Η
ζωή της χαρακτηρίσθηκε ως ένας ισόβιος πνευματικός αγώνας καρτερία και υπομονή
στις θλίψεις και τις δοκιμασίες της καθώς και νικηφόρες μάχες κατά του
πειρασμού. Αυστηρότατη νηστεία ολιγόωρη ανάπαυση πάντοτε σε καρέκλα, πύρινη προσευχή
αμέτρητα κομβοσχοίνια και μετάνοιες, ήταν ή καλογερική έως τέλους. Κοιμήθηκε εν
Κυρίω ειρηνικά την 14ην Αυγούστου 1985.
Για
την οσία αυτή ψυχή μαρτύρησε όλη ή αδελφότητα της Μονής, καθώς και
ο πνευματικός
της
Μονής,
Μητροπολίτης
Νέας
Ζηλανδίας
Αμφιλόχιος ό όποιος δήλωσε ότι τα οράματα της αδελφής Πελαγίας ήταν κατά Θεόν και ότι επρόκειτο για χαριτωμένη ψυχή.
Επίσης
γι’ αυτήν μίλησε και το πνευματικό της παιδί, όσιολογιωτατος μοναχός Θεοδόσιος
Λαυριώτης. Από τις προσωπικές του σημειώσεις δημοσιεύουμε για την αδελφή Πελαγία τά εξής:
Όταν κάποια
φορά
επήγα
μαζί
της
και
συνομιλούσα,
μου
ήλθε
από απέναντι δεν ξέρω
από
που,
μία
απερίγραπτη
και
ακατάληπτη
ειρήνη μέσα
μου.
Τότε
θυμήθηκα
αυτό
που
είπε
ό
Χριστός
Στους
Αποστόλους του «Ειρήνην την έμήν δίδωμι
ύμίν» . γύρισα και είπα στη γερόντισσα.
Έχεις
εσύ
τέτοια
πράγματα
να
χαρίσεις
και
στους
άλλους;» Εκείνη ξαφνιάστηκε.
Συμμαζεύθηκε
λιγάκι
και
μου
είπε:
Εάν
πλησιάζεις έναν άνθρωπο που έχει κάτι, τότε έρχεται και σε σένα κάτι από το
δικό
του
δώρο».
Θα`
θελα πολλά να
διηγηθώ.
“Έχει
τόση
παρρησία
στον Κύριο προσευχή της, ώστε, όταν την επικαλούμαι για κάποιο θέμα η δυσκολία
μου, οπουδήποτε και να ευρίσκομαι, αυτή έρχεται αμέσως θαυματουργικά, διά της
Χάριτος και δίνει λύσεις σε όλα τα προβλήματά μου.
Ένα
παράδειγμα θα σάς ειπώ. Ευρισκόμουν κάποτε σ' ένα Κελί των Καυσοκαλυβίων. Δεν θα
ειπώ το όνομά του. Έμεινα τρεις ήμερες. Ήμουν σε απελπιστική κατάσταση, διότι
με είχα, καταφάγει οι ψύλλοι. Ό Γέροντας του Κελίου εκείνου μάς έλεγε «Άς μάς
τσιμπούν και λίγο, για να μην τεμπελιάζουμε στην προσευχή τού Ιησού». Εμένα
όμως από την πρώτη βραδιά όρμησαν σαν μελίσσι οι ψύλλοι επάνω μου και δεν μ’
άφηναν να κοιμηθώ καθόλου. Οι πόνοι τού σώματός μου ήταν αφόρητοι. Είχα την Γερόντισσα
εκείνη μεσίτρια και άρχισα να την επικαλούμαι να με βοηθήσει: «Γερόντισσα
Πελαγία, έλα να με ελευθερώσεις. Με κατέφαγαν οι ψύλλοι». Ύστερα από λίγο αισθάνθηκα
μια βοή να φθάνει, στο κεφάλι μου και σιγά σιγά το σώμα μου να ελευθερώνεται από
τούς ψύλλους. Και σε λίγο δεν έμεινε ούτε ένας απ’ αυτούς τούς ληστές! Τότε
ήμουν ακόμη κοσμικός. Δόξασα τον Θεό. Κατόπι, είχα την έγνοια πότε θα πάω στο
μοναστήρι της στην Κάλυμνο.
Μετά
από λίγους μήνες πήγα. Την εύρηκα και της είπα ότι ή προσευχή της μ’ ελευθέρωσε
από τούς ψύλλους. Εκείνη μού είπε:
- Εγώ. παιδί μου. σ’ έχω σαν πνευματικό μου
τέκνο. Όταν μέ έπικαλέσθηκες, αμέσως ήλθα κοντά σου.
- Καλά, αφού εγώ ήμουν στο Αγιον Ορος και
σύ είσαι γυναίκα, πώς μπήκες εκεί;
- Πήγα με την δύναμη τού Θεού.
- Και πώς άνέβηκες τά ανηφορικά μονοπάτια
τού Άθωνος. Αφού έχεις σακατεμένο το ένα πόδι σου και το αριστερό χέρι σου από ημιπληγία.
- Εμένα, παιδί μου, μού έδωσε ό Θεός άλλα
πόδια και έφθασα στα Καυσοκαλύβια.
Εγώ
δεν είχα επισκεφτεί όλα τά ασκητήρια και τά μέρη της Σκήτεως τών Καυσοκαλυβίων.
Και έξεπλάγην, όταν άκουγα μια μισοπαράλυτη γριούλα μοναχή να μού περιγραφή με
κάθε λεπτομέρεια την Σκήτη αυτή. Για να βεβαιωθώ ότι όσα μού έλεγε ήταν αληθινά,
την επόμενη φορά επήγα πάλι στα Καυσοκαλυβια και επήγα στα μέρη πού μού περιέγραφε
ή Γερόντισσα Πελαγία. Ήσαν ακριβώς όπως μού τά είπε ή ίδια.
Μετά
ρώτησα την Γερόντισσα: Πες μου, Γερόντισσά μου. πώς μού έδιωξες τούς ψύλλους;
- Να, ήλθα κοντά σου, παιδί μου. Οι ψύλλοι
πού είχες ήταν τα νύχια τού διαβόλου. Δεν άρεσε στον διάβολο το προσκύνημά
αυτό
στο Άγιον Όρος. Ήθελε να σε διώξει και πάλι για τον
κόσμο.
Αυτοί οι ψύλλοι ήταν χιλιάδες επάνω σου.
- Και μετά, την ερωτώσα, τί έγινε.
Γερόντισσα;
-Να
ύστερα, σήκωσα τα χέρια μου στον Χριστό και τού είπα: Χριστέ μου, πάρε και
σκότωνε».
Και
έβλεπες άλλους ψύλλους να ψοφούν και άλλοι να τάσσονται σε παράταξη και να
φεύγουν από το σώμα σου. Εγώ τούς έβλεπα και φοβούμην μήπως αυτή ή φάλαγγα πάει
και ανέβει στο σώμα τού Γέροντος της Καλύβης. Εάν πήγαιναν σ’ αυτόν, ήταν σίγουρο ότι θα έφευγε εκείνος από το κελί του από
τον φόβο του. Αλλά, δόξα τω Θεώ, με την θεία επέμβαση έφυγε όλο το σμήνος. Μετά
ήλθε μία φωνή και μού είπε: «Τώρα το κρεβάτι τού
Θεόδωρου
(έτσι
με
έλεγαν
κοσμικόν)
καθαρίσθηκε
τελείως».
Τότε
και εγώ ξάπλωσα για λίγες ώρες και ξεκουράστηκα. Είχα, βλέπεις, τρεις νύκτες να
κοιμηθώ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 2015. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.