσι αριστερά του κεντρικού κλιτούς. 0 πατήρ Παλαμάς βρισκόταν
ήδη μέσα, όπως μού είπε.
Ήταν
ένας ψηλός μοναχός, σαράντα χρονών και κάτι, με απρόσμενα νεανική όψη. Έστεκε
δίπλα σε δύο καρέκλες κοντά στην εικόνα του Χριστού. Φιλώντας το χέρι του, είπα:
«Ευλογείτε».
«Ο
Κύριος», αποκρίθηκε. Με ευλόγησε, μου έδειξε πού να καθίσω και με μια ελαφρώς
ελληνική χροιά στα αγγλικά μού ζήτησε να ξεκινήσω.
Σκέφτηκα
ότι εκείνη τη στιγμή μού δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία να μεριμνήσω για μερικές
παλιές εκκρεμότητες. Του εκμυστηρεύτηκα ότι υπήρχαν αμαρτίες του παρελθόντος
που δεν τις είχα αναφέρει επακριβώς σε κάποια προηγούμενη εξομολόγηση και
εξακολουθούσαν να βαραίνουν τη συνείδησή μου.
Εκείνος
έσπευσε να με ρωτήσει το λόγο για τον οποίο δεν τις είχα αναφέρει ποτέ ως τώρα.
Του εξήγησα ότι ο ιερέας στον οποίο εξομολογούμουν, ο ίδιος που μέχρι σε
Ορθόδοξο, πάντοτε με κατεύθυνε σε μια πιο γενική εξομολόγηση. Τότε, βέβαια,
αυτή η παρότρυνση με ανακούφιζε, αν και στο μεσοδιάστημα η ανάμνηση εκείνων των
αμαρτιών του παρελθόντος συνέχιζε κάπου-κάπου να με κατατρώει.
«Άκουσε,
η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να μην έχεις εμπιστοσύνη στη δυνατότητα της
συγχώρησης», είπε κοιτώντας με επίμονα. «Ο Ιούδας αμάρτησε όταν πρόδωσε τον
Ιησού Χριστό. Κι ο Πέτρος αμάρτησε, όταν Τον αρνήθηκε. Και οι δυο μπορούσαν να
συγχωρηθούν, όχι μόνο ο Πέτρος. Η αμαρτία που κατέστρεψε τον Ιούδα ήταν ότι
αρνήθηκε να πιστέψει πως θα μπορούσε να συγχωρηθεί».
Ακούγοντας
αυτά τα λόγια ένιωσα ότι, όπως λένε, έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Εντέλει,
εξομολογήθηκα τα αμαρτήματα που με ταλαιπωρούσαν αλλά και τις αμφιβολίες μου.
Και, καθώς τις περιέγραφα, ένιωθα ότι κι αυτές με τη σειρά τους αίρονταν.
Έπειτα,
γονάτισα κι ο πατήρ Παλαμάς ακούμπησε το πετραχήλι στο κεφάλι μου, για να πει
τη συγχωρητική ευχή. Με ευλόγησε κάνοντας το σημείο του Σταυρού μου έδωσε το
χέρι του βοηθώντας με να σηκωθώ.
Έφυγα
καταχαρούμενος και επέστρεψα χαμογελώντας στο νάρθηκα για τη συνέχεια του
Εσπερινού. Μου συμβαίνει κάθε φορά: Προσέρχομαι στην εξομολόγηση αγχωμένος-
φεύγω ανακουφισμένος. Αυτή τη φορά, όμως, βγήκα γαληνεμένος, γνωρίζοντας ότι
μόλις είχα αφήσει πίσω μου κάθε αμφιβολία.
Αργότερα,
βαδίζοντας προς την τράπεζα, συνάντησα έναν μοναχό που ερχόταν από την αυλή
κατευθείαν προς το μέρος μου. Καθώς πλησίασε, μου έδωσε το χέρι ίου και με
αναγνωρίσιμη αμερικανική προφορά μού συστήθηκε. «Γεια σας, είμαι ο πατήρ
Ματθαίος».
«Κι
εγώ ο Ισαάκ», ανταπάντησα, ξαφνιασμένος από αυτό το όμορφο συναπάντημα. «Από
πού είστε;», τον ρώτησα.
Ήταν
από το Ουισκόνσιν. Μιλήσαμε για λίγο πηγαίνοντας στην τράπεζα.
Αφού με άφησε
στο τραπέζι μου, μου υποσχέθηκε ότι αργότερα, μετά την προσκύνηση ι ων
λειψάνων, θα με ξεναγούσε στα πέριξ.
Το
γεύμα περιελάμβανε ζυμαρικά με σκόρδο και καλαμάρι, συνοδευμένα με ένα ελαφρύ
ροζέ κρασί. Αφού έφαγα, διέσχισα την αυλή, μπήκα στο Καθολικό και, φτάνοντας
κοντά στο τραπεζάκι που είχε τοποθετηθεί μπροστά από την Ωραία Πύλη, προσκύνησα
τις εικόνες. Ο ιερέας ακούμπησε με ευλάβεια μία-μία τις έξι λειψανοθήκες, τις
κρατούσε λες σαν εύθραυστο βρέφος και τις ασπαζόταν πριν τις αποθέσει στο
πορφυρό ύφασμα του τραπεζιού. Έπειτα, τις άνοιξε μία-μία και τις ασπάστηκε για
άλλη μια φορά.
Μέσα
σε δευτερόλεπτα περικυκλώθηκα από προσκυνητές και όλοι μαζί στριμωχτήκαμε
προσπαθώντας να προσεγγίσουμε όσο πιο κοντά γινόταν.
Κάποια στιγμή, ένιωσα ένα
χέρι να με τραβάει απ’ το μανίκι. Ήταν ο πατήρ Ματθαίος. Με τράβηξε από τους
συγκεντρωμένους και μου μετέφρασε ψιθυριστά στα αγγλικά τα λόγια του ιερέα.
Ανάμεσα στα λείψανα υπήρχε ένα μεγάλο τμήμα του Τιμίου Σταυρού, ένα κομμάτι από
το καλάμι με το οποίο δόθηκε όξος στον Χριστό, το δεξί χέρι της αγίας
Αικατερίνης, η κάρα του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και του αγίου Γρηγορίου
του Θεολόγου και -το πιο συγκλονιστικό- η θαυματουργή Τίμια Ζώνη της Θεοτόκου
Έδωσα
και πάλι το κομποσκοίνι μου στον ιερέα προ κειμένου να το ευλογήσει στα
λείψανα. Έπειτα, ο πατήρ Ματθαίος μού έκανε ιδιωτική περιήγηση στο μοναστήρι,
σε πολλές από τις θαυματουργές εικόνες και σε μερικά από τα μικρότερα
παρεκκλήσιά του. Κατά την ξενάγηση, μου επισήμανε τις αρχαιολογικές ανασκαφές
που διεξάγονταν εντός των τειχών του μοναστηριού, μια δραστηριότητα που σπάνια
τη συναντά κανείς, αλλά δείχνει χαρακτηριστικά το πνεύμα που μοιράζονται οι μονές
Βατοπαιδίου και Σιμωνόπετρας, στις οποίες καλλιεργούνται τόσο η λογιότητα όσο
και η μελέτη. Για παρά δείγμα, στη βιβλιοθήκη της πρώτης φυλάσσονται πάνω από
είκοσι πέντε χιλιάδες τυπωμένοι τόμοι και τουλάχιστον δύο χιλιάδες αρχαία
χειρόγραφα. Όπως και σι η Σιμωνόπετρα, έτσι κι εδώ οι μοναχοί έχουν διεθνή ορίζοντα,
καλή μόρφωση και ενδιαφέρον για τους προσκυνητές - καμιά όμως από αυτές τις
αξίες και δραστηριότητες δεν τους αποσπά από τον πρωτεύοντα σκοπό τους να
γίνουν οι ίδιοι προσευχή.
Έξω
από το Καθολικό, προτού τον καληνυχτίσω, μου έδειξε ακόμη σπάνια υπολείμματα
παγανιστικής γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, τα οποία ενσωματώθηκαν στην
τοιχοποιία της ίδιας της εκκλησίας, ακριβώς επειδή ήρθαν στο φως όταν έμπαιναν
τα θεμέλια του Καθολικού. Όπως άλλωστε πρόσθεσε, «η ουσία είναι ότι ο Χριστός
“καινά ποιεί πάντα”, ακόμη και τα θραύσματα ειδωλολατρικών ναών».
Γυρνώντας
στο δωμάτιο, επιδόθηκα με ζήλο στην ανάγνωση της Γνησίας Σφραγίδας του γέροντα
Αιμιλιανού, που μου είχε δώσει ο πατήρ Ιάκωβος. Εκείνο το ήσυχο απόγευμα,
αποδείχθηκε η καλύτερη συντροφιά σι η ζήτηση της προσευχής.
Στα
λόγια του αναγνώρισα πολλά από εκείνα που με είχε διδάξει ο πατήρ Ιάκωβος και,
συγκεκριμένα, τα σχετικά με την αγωνιστική φύση της προσευχής, αφού μεταξύ
άλλων ο γέροντας αναφέρεται στην εμπειρία του Ιακώβ με τον άγγελο. Ο γέροντας
Αιμιλιανός γράφει ότι, όταν τελικά αρχίσουμε να προσευχόμαστε, «αρχικά βιώνουμε
την προσευχή σαν ένα αγώνα πάλης, σαν μια μάχη».
Όμως
κάνει μια ενδιαφέρουσα διάκριση, που μέχρι τώρα δεν είχα παρατηρήσει:
«Πρόκειται
για αγώνα, όχι όμως με την έννοια ότι η προσευχή είναι δύσκολη, ότι δηλαδή
πρέπει να πασχίσω για να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου και να ξεπεράσω τη νύστα ή
την καταπόντιση στα γόνατά μου... Ούτε βέβαια με την έννοια είμαι πεινασμένος
και Θέλω να φάω αλλά λέω στον εαυτό μου: “Όχι, συνέχισε να προσεύχεσαι".
Δεν εννοώ αυτού του είδους τη μάχη, δηλαδή την ασκητική, που διαφέρει κατά πολύ
- είναι κάτι εντελώς άλλο. Δεν αναφέρομαι στον αγώνα που κάνουμε με τον εαυτό
μας, αλλά σε αυτόν που δίνουμε
με
τον Θεό. Είναι τελείως ξεκάθαρο ότι δίνω μια μάχη με τον Θεό. Όταν δεν έχω αυτή
την αίσθηση ότι παλεύω μαζί Τον, τότε η προσευχή μου δεν έχει καν αρχίσει».
Φαίνεται,
λοιπόν, ότι δεν είχα αρχίσει καν να προσεύχομαι.
Υποθέτω
ότι το είχα υποπτευθεί λίγο-πολύ.
Ωστόσο,
ξεκίνησα επιτέλους να κατανοώ τη διαφορά ανάμεσα στον αγώνα να ξεπεράσουμε την
αδυναμία μας, τις ορέξεις μας, την οκνηρία και τις άτακτες σκέψεις μας και στον
αγώνα να πιαστούμε απ’ τον Θεό, να επιμείνουμε να μας ευλογήσει, όπως επέμεινε
κι ο Ιακώβ.
Με
πήρε η νύχτα να μελετώ με βαθιά προσήλωση και να προβληματίζομαι πάνω στους
όρους αυτού του σπουδαίου βιβλίου που κρατούσα στα χέρια μου. Παράλληλα,
ακουμπούσα στις διδαχές ενός ανθρώπου που είχε γευτεί την προσευχή και είχε
συνδράμει την αδελφότητά του, ώστε να τη γευτεί και η ίδια. Όσα αποκόμισα μου
γέννησαν την επιθυμία να επιστρέφω στη Σιμωνόπετρα και να συζητήσω περισσότερο
με τον πατέρα Ιάκωβο. Τουλάχιστον, ήξερα ότι το συντομότερο δυνατό θα του
έγραφα έλπιζα να καταλάβει ότι ήταν πραγματικά ανάγκη.
Αυτό
που ήθελα να καταφέρω, εκτός βέβαια απ’ το να αδράξω τον Θεό ώστε να μην μπορεί
να μου ξεφύγει, ήταν να μπορώ να διακρίνω κατά την προσευχή (όπως το θέτει ο
γέροντας Αιμιλιανός) «πότε μιλάει το στόμα, πότε η καρδιά και πότε το πνεύμα,
διότι, εντέλει, δε θα έπρεπε να μιλάει η καρδιά, αλλά το πνεύμα μέσα της».
Αυτή
η πάλη του ανθρώπου με τον Θεό μοιάζει να είναι ένας μοναδικός τρόπος με τον
οποίο αποκαλύπτεται, εμφανίζεται η παρουσία Του στην καρδιά ίου ανθρώπου.
Εντέλει, δεν επιζητώ τη δική μου προσευχή, αλλά την προσευχή του Αγίου Πνεύματος
εντός μου, το οποίο προσεύχεται από τον αποκατεστημένο μου νου, ο οποίος με
συνδέει με τον Χριστό και το Σώμα του, την Εκκλησία.
Διάβαζα
μέχρι που τα μάτια μου έτσουξαν. Έτσι, αφού προσευχήθηκα, έπεσα για ύπνο.
Μα
να που δεν κοιμήθηκα! Απεναντίας, μπήκα στον αγώνα. Με τα χέρια σταυρωμένα στο
στήθος, έλεγα την προσευχή του Ιησού και πάσχιζα να κρατηθώ από τον Θεό, αλλά
αισθανόμουν ότι Εκείνος δεν ενέδιδε. Τη στιγμή αυτή, που τα πράγματα είχαν
δυσκολέψει, το τάλαντο με έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Έριξα κρύο νερό στο
πρόσωπό μου και βιαστικός διέσχισα την αυλή για να φτάσω στο Καθολικό. Έβρεχε.
Εννοείται ότι δεν είχα κοιμηθεί ούτε λεπτό.
Έφτασα
ξανά απ' τους πρώτους. Ένας μοναχός προσευχόταν στον εξωνάρθικα. Η μοναδική
ακτίνα φωτός ερχόταν απ’ το καντηλάκι που βρισκόταν κοντά του. Η πνιγηρή
μελαγχολία που άξαφνα με κατέλαβε με έκανε να αισθάνομαι ολομόναχος και
χαμένος, αλλά συνέχισα να προσεύχομαι.
Δεν
μπορούσα παρά να κατατάξω αυτή τη στιγμή στις πιο άγονες. Η ανάταση που είχα
γνωρίσει μετά την εξομολόγηση έμοιαζε να ανήκει σε μιαν άλλη ζωή. Βυθίστηκα στο
ξύλινο στασίδι κοντά στην εικόνα της Θεοτόκου, αναλογιζόμενος αυτήν την ξαφνική
μετάπτωση. Δεν κρύβω ότι ακόμη και θύμωσα λίγο σα να γλιστρούσα.
Με
τη σκέψη ότι γλιστρούσα στη μελαγχολία, ανακάλεσα μια αγαπημένη ρήση του αγίου
Ισαάκ: «Ας μη σπεύδουμε να θρηνήσουμε με κάθε μας ολίσθημα, αλλά μόνο όταν αυτό
μάς κάνει σκληρότερους».
Ομολογουμένως, είχα κάπως ξεστρατίσει όταν διαβάζοντας
συνειδητοποίησα πρώτα-πρώτα πόσο μικρή πρόοδο είχα σημειώσει.
Αυτή
η συνειδητοποίηση -και η προθυμία μου να ενδώσω στο μελόδραμα της αυτολύπησης-
απειλούσαν τώρα να με ζημιώσουν ακόμη περισσότερο και να με αποθαρρύνουν από την
ελπίδα μιας μελλοντικής προόδου.
Με
την ολοκλήρωση της ακολουθίας του Μεσονυκτικού, προχώρησα στο κλίτος, έκατσα σε
ένα στασίδι, συγχώρησα τον εαυτό μου και ξαναστάθηκα στα πόδια μου
απολαμβάνοντας τον Όρθρο και τη Θεία Λειτουργία.
Υιοθέτησα και πάλι αυτόν τον
τρόπο ζωής, το ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου, όπως πλέον μπορούσα να δω,
κάθε κρίσιμη κατάσταση δεν θα ήταν για μένα παρά μια νέα αρχή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΙΚΡΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΜΕΘΟΡΙΟ. ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ. ΕΚΕΙ ΠΟΥ Η ΓΗ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.