Η Σμύρνη καιγόταν! Στο στρατόπεδο φώναζαν τα μεγάφωνα. Πόλεμος! Με διέταξαν να πάω με καμιά δωδεκαριά να επιθεωρώ το λιμάνι και την ομαλή επιβίβαση των αμάχων στα πλοία. Εκεί, κορούλα μου, στο λιμάνι άραζαν τα γαλλικά και τα εγγλέζικα πλοία. Πήγαινε ο κόσμος μέχρι εκεί και σκαρφάλωνε, μπας και σωθεί. Οι ξένοι στρατιώτες τους κόβανε τα χέρια και πέφτανε στη θάλασσα. Κάποιοι πνιγόντουσαν, μερικοί φώναζαν βοήθεια… Ποιος να πρωτοσωθεί;
(απόσπασμα από αληθινή μαρτυρία)
Το βράδυ πριν να φύγω για Μικρασία έδωσα λόγο με τη γιαγιά σου. Πήγα στον πατέρα της τον μπαρμπα -Αντώνη και του είπα το και το:
«Την θέλω τη Ρηνιώ να την κάνω γυναίκα μου».
«Είσαι ίδιος ο πατέρας σου, ευθύς και αποφασιστικός», μού λέει. «Κάτσε να πιούμε ένα κρασί και θα στείλω να φωνάξουν τη Ρηνιώ. Αν πει το Ναι, χαλάλι σου».
«Η Ρηνιώ κι εγώ αγαπιόμαστε από παιδιά», του είπα.
Το ίδιο βράδυ περάσαμε σημάδι αρραβώνα. Η μάνα της η θεια Ανθή μου πέρασε στο λαιμό ένα σταυρό.
«Να σε φυλάει εκεί πέρα που θα πάτε».
Η Ρηνιώ με ξεπροβόδισε στην πόρτα. Έσκυψα και την φίλησα.
«Στο καλό Γιωργή. Να μου γράφεις».
«Θα σου γράφω κάθε μέρα. Τώρα είσαι δικιά μου», της είπα.
Στο δρόμο για το σπίτι ένιωθα σαν να είχα φτερά. Ένιωθα σαν αετός στον ουρανό. Δεν φοβόμουν πια τον πόλεμο. Ήθελα μόνο να γυρίσω πίσω για τη Ρηνιώ μου.
Το πρωί παρουσιάστηκα στο στρατό. Ντύθηκα με τη στολή του φαντάρου. Σε δυο μέρες φτάσαμε με πλοίο στη Σμύρνη. Ήταν ‘Ανοιξη, Μάιος του 1919. Ο κόσμος μας υποδέχτηκε στο λιμάνι του Κε με μεγάλη χαρά και ελληνικές σημαίες. Ώσπου να φτάσουμε στο στρατόπεδο μας σταματούσαν στο δρόμο και μας κερνούσαν κάθε λογής γλυκίσματα και σερμπέτια!
Στο στρατόπεδό μας είχε ησυχία. Ο πόλεμος ήταν μακριά από την πόλη. Εγώ ήξερα λίγα γράμματα και ανέλαβα γραμματικός στο γραφείο του διοικητή. Μην φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Ξεδιάλεχνα τα γράμματα που έφταναν από την πατρίδα σε σακούλες και τα μοίραζα στον στρατώνα.
Είχα κάνει και φιλίες με έναν στρατιώτη τον Γιάννο από τη Χαλκίδα. Όταν βγαίναμε με άδεια φοράγαμε τις στολές μας σενιαρισμένες, γκραν. Πηγαίναμε στα καφέ αμάν στην παραλία. Τι μεράκια κάναμε. Ρίχναμε και κανένα γύρο. Σαν έβλεπε ο διοικητής μου πως είχαμε ξεχάσει τον πόλεμο κι είχαμε τον νου στα γλέντια, με πιάνει μια μέρα και μου λέει:
«Γιωργή. Το νου σου μην ξεμυαλίζεσαι με τα κάλλη της Σμύρνης. Εδώ ήρθαμε για πόλεμο, όχι για βεγγέρα».
Ο διοικητής μου ήταν άνθρωπος αψύς μα δίκαιος.
«Έννοια σου, κυρ διοικητά. Εγώ ήρθα να κάνω το στρατιωτικό μου και να γυρίσω πίσω στο χωριό. Με περιμένει η Ρηνιώ. Είμαι λογοδοσμένος. Κι αν θέλεις να μας στεφανώσεις σαν πάμε πίσω στην πατρίδα».
«Αν γυρίσουμε ζωντανοί, θα γίνουμε κουμπάροι. Έχεις τον λόγο μου».
Δώσαμε τα χέρια. Σαν τι να ξέρει τούτος έλεγα με τον νου μου. Αν γυρίσουμε ζωντανοί;
Έγραφα όλα τα νέα στη Ρηνιώ, χαρτί και καλαμάρι. Τι φάγαμε; τι ήπιαμε; πώς είναι η Σμύρνη; τι φορούν οι κοπέλες; τι φαγητά φτιάχνουν; όλα. Σε τούτο το γράμμα της έγραψα μόνο για τον διοικητή, πως δώσαμε τα χέρια να γίνουμε κουμπάροι. Κουβέντα για το αν γυρίσουμε ζωντανοί. Είναι μικρή και θα το πάρει κατάκαρδα.
Πέρασαν τρία χρόνια. Η Ρηνιώ μου έγραφε πως τέλειωσε το νυφικό και πως όλα είναι έτοιμα. Μου έγραφε πως ανησυχεί. Ακούει στο ραδιόφωνο πως γίνεται πόλεμος εκεί σε μας. Εγώ της έγραφα πως εδώ έχουμε ησυχία. Όπου να’ ναι γυρνάω. Είχαν πάει μερικοί από μας στο μέτωπο αλλά είχαν πάρει τους Τούρκους στην τρεχάλα. Είχαν πέσει και μερικές τουφεκιές στα διπλανά χωριά όταν έδιωξαν οι δικοί μας τους Τούρκους. Εγώ όμως ήμουν σαν γραμματικός στο γραφείο. Δεν έπαιρνα είδηση.
Τα πράγματα ήρθαν όμως τούμπα. Τα νέα που έφταναν από τη γραμμή Αφιόν Καραχισάρ δεν ήταν καλά. Κάθε μέρα οι Τούρκοι χαλνούσαν χιλιάδες δικούς μας. Ο πόλεμος είχε ανάψει για τα καλά. Έγραφα στη Ρηνιώ να κάνει υπομονή. Της έγραφα πως έχουμε ησυχία. Άρχισα να της γράφω ψέματα.
Ξημέρωσε 13 Σεπτεμβρίου 1922. Είδαμε από μακριά φωτιές. Η Σμύρνη καιγόταν. Σε λίγο η φωτιά μας πλησίασε. Ακουγόταν κρότος από δοκάρια που έσπαγαν καθώς τα λιάνιζε η φωτιά. Στο στρατόπεδο φώναζαν από τα μεγάφωνα. «Πόλεμος»!
Οι Τούρκοι είχαν μπει στα γύρω χωριά. Είχαν σπάσει την ελληνική άμυνα και είχαν αρχίσει να μπαίνουν στη Σμύρνη. Στο στρατόπεδο γινόταν ένα σούσουρο. Άλλοι έφευγαν με όπλα για να πολεμήσουν τον εχτρό πριν μπει στο κέντρο της πόλης, και άλλοι έτρεχαν να κουβαλήσουν πολεμοφόδια από τα πλοία. Εμένα με διέταξαν να πάω με καμιά δωδεκαριά να επιθεωρώ το λιμάνι και την ομαλή επιβίβαση των αμάχων. Στο λιμάνι, κορούλα μου, άραζαν τα γαλλικά και τα εγγλέζικα πλοία.
Πήγαινε ο κόσμος μέχρι εκεί και σκαρφάλωνε, μπας και σωθεί. Οι ξένοι στρατιώτες τους κόβανε τα χέρια και πέφτανε στη θάλασσα. Κάποιοι πνιγόντουσαν, μερικοί φώναζαν βοήθεια… Ποιος να πρωτοσωθεί;
Το τι είδαν τα μάτια μου δεν περιγράφεται! Όταν γέμισε το πλοίο με διέταξαν να συνοδεύσω τους αμάχους στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Από το κατάστρωμα κοίταζα ίσα πέρα στην προκυμαία. Ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος. Παντού φωτιές. Οι φλόγες είχαν φτάσει έως τον ουρανό. Τα πάντα στάχτη. Στην άκρη μπροστά στην προκυμαία τα πτώματα είχαν κάνει σωρούς. Τούρκοι κυνηγούσαν τις γυναίκες. Μερικές τις βίαζαν μπροστά στα παιδιά τους. Κάποιοι ορμούσαν με τέτοια λύσσα και τους έκοβαν τα βυζιά ή αποκεφάλιζαν τα βρέφη. Είχα κοκκινίσει από οργή.
Μα και στο πλοίο ακουγόταν θρήνος. Άλλοι φώναζαν τα παιδιά τους που είχαν ξεμείνει στο λιμάνι, άλλοι έψαχναν συγγενείς, γονείς, αδέρφια. Σπαραγμός! Το βουβό κλάμα συνόδευσε το πλοίο μέχρι το λιμάνι της Μυτιλήνης. Εκεί κατεβάσαμε τα γυναικόπαιδα και παρουσιάστηκα στο στρατόπεδο. Με έστειλαν συνοδεία στους πρόσφυγες στη Μακρόνησο. Τετρακόσιοι νοματαίοι στοιβαγμένοι σε ένα πλοιάριο. Στο νησί φύλαξα τους πρόσφυγες στην καραντίνα. Ντρεπόμουν. Δεν σήκωνα τα μάτια να τους κοιτάξω.
Όταν ήρθε το χαρτί να απολυθώ είχα αλλάξει. Μου είχε κοπεί η αλαφράδα που έβλεπα τη ζωή.
Σαν τέλειωσε ο πόλεμος γύρισα στο χωριό. Η γιαγιά σου η Ρηνιώ με περίμενε με λαχτάρα. Της είπα κοφτά πως θα πάμε στην εκκλησιά μόνο με τους γονείς μας και τα αδέρφια μας.
«Δεν θέλω γλέντια». Εκείνη συμφώνησε. Κουμπάρος θα γινόταν ο θείος της ο Μιχάλης που την είχε βαφτισιμιά, γιατί ο διοικητής είχα λάβει μήνυμα πως ήταν μέσα στους αγνοούμενους.
Τη μέρα του γάμου την ώρα που μας ευλογούσε ο παπάς ανοίγει η πόρτα της εκκλησιάς και μπαίνει ο Γιάννος με τον διοικητή. Είχε σωθεί από θαύμα. Βρήκε τον Γιάννο και με έψαξαν. Πρόλαβαν και άκουσαν τον Ησαΐα. Σαν τέλειωσε τα λόγια ο παπάς όρμησα να τους αγκαλιάσω. Το βράδυ έγινε μεγάλο γλέντι. Μια για το γάμο με τη Ρηνιώ και μια για τη ζωή και τη λευτεριά.
“Χρονικό ενηλικίωσης”
Της Νότας Χρυσίνα
https://www.fractalart.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.