Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ψαλμός 102: Ερμηνεία: 17 καί 18.



17 Τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν
 18 τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς.


Στοὺς προηγούμενους στίχους ὁ ποιητής, ὅπως ἔχουμε πεῖ, ἐκδιπλώνει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνέργειες, θεῖες ἐνέργειες, μὲ κυριότερο περιεχόμενο τὴν ἀγάπη του ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς ἔλεος καὶ εὐσπλαχνία.

Στον στίχο 17 ἐπεξηγεῖ ποιοὶ καὶ πῶς ἀντιλαμβάνονται τὴν παρουσία τοῦ
Θεοῦ: οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριο ὡς ἐλεήμονα καὶ δίκαιο, καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες τὶς ἐντολές του.
Ἡ λέξη «φόβος» ἔχει πολύσημο περιεχόμενο στὰ βιβλικὰ κείμενα.
Μπορεῖ νὰ σημαίνει τὸν φόβο τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὰ φυσικὰ φαινόμενα, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ γιὰ νὰ προστατευθεί,
θεμελιώνοντας συγχρόνως μία θεοσέβεια. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ σημαίνει τὸν
φόβο γιὰ τιμωρία ποὺ θὰ δεχτεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐὰν παραβαίνει τις θεῖες ἐντολές, ἢ ὅταν ὑπερβαίνει τὸ μέτρο τῆς ἁρμονίας, συνθήκη ποὺ ἡ ἀρχαιοελληνικὴ παράδοση ἐντάσσει στὴ διαλεκτικὴ ὕβρις-νέμεσις. Μπορεῖ
ἀκόμη νὰ σημαίνει τὴν ἔκπληξη καὶ τὸ θάμβος τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον
τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἕνα θάμβος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸν ἀκατάληπτο χαρακτήρα τῆς παρουσίας του. Χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις
ἐκδήλωσης τέτοιου φόβου περιγράφονται, π.χ., κατὰ τὴν παράδοση τῆς Διαθήκης τοῦ Σινᾶ (καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος τὸ καπνίζον· φοβηθέντες δὲ πᾶς ὁ λαὸς ἔστησαν μακρόθεν – Εξ. 20,18), ἢ κατὰ τὴν ἐπίσκεψη
τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βρίσκονται πρὸ τοῦ κενοῦ τάφου (Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε
δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ - Μάρκ. 16,8).
Μοναδικὴ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὸν φόβο τοῦ ἀνθρώπου, μὲ ὁποιοδήποτε περιεχόμενο κι ἂν τὸν προσεγγίσουμε, εἶναι ἡ πρόσκληση
«μὴ φοβοῦ!». Μὴ φοβοῦ Ἅβραμ, ἐγὼ ὑπερασπίζω σου, ἀκοῦμε κατὰ τὴν κλήση τοῦ Ἀβραάμ (Γέν. 15,1)· Μὴ φοβοῦ [Ἰακώβ]· μετὰ σοῦ γάρ εἰμι
καὶ εὐλογήσω σε, ἀκοῦμε νὰ λέει στὸν Ἰακὼβ μετὰ τὸ νυχτερινό του
ὅραμα· Μὴ φοβοῦ, μετὰ σοῦ γάρ εἰμι, θὰ πεῖ στὸν λαό του, ὅπως διαβάζουμε στὸν Ἠσαΐα (Ησ. 41,10), ἢ μὴ φοβοῦ, παῖς μου Ἰακὼβ καὶ ἠγαπημένος Ἰσραήλ (Ησ. 44,2). Αὐτὴ ἡ πρόσκληση θὰ ἀκουστεῖ ἐπίσης ἀπὸ τὸν Χριστό: Ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε, θὰ πεῖ στοὺς μαθητές του
ὅταν ἔνιωθαν νὰ καταποντίζονται στὸ μέσον τῆς λίμνης (Ἰωάν. 6,20)·
Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών, θὰ διακηρύξει ὁ Χριστὸς κατὰ τὴ θριαμβευτικὴ εἴσοδό του στὰ Ἱεροσόλυμα (Ἰωάν. 12,15). Κι ὅταν ὁ συγγραφέας
τῆς Ἀποκάλυψης βρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Κυρίου γεμάτος φόβο (έπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός, μᾶς λέει), ἄκουσε τὸν Κύριο νὰ τὸν
προσκαλεῖ: Μὴ φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν (Αποκ. 1,17).
Ὁ φοβούμενος τὸν Κύριο, εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑπερβαίνει κάθε φόβο ποὺ
προκαλεῖται ἀπὸ τὶς συνθῆκες τῆς ἱστορίας καὶ ἀναπαύεται στὸν φόβο ὡς ἔκσταση καὶ ἀκατάληπτη εμπειρία τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς
ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς ἔλεος καὶ δικαιοσύνη. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἐλεήμων καὶ δίκαιος Θεὸς ἀπουσιάζει ἀπὸ τοὺς μὴ φοβούμενους αὐτὸν ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὅτι αὐτοὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονται. Ὁ Θεός, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Εἶναι παρὰν σὲ ὅποιον ἔχει καλλιεργήσει τη δυνατότητα νὰ τὸν ἀντιλαμβάνεται: Οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ᾽ ὦ
παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ὁ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι (Πράξ. 10,34).
Ὡς ἐνεργητικὴ πράξη τοῦ ἀνθρώπου «φόβος Θεοῦ» σημαίνει νὰ παραδοθεῖ στὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ πράξη, νὰ γίνει φοβούμενος, δηλαδὴ νὰ
βρεθεῖ σ' αὐτὸ τὸ δέος τῆς παρουσίας του.
Ὑπάρχει καὶ τὸ β' ἡμιστίχιο τοῦ στίχου 17 που συνεχίζεται ὡς στίχος 18: ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην
αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς. Σὲ ὅσους
δηλαδὴ φυλᾶνε τὴ διαθήκη, τὴ συμφωνία ποὺ ἔχει γίνει μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, καὶ σὲ ὅσους θυμοῦνται τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀρκεῖ νὰ γνωρίζει κανεὶς τὴ διαθήκη καὶ τὸν Νόμο, νὰ τὰ ἀποδέχεται ὡς ἀναφορὲς
καὶ στοιχεῖα ἀληθείας, ἀλλὰ νὰ τὰ ὑλοποιεῖ, νὰ πράττει τὴ σχέση μὲ τὸν
Θεό. Ἡ μνήμη καὶ μελέτη τῆς διαθήκης καὶ τῶν ἐντολῶν ἀποβλέπει
στὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογή. Σᾶς θυμίζω τὸν διάλογο τοῦ Ἰησοῦ, ἀρκετὲς φορὲς μέσα στὰ Εὐαγγέλια, μὲ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῶν Νόμων, Γραμματεῖς, Φαρισαίους, Νομικούς. Τον Νόμο τὸν γνωρίζουν, τὸν διδάσκουν, τὸν ἑρμηνεύουν, ἀλλὰ δὲν τὸν τηροῦν πραγματικά. Γι' αὐτὸ καὶ εἰσάγεται ἡ βαριὰ λέξη «ὑποκριτής», ὅπως καταγγέλλει ὁ Χριστός: ... καλῶς προεφήτευσεν Ησαΐας περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν, ὡς γέγραπται· οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ·
μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων.
Ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων (Μάρκ. 7,6).
Οἱ διδασκαλίες μπορεῖ νὰ εἶναι ἐντάλματα ἀνθρώπων. Δὲν εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἐπεξεργασία ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ παρουσιάζει αὐτὴ τὴν ἐπεξεργασία του ὡς νόμο τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶπε Κύριος
ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν
τιμῶσί με, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω απέχει ἀπ' ἐμοῦ· μάτην δὲ σέβονταί με διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας (Ἠσ.
29,13).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.