Ο πατέρας Βασίλης ετοιμαζόταν για θάνατο. Δεν είχε φάει τίποτα εδώ και τρεις μέρες. Ήταν αδύνατος σαν σανίδα και πάντα ψιθύριζε ακοή Κύριε Ιησού... Αφού τον μοιράστηκε με τον Θεό, ο ιερέας τον είδε γαλήνιο και λαμπερό στο πρόσωπο, και χαμογελώντας σαν από μεγάλη χαρά.
Πατέρα, γιατί είσαι τόσο χαρούμενος;
Πατέρα, πηγαίνω στην αγάπη μου Χριστό, και στη Μητέρα του Θεού, και στους αγίους να φιλήσω τα άγια χέρια τους.
Και δεν φοβάσαι τον θάνατο;
Όχι, πατέρα. Δεν έχω κάνει πολλά σε όλη μου τη ζωή. Όταν δεν μπορούσα να πω τίποτα με μεγάλη χρησιμότητα ή αξία, σιωπούσα και είπα την Προσευχή της Καρδιάς. Δεν φοβάμαι λοιπόν τους δαίμονες που φλυαρούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.