Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΡΟΤΣΟ ΚΑΛΥΜΝΟΥ .ΜΟΝΑΧΗ ΑΝΝΑ ΚΟΥΛΙΑΝΟΥ." «Είδα την αδελφή Άννα στον ύπνο μου ντυμένη μέ την στολή της Μεγαλόσχημης να την μεταφέρουν δύο λευκοφορεμένοι Άγγελοι στον ουρανό»



Μία επίσης χαριτωμένη ψυχή, που κοιμήθηκε εν Κυρίω στην Ιερά αυτή Μονή, ήταν και ή απλοϊκή αδελφή Άννα, κατά κόσμο Μαρία. θυγατέρα των Νικολάου και Θεμελίνας Καλλικαντζάρου, ή όποια γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1894. Είχε γνώσεις του Δημοτικού σχολείου, αλλά ήταν προικισμένη με ενδιαφέρον για την γνώση. Πάντοτε σημείωνε ότι καινούργιο άκουε για να το συγκρατήσει καλύτερα και να το κάνει κτήμα της. Αξιώθηκε να έχει χριστιανική παιδεία, δηλαδή να μάθει να αγαπά τον εκκλησιασμό και την προσευχή, περισσότερο από κάθε άλλο. ’Έτσι απέκτησε απλή και αγαθή ψυχή, δοσμένη εξ ολοκλήρου στον Ιησού Χριστό και την Εκκλησία Του.
Νωρίς παντρεύτηκε με τον Νικόλαο Κουλιανό, από τον όποιο απέκτησε ένα γιό. τον Μιχάλη. Ή φτώχεια έκανε την οικογένεια της να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη στο εξωτερικό και μάλιστα στο Βέλγιο, όπου εργάστηκαν όλοι τους σκληρά. Εκεί έμειναν μαζί με τον Μιχαήλ Κόκκινο, τον φημισμένο γλύπτη και ευεργέτη της Καλύμνου, τά έργα τού όποιου κοσμούν διάφορα σημεία τού νησιού.


Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα και την χηρεία της, δεν έπαψε να λατρεύει τον Δημιουργό της νύκτα και ημέρα. Προσευχή, μελέτη, εκκλησιασμός και σιωπή ήταν οι άξονες της πνευματικής της ζωής. Ή μόνη της παρέα ήταν ή μοναχή Εύβούλη Βρεττού, πού μόναζε στον κόσμο και ήταν πνευματική θυγατέρα των Πατέρων της Ίεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονα Καλύμνου. Από αυτήν απέκτησε τον ζήλο να αφιερωθεί με το μοναχικό σχήμα στον Χριστό.


Μέσω της καλογριάς αυτής γνώρισε την Ιερά Μονή της Παναγίας της Έλεούσης και συνδέθηκε με την αδελφότητα της. Τούς έκμυστηρεύθηκε τον πόθο της, αλλά εκείνες δίσταζαν να την κρατήσουν εξαιτίας της πνευματικής υποθήκης τού Γέροντά τους Άμφιλοχίου (Μακρή). Κατόπιν προσευχής όμως την δέχθηκαν, επειδή διέγνωσαν την απλότητα τού χαρακτήρα της και την γνησιότητα των προθέσεών της. Μονολότι είχε περάσει τά 80 της χρόνια, δεν υστερούσε στον ζήλο από τις άλλες μοναχές. Σηκωνόταν λίγο μετά τά μεσάνυκτα και διάβαζε στο κελλάκι της το Ψαλτήρι κάνοντας απειράριθμα κομβοσχοίνια.


Κατά το πρόγραμμα της Μονής, ό ’Όρθρος αρχίζει στις 04.00
π.μ. Εκείνη πήγαινε μέ το κομβοσχοινάκι της ως και μίση ώρα νωρίτερα έξω από την Εκκλησία, περιμένοντας να ανοίξει ή Έκκλησάρισσα. Αυτό γινόταν καθημερινά και μέ οποιονδήποτε καιρό. Στην Εκκλησία παρακολουθούσε τα τελούμενα πάντοτε όρθια. Την ώρα πού διαβάζονταν ό Οίκος και το Συναξάριο, πλησίαζε στο αναλόγιο αθόρυβα. για να ακούσει προσεκτικά τά ονόματα τών εορταζόμενων Αγίων. Τότε έβγαζε από την τσέπη της ποδιάς της ένα κομμάτι χαρτί και το μολυβάκι της μέ το όποιο σημείωνε τά ονόματα τών Αγίων πού δεν γνώριζε για να προσεύχεται σ’ αυτούς.




Κάποια φορά ή Γερόντισσα της Μονής βρισκόταν σε διακονία και λίγο πριν τά μεσάνυκτα πέρασε την αυλή της Μονής για να πάει στο κελί της. Τότε πρόσεξε ότι το φως στο κελί της αδελφής Άννας ήταν ακόμη αναμμένο και ότι ακούγονταν ομιλίες. Πλησίασε. είδε από το παράθυρο την αδελφή όρθια να προσεύχεται και κτύπησε την πόρτα. Ή αδελφή Άννα την υποδέθηκε μέ στρωτή μετάνοια και της είπε ότι έκανε κομβοσχοίνι ονομαστικά σε κάθε ένα από τούς Αγίους πού γιορτάζονταν την ήμερα πού πέρασε και αυτό θα έπρεπε να προλάβει να το τελειώσει, προτού πάει στον Όρθρο και ακούσει τους Αγίους της επόμενης ημέρας. Το χαρτί και το μολύβι πού βαστούσε στον Όρθρο, της έδιδαν πνευματική εργασία για όλο το εικοσιτετράωρο! Υπήρξε μεγάλη νηστεύτρια και δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία. Επίσης ποτέ δεν αντιμίλησε ούτε φιλονίκησε μέ τις αδελφές. Ακόμη είχε πολύ μεγάλη προθυμία στο να εκτελεί τις εντολές της Γερόντισσας. Ή χειρωνακτική εργασία μέ ζήλο και προθυμία ήταν ή προσφορά της στην Μονή. Πρώτη στον εκκλησιασμό, πρώτη στο διακόνημα, πρώτη και στην βοήθεια και τών κατά πολύ νεωτέρων της αδελφών.



Έγινε ρασοφόρος ανήμερα της Υπαπαντής από τον Γέροντα Άμφιλόχιο (Τσούκο), ό όποιος εξαιτίας της γιορτής αυτής της έδωσε το όνομα της προφήτιδος Άννης, θυγατέρας Φανουήλ και διότι έμοιαζε ή ζωή τους. Ή χαρά της ήταν απερίγραπτη, ενώ ή χάρις τού Αγίου Πνεύματος πού έλαβε έγινε αντιληπτή από όλο το εκκλησίασμα. Αρνούνταν όμως να πάρει το 


Μεγάλο Σχήμα. Και αυτό διότι θεωρούσε τον εαυτό της ανάξιο. Είχε ακούσει ότι οι Μεγαλόσχημοι πρέπει να κρατήσουν την ευλογία πού πήραν αμόλυντη. Και γι’ αυτό παρακαλούσε την Παναγία να το πάρει στα τελευταία της. ’Έτσι κάποτε πού αρρώστησε σοβαρά ειδοποίησαν τον Γέροντα της Μονής της Αγίας Αίκατερίνας Κυπριανό, την διάβασε μεγαλόσχημη στην επιθανάτιο κλίνη και άκολούθως παρέδωσε το πνεύμα στις  27 Μαρτίου του 1977. Τά χαράματα έφθασε λαχανιασμένη στο μοναστήρι ή φίλη της μοναχή Εύβούλη και ζητούσε να μάθει, γιατί δεν ειδοποιήθηκε να έλθει στην κουρά. Τότε σαστισμένες την ρώτησαν όλες οι αδελφές «για ποιά κουρά μιλάς;», και εκείνη τούς απάντησε απλοϊκά: «Είδα την αδελφή Άννα στον ύπνο μου ντυμένη μέ την στολή της Μεγαλόσχημης να την μεταφέρουν δύο λευκοφορεμένοι Άγγελοι στον ουρανό». Αφού λοιπόν της διηγήθηκαν Η Μοναχή Άννα Κουλιανου για την κουρά και την κοίμηση της αδελφής Άννας, όλες μαζί δόξασαν τον Θεό, διότι μέ το όραμα της αδελφής Εύβούλης πήραν πληροφορία για την σωτηρία της ψυχής της αδελφής Άννας...


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 2015. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.