Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Ψαλμός 102: Ερμηνεία: από 10 στίχο έως 16.




10 οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν,


Συνεχίζει νὰ θυμίζει στην ψυχή του ὁ ποιητής, ὅτι μέσα στην ιστορία
ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνει γιὰ τὶς ἀνομίες μας, δηλαδή
νὰ μᾶς τιμωρήσει. Δὲν μᾶς ἀνταπέδωσε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας κακά. Και
αὐτὸ τὸν κάνει νὰ διαπιστώσει ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι τεράστιο, με μία εἰκόνα, εἰκόνα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης:


11 ὅτι κατὰ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τῆς γῆς ἐκραταίωσε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν·
Ὅσο ἀπέχει ἡ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ εἶναι τὸ ἔλεός του. Καὶ μάλιστα, αὐτὸ τὸ κραταιὸ ἔλεος δείχνει νὰ προσφέρεται στοὺς εὐσεβεῖς, ὄχι γιατί
μόνον σ᾿ αὐτοὺς ἐνεργεῖται, ἀλλὰ γιατὶ αὐτοὶ τὸ ἀντιλαμβάνονται. Και
μιὰ ἁμαρτία, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δὲν εἶναι θανάσιμη, ἀπολύτως καμία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἄλλες χριστιανικές παραδόσεις ποὺ ἀξιολογοῦν τὰ ἁμαρτήματα σὲ θανάσιμα, μὴ θανάσιμα, μεγάλα καὶ μικρά.
Καμία ἁμαρτία δὲν εἶναι θανάσιμη, ἐκτὸς ἀπὸ μία: τὴν ἀμετανοησία.
Δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ θέλεις νὰ συγχωρεθεῖς ἀπὸ τὸν Θεό.
Φόβος εἶναι ἡ ἐπιθυμία μου νὰ ἀποδεχθῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἢ τὸν ἔλεήμονα Κύριο. Καὶ κάθε φοβούμενος θὰ ξέρει ὅτι ὑπάρχει ἕνα ἔλεος τοῦ
ἀπὸ τὴ Δύση:
Θεοῦ μεγάλο, ὅσο ἡ ἀπόσταση τῆς γῆς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἢ ὅσο ἡ Ἀνατολὴ

12 καθόσον ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ᾿ ἡμῶν ριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν,
. 13 Καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τὰς ἀνομίας ἡμῶν
Το βάρος τοῦ στίχου δεν πέφτει τόσο στὴν εἰκόνα ποὺ εἶναι οἰκεία κάθε πατέρας, κάθε γονιὸς οἰκτίρει τὸ παιδί του, τὸ λυπᾶται τὸ παιδί του
καὶ τὸ συγχωρεῖ· δὲν εἶναι ἐκεῖ. Τὸ βάρος εἶναι ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ταυτίζει μὲ παιδιά του, εἴμαστε παιδιά του. Γιατί είμαστε παιδιά του; Γιατὶ μᾶς
ξέρει, μᾶς γνωρίζει. Ξέρει ποιοὶ εἴμαστε. Ξέρει τὴν προέλευσή μας, ξέρει ὅτι εἴμαστε γήινοι:


14 ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλάσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν.

Ἡ φράση: «μᾶς ξέρει ὁ Θεός, ξέρει ὅτι εἴμαστε γήινοι», ἐκδιπλώνει τὴν ἀγωνία καὶ τὸν φόβο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν παρουσία τοῦ θανάτου καὶ
τῆς συγχύσεως ἐντός του. Μᾶς καταθέτει ὁ ἅγιος Κύριλλος: Ὡς ἴδιον οὖν ποίημα καὶ ὡς ἔργον τῶν χειρῶν αὐτοῦ ᾠκτείρησε τὸν ἄνθρωπον
ὁ Θεὸς καὶ εἰδὼς ὅτι ἀμήχανον ἀνθρώπους ὄντας καὶ οὕτως ἀσθενεῖς
καὶ τὸν ἐν σαρκὶ καὶ αἵματι διαζῶντας βίον μὴ πάντως ὀλίγοις περιπίπτειν ἀτοπήμασιν. Ὅθεν ἀκριβολογεῖται οὐ λίαν ὁ κριτής, κατανεύει
δὲ τὴν ἄφεσιν ἐξ ἐμφύτου καλοκαγαθίας'. Ὁ Θεὸς μᾶς λυπᾶται ἐπειδὴ μᾶς ξέρει ὡς δημιουργός μας, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ μὴν περιπίπτουμε σὲ κάποια ατοπήματα, ἀφοῦ εἴμαστε ἀσθενεῖς κατὰ τὴ φύση.


Γι' αὐτὸ δὲν ἐνεργεῖ τόσο ὡς κριτής, ὅσο ὡς καλοκάγαθος ἐκ τῆς φύσεώς του.
Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ πεῖ τὸ ἀπίθανο στὴν Πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του (2,18): Ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ βοηθήσει τοὺς πειραζομένους,
αὐτοὺς ποὺ ζοῦν τὸν πειρασμό, τὴ δοκιμασία. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ
νὰ βοηθήσει. Γιατί; Γιατὶ ὁ ἴδιος δοκιμάστηκε (ἐν ᾧ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς), καὶ ἐπειδὴ ἔπαθε αὐτὸς δοκιμαζόμενος, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι. Εἴμαστε οἰκεῖοι τοῦ Υἱοῦ, ἐπειδὴ ἔχει τὴ φύση μας, εἴμαστε δικοί του. Καὶ γι' αὐτὸ μπορεῖ, ἐπειδὴ ξέρει ποιὰ εἶναι ἡ φύση τοῦ
ἀνθρώπου, εἶναι ὁ ἴδιος μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου; Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ
ἄνθρωπος; Ἕνα χορτάρι, ἀλλὰ ἕνα χορτάρι ποὺ βγάζει ἄνθος.
15 Ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ,
οὕτως ἐξανθήσει·
 16 ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καὶ οὐχ ὑπάρξει καὶ οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ.
Ἕνα χορτάρι εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀνθεῖ καὶ μαραίνεται· ζεῖ καὶ πεθαίνει. Ὡστόσο, ὁ Ἠσαΐας βλέπει ἕνα ἄλλο ἄνθος ποὺ θὰ μείνει ἀμάραντο: Καὶ ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ρίζης, Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται. Καὶ ἀναπαύσεται ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεύμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας (Ησ. 11,1-2). Τὸ ἄνθος αὐτὸ ἡ παράδοσή μας τὸ βλέπει σὲ μία γυναίκα. Αὐτὴ ἡ γυναίκα γίνεται τὸ ἄνθος τοῦ χόρτου. Ὁ χόρτος δὲν μαραίνεται, βλαστάνει ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης Ιεσσαί, ἔρχεται ἡ παρθένος Μαρία, ἐκπρόσωπος ὅλων μας, τὸ ἀμάραντον ἄνθος, τὸ ρόδον τὸ ἀμάραντον.
Πᾶσα σὰρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου
ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπεσε, τὸ δὲ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
μένει εἰς τὸν αἰῶνα (Ησ. 40,6-8). Ὅτι καὶ νὰ πετύχει ὁ ἄνθρωπος, ἕνα
λουλούδι μπορεῖ νὰ εἶναι, ἀλλὰ θὰ μαραθεῖ. Μόνον ἐὰν ἐγκεντρισθεῖ στὸ
σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μόνον τότε θὰ καταργηθεῖ ἡ ἰσχὺς τῆς φθορᾶς καὶ
τοῦ θανάτου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.