Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ὁ ἐπονομαζόμενος Παπουλάκης/κος τοῦ παν/τάτου Ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα, δρ.Φ.

 






Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ὁ ἐπονομαζόμενος Παπουλάκης/κος

τοῦ παν/τάτου Ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα, δρ.Φ.

Οψιμα καταταγῆς Παπουλάκος στό ἑορτολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (30 Αὐγούστου 2024), ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, εἶναι ἕνας σύγχρονος ἀπόστολος τῆς Πίστεως καί τοῦ Γένους.

Ὁ κατά κόσμον Χρῆστος Πα- ναγιωτόπουλος γεννήθηκε μετά τό 1770 στό μικρό ὀρεινό χωριό Ἄρμπουνα   τῶν    Καλαβρύτων. Ὁ Ἄρμπουνας εἶναι ἕνα μικρό χωριό Ν.Α. τῆς Κλειτορίας τῆς Ἀχαΐας. Γιά τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του δέν ὑπάρχουν πολλά στοιχεῖα, καθώς ζοῦσε μία ἁπλή συνηθισμένη ζωή ἑνός χωρικοῦ, ἡ ὁποία οὔτε κἄν προεμήνυε ὅσα θά ἐπακολουθοῦσαν. Ἀπό τίς σωζόμενες ἐπιστολές του, στίς ὁποῖες ὑπέγραφε ὡς «Χριστοφόρος Κήρυκας Ἑλλαδίτης» ἤ «Μοναχός Χριστοφόρος», φαίνεται ὅτι ἤξερε τά ἀπαραίτητα γιά τόν 19ο αἰώνα γράμματα. Ἴσως  εἶχε παρακολουθήσει κάποιο Ἑλληνοδιδασκαλεῖο ἤ εἶχε διδαχτεῖ ἀπό κάποιον ρασοφόρο γράμματα, λόγῳ τῆς γνώσης του τῶν κκλησιαστικῶν γραμμάτων, ὀχτάηχο, ψαλτήριο, μηναῖο.

Γεννήθηκε μέσα στόν ἐπα- ναστατικό ἀναβρασμό καί μεγαλώνει μέ τήν προσμονή τοῦ μεγάλου ξεσηκωμοῦ. Εἶχε τήν τύχη νά παρακολουθεῖ καί νά συμμετέχει   στήν   ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀφοῦ ἡ  περιοχή του ἦταν στήν καρδιά τῶν γεγονότων. Ἔτσι ζυμώθηκε μέ τά ἐθνικά νάματα καί τήν πνευματικότητα πού ἀπορρέουν ἀπό τήα μακραίωνη παράδοσή μας.

Φαίνεται ὅτι ἀνῆκε σέ εὔπορη οἰκογένεια τοῦ Ἄρμπουνα, ἀφοῦ ἦταν κρεοπώλης καί ἐμπορευόταν ζῶα στά γύρω χωριά τῆς πε- ριοχῆς του καί ὁ οἶκος του εἶναι ἕνα ἀρχοντικό. Ἐργαζόταν μαζί μέ τά τρία ἀδέλφια του.  Εἶχαν καί μία ἀδελφή. Ἀπό τά ἐπάγγελμα, ἡ οἰκογένεια προσπορι- ζόταν ἀρκετά, ὥστε νά ἔχει μία εὐπρεπῆ, γιά τά δύσκολα δεδομένα τῆς ἐποχῆς, ζωή.

Σέ προχωρημένη πλέον ἡλικία, μετά ἀπό ἕνα παράξενο γεγονός-σημεῖο στό σπίτι του, ἔμεινε ἀναίσθητος ὡς νεκρός ἐπί τρεῖς ἡμέρες. Ὑπακούοντας στήν θεϊκή αὐτή ἀποκάλυψη πού ἔγι- νε στό ἀρχοντικό τους, τῆς οἰκογένειας Παναγιωτόπουλου (παρατσούκλι Μπουλούσου), καί συγκλονισμένος ἀπό τή θαυμαστή ἐπανάκαμψη στόν κόσμο αὐτό, ἀποφάσισε αἰφνιδιαστικά νά παραδώσει τήν περιουσία του στά ἀδέλφια του καί νά ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια.

Σύμφωνα μέ τίς  πηγές,  ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Χριστοφόρος στήν Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, ὅπου ἐμόνασε γιά μικρό χρονικό διάστημα. Ἀμέσως ἄρχισε νά ἐπαιτεῖ, περιφερόμενος στά χωριά τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων. Λόγῳ τοῦ ἀσκητικοῦ τρόπου ζωῆς του, περίσσευαν οἱ ἐλεημοσύνες, πού συγκέντρωνε σέ εἴδη καί χρήματα, καί γι’ αὐτό τίς ἔδινε στούς πτωχούς, παρακαλώντας τους νά μήν διαδίδουν τίς χειρονομίες του. Γιά μικρό χρονικό διάστημα ἀσκήτεψε στήν Μονή Ἁγίου Ἀθανασίου Φίλια καί σέ μία σπηλιά κοντά στά χωριά Ἄρ- μπουνα καί Πλανυτέρο.

Ἀργότερα ἔχτισε   μικρή   Ἱε- ρά Σκήτη τῆς Κοιμήσεως, ψη- λότερα ἀπό τόν Ἀρμπουνα, ἐνῶ περιόδευε καί κήρυττε στά χωριά τῆς Ἀχαΐας καί κατόπιν τῆς Ἀρκαδίας.

Περιοδεῖες

Οἱ ὁδικές ἱεραποστολικές περι- οδεῖες τοῦ Παπουλάκου μποροῦν νά χωριστοῦν σέ τρεῖς. Ἡ πρώ- τη ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1850 ἕως τό Νοέμβριο τοῦ 1851, ὅπου ἐπισκέπτεται τήν Δυτική Πελο- πόννησο καί κυρίως τήν Ἀχαΐα, Ἠλεία, Ἀρκαδία καί Μεσσηνία, καί τερματίζει αὐτή ἡ περιοδεία στήν Ἀθήνα. Στήν δεύτερη ἀπό τόν Μάρτιο ἕως τό Ἀπρίλιο τοῦ 1852 ἔχει σάν βασικά κέντρα κηρύγματος τήν Ὕδρα, τίς Σπέ- τσες, τό Ναύπλιο καί τή Μάνη. Στήν τελευταία καί ἐντονότερη ὡς ἀφετηρία ἔχει ὅλη τήν ἐπαρ- χία τῆς  Μάνης,  τήν  Ἐλαφόνη- σο καί χρονικά ἐκτείνεται ἀπό τόν Ἀπρίλιο ἕως τό Ἰούνιο τοῦ 1852 ὅπου συλλαμβάνεται μέ προδοσία.

Κι ὅταν ἡ Βαυαροκρατία θέ- λησε νά  ἀλλοίωσει τό  ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα μέ ἀπαράδεκτες καί ὕποπτες καινοτομίες, ὁ Χριστοφόρος τέθηκε ἐπικεφαλῆς στόν ἀγώνα γιά τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία. Μαζί του λόγιοι ρασοφόροι τῆς ἐποχῆς του, ὅπως ὁ Κεφαλλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ὁ Μεγαλοσπηλαι- ώτης Ἰγνάτιος   Λαμπρόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ Ὅσιος Διονύσιος Ἐπιφανιάδης, καί ἄλλοι Κολλυβάδες καί πνευματικοί ἄνθρωποι ἀπό ὅλα τά κοινωνικά καί μορφωτι- κά στρώματα.

Διδαχές

Μέσα ἀπό τό «Ἱστορικό Ἀρχεῖο τοῦ Ἰνστιτούτου Χριστοφόρος Παπουλάκος» πού φυλάσεται στό Ἀρχοντικό του, ἀναφέρον- ται ἐνδεικτικά ἀρχειακές πηγές τῆς ἐποχῆς οἱ ὁποῖες ζωγραφί- ζουν ἀνάγλυφα τίς Διδαχές τοῦ Χριστοφόρου καί τίς συνέπει- ες αὐτῶν. Ὅμως ἡ παρουσίαση τῶν πηγῶν αὐτῶν, γιά νά ἑρμηνευτοῦν σωστά, πρέπει νά λά- βουμε ὑπόψη μας δύο βασικούς ἄξονες:

1)      τή μελέτη καί τήν ἀνάλυση τοῦ γεγονότος,

2)      τήν χρησιμοποίηση τοῦ γε- γονότος ὡς μέσου γιά τήν ἐπαλήθευση κάποιου θεωρικοῦ μοντέλου.

Ἕνα ἄρθρο ἀπό ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς γράφει: «Τό πλῆθος τήν ἡμέραν ἐκείνην τῶν ἀστῶν καί τῶν χωρικῶν εἶχεν ὑπερπληρώση τήν ἐπάνω πλατείαν τῆς πόλεως, πλῆθος σταυροκοπούμενον εἰς κάθε διήγησιν καί κάθε ἔργον τοῦ νέου προφήτου. Αἴφνης ἀνεφάνη ἐπί τινος ἐξώστου γλυκύς τήν μορφήν, σπινθηροβόλον τό πνεῦμα, νευρικῶς κινούμενος, ἄλλοτε μέν ἀτε- νίζων τόν Ταΰγετον, ἄλλοτε δ’ ἐμβλέπων πρός τό κάτωθεν αὐτοῦ ἐν σιγῇ ἀναμένον πλῆθος, ἐλάχιστος τό σῶμα καί μικροσκοπικός, ἐξ οὐ καί  Παπουλάκος (μικρός παπούλης) διότι τό πραγματικό του ὄνομα ἦτο Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος. Καί ἤρξατο διά τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ ἀγορεύων».

Ὁ Παπουλάκης ὡς Κήρυκας ἔχει ἰδιαίτερο ἐρευνητικό ἐνδι- αφέρον γιατί συνετέλεσε σέ ἕνα σημαντικό ἱστορικό γεγονός γιά τήν κοινωνία μας. Ὁ Χριστοφόρος ἐμφανίζεται σέ μία κρίσιμη στιγμή τῆς ἱστορίας μας. Τό ἐρώτημα πού κυριαρχεῖ τήν ἐποχή αὐτή εἶναι: Ἡ Ἑλλάς πού ἀνήκει; Στήν Ἀνατολή ἤ στήν Δύση;

Τήν κρίσιμη αὐτή ἐποχή ἐμ- φανίζεται ὁ Ἁγιοπατέρας ὁ ὁποῖ- ος ἀπό ἔνθερμο ζῆλο γιά τήν Ἐκκλησία, ἐπεδίωκε τήν διόρ- θωση τῶν κακῶς ἐχόντων πραγ- μάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Κοινωνίας. Δέν ἦταν ὀπαδός τοῦ

«μή κίνει τά κακῶς ἔχοντα», ἀλ- λά μέ τό λόγο του ἀγωνίστηκε στό νά διορθώνει καί  θεραπεύ- ει αὐτά. Οἱ λόγοι τοῦ Παπουλάκου μποροῦν νά χωριστοῦν στίς ἑξῆς τρεῖς κατηγορίες: Πρῶτον λόγοι θεολογικοί, δεύτερον λό- γοι κοινωνικοί καί τρίτον λόγοι ἐθνικοί.

1)      Θεολογικό περιεχόμενο. Ὁ Παπουλάκος διακήρυττε τά αὐ- τονόητα τῆς χριστιανικῆς διδα- σκαλίας. Ἀπό τούς λόγους του φαίνεται νά γνώριζε ἐκκλησια- στικούς πατέρες, καθώς καί συγ- γράματα πού περιεῖχαν θέματα ψυχωφελῆ καί σωτηριολογικά.

Ἡ φωνή του ἦταν ἀσθενής, ἀλλά, ὅταν ἐδίδασκε τά πλήθη, ἀποκτοῦσε ἀπροσδόκητη ἔντα- ση καί γινόταν εὐκρινέστατη. Ὁ λόγος του ἦταν ἄδολος, ἁπλοϊ- κός, ζωηρός καί ἐξαιρετικά πει- στικός στούς ἀκροατές, ἐφόσον ἦταν σπλάχνο ἀπό τά σπλάχνα τους καί μιλοῦσε κατ’ οὐσίαν τή δική τους «γλώσσα».

Τά κηρύγματά του δέν ἦταν πομπώδη καί τυποποιημένα. Ἀρκοῦνταν στήν μακραίωνη παράδοση τῆς πίστης μας, μέ ἁπλές ἠθικές διδαχές περί τήρησης τῶν βασικῶν παραγγελμά- των τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί λατρείας. Σπάνιες πληροφο- ρίες γιά τό περιεχόμενο τῶν διδαχῶν τοῦ Χριστοφόρου παρέχει ἡ ἀπαντητική ἐγκύκλιος τοῦ ἱε- ροκήρυκα ἀρχιμ. Ἰωσήφ Κων- σταντινίδη «ὑπ’ ἀριθ. 1643, ἐν Ναυπλίῳ, τήν 14 Μαρτίου 1852, πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδας, Περί τοῦ περιφερομένου ἤδη καί κηρύττοντος Χριστοφόρου μοναχοῦ».

«Κατά χρέος μου εἰδοποιῶ τήν Ἱεράν Συνόδον διά τῆς πα- ρούσης μου περί τοῦ αὐτεπαγγέλτως περιφερομένου καί ἤδη (ὡς καί περί οὗ εἰς τά λοιπά τῆς Πελοποννήσου μέρη) καί κη- ρύττοντος τόν λόγον τοῦ Θεοῦ Χριστοφόρου μοναχοῦ, καί κοι- νῶς Ἁγιοπατέρα λεγομένου. Ἐνε- φανίσθη οὗτος κατ’ αὐτάς  καί εἰς τήν Ἀργολίδα. Καί κηρύττον- τα εἰς τινά χωρία τοῦ Ἄργους, πανταχόθεν ἀπεστάλησαν ἐπι- στολαί καί ἐπιτροπαί προσκα- λοῦσαι αὐτόν νά μεταβῇ καί εἰς τά μέρη των πρός τοῦτο. Καί μεταβάς ἐκήρυξε τήν 5 τοῦ πα- ρόντος εἰς Ἄργος, τήν 6 εἰς τάς Μυκήνας, τήν 7 εἰς τήν Ἰναχίαν, τήν 8  εἰς  τήν  Μηδείαν,  τήν  9 εἰς τήν Πρόνοιαν τοῦ Ναυπλίου, τήν 10 εἰς τινά ἄλλα χωρία τοῦ αὐτοῦ Δήμου, καί εἰς τό Τολόν, καί τήν 11 ἀνεχώρησε διά τό Ἄστρος, ὡς προσκεκλημένος καί ἐκεῖθεν. Ἄμα εἰδοποιήθην αὐτόν ἐν Ἄρνῃ ἐρχόμενον, μετέβην καί ἐγώ ἐκεῖ, καί παρευρέθην εἰς τό κήρυγμά του. Πρώτην ἤδη φοράν ἤκουσα τόν ἄνθρωπον αὐ- τόν κηρύττοντα, ἀλλά μέ ὅλην τήν ἀμάθειαν, καί μέ τό πολύ ἁπλοῦν εἰς τάς ἐκφράσεις ὕφος του, δέν δύναται καί νά ἀμφι- βάλλη εἰς τήν θείαν  ἔμπνευσιν, μέ θεῖον ζῆλον, καί μέ σκοπόν ὠφελείας ψυχικῆς, διδασκαλίαντοῦ ἀνθρώπου τούτου.

Τό κήρυγμά του γίνεται  εἰς ὅλα τά μέρη ἐπί πλατειῶν, ὅπου μετά κωδωνοκρουσίαν συνήρχε- το ἀμέσως ὁ λαός, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, καί οἱ πάσης ἡλικίας καί τάξεως ἄνθρωποι, καί δια- ρκεῖ ὁ λόγος του 3 καί 4 περίπου ὥρας, μέ θαυμασίαν ἐπιμονήν τε καί ὑπομονήν, τοῦ μέν δι- δάσκοντος καί ἀντέχοντος, ἐν τοιαύτῃ ἡλικίᾳ μάλιστα, τῶν δέ μετά μεγίστης σιωπῆς καί προσοχῆς ἀκουόντων τήν διδασκα- λίαν του.

Εἰς τό ἐν  Προνοίᾳ  κήρυγμά του (ἔνθα ἐξῆλθον καί οἱ τῆς πόλεως Ναυπλίου) παρευρέθη- σαν καί ὅλαι αἱ Διοικητικαί καί Στρατιωτικαί Ἀρχαί, οἱ καθηγη- ταί καί οἱ  διδάσκαλοι,  καί  ὅλοι οἱ Δικαστικοί (ἐμοῦ μόνου, ὡς ἀσθενοῦντος κατά τήν αὐτήν ἡμέραν, λείποντος), καί ὁ κό- σμος, ὅλος, μ’ ὅλας τάς  ἁπλοϊ- κάς καί χυδαϊκάς ἐκφράσεις του, ἔμεινε κατά πολλά εὐχαριστημέ- νος εἰς τό κήρυγμά του, καί ἤρ- χισαν οἱ  πάντες    οἱ  πλείονες νά συναισθάνονται τήν ἑαυτῶν διαγωγήν.

Τό κήρυγμά του, μέ διάφορα ἀπό τῶν Ἱερῶν Γραφῶν παρα- δείγματα, καί μέ καταλλήλους καί ἐπιτυγχανομένας τινάς ἐξο- μοιώσεις του, περιστρέφεται εἰς τά ἀκόλουθα.

Περί ἀληθείας ἐν γένει. Περί ἀκριβοῦς διατηρήσεως τῶν Θεί- ων ἐντολῶν. Περί ζήλου καί διαφυλάξεως τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Πί- στεως, ὡς ἐπιβουλευομένης πάντοτε καί ἤδη ἀπό τούς ἐχθρούς της, καί νά εἴμεθα πολλά προσε- κτικοί. Περί τελείας ὑπακοῆς εἰς τόν Βασιλέα ἡμῶν καί εἰς τήν Κυβέρνησίν του, εἰς τάς Διοικη- τικάς, τάς Δικαστικάς, καί Στρα- τιωτικάς Ἀρχάς, ὡς καί εἰς τά παρ’ αὐτῶν διαταττόμενα, μέ- χρι θυσίας καί αὐτῆς τῆς ζωῆς ἡμῶν, πρός τῷ, «ἀπόδοτε τά τῷ καίσαρος καίσαρι, καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» κ.τ.λ. Περί τῶν κακῶν, ἅτινα προέρχονται ἐκ τῶν κομμάτων, καί περί ὁμονοίας καί ἀγάπης τῶν χριστιανῶν. Πε- ρί τῶν συμβαινόντων ληστειῶν καί ἀδικιῶν, τῆς ἐπιστροφῆς αὐ- τῶν, καί περί ἀποχῆς τοῦ λοιποῦ ἀπό τῶν τοιούτων. Περί προ- σευχῆς. Περί Νηστείας καί τῆς πολυειδῶς καί πολυτρόπως ἀπατήσεώς της ἤδη. Περί ἐλεημοσύνης ταῖς ἰδίαις ἡμῶν χερσί τό κατά δύναμιν.  Περί  ὅρκου,  ὅτι, μ’ ὅλον ὅτι εἶναι ἀπηγορευμένος οὗτος ὅλως ἀπό τό Ἱερόν Εὐαγγέλιόν μας, ἡμεῖς καί ὁρκιζόμε- θα τήν σήμερον, δέν λέγομεν τήν ἀλήθειαν εἰς τά δικαστή- ρια, καί γινόμεθα ὡς ἐκ τούτου ἐπίορκοι. Καί τέλος, Περί μετανοίας, Περί ἐξομολογήσεως, Περί ἐπιστροφῆς ἡμῶν εἰς τόν Θεόν, κ.τ.λ. Καί Περί ἀποχῆς τῶν κα- κῶν ἐν γένει. Ὁ δέ καρπός τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀνθρώπου τού- του, εἶναι τόσον τελέσφορος, καί τόσον πολλήν καί καλήν ἐντύπωσιν ποιεῖ, ὥστε αὐθωρεί μεταβάλλει καί μεταφέρει ψυχάς ἀπολλυμένας εἰς μετάνοιαν, καί εἰς δάκρυα κατανύξεως. Οἱ δέ ἄνθρωποι τόσον πείθονται καί ὑπακούουσιν εἰς τούς λόγους του, ὡς νά διδάσκωνται ἀπό Θείαν τινά Ἀρχήν. Καί τόσον σέβας καί ὑπόληψιν τῷ ἀποδίδουσιν, ὥστε μετά τό τέλος τοῦ λόγου του, φιλοτιμοῦνται, τίς πρῶτος νά προασπασθῇ τήν χεῖρα του, καί τίς νά προφθάσῃ νά κόψῃ μέρος ἀπό τό ράσον του, διά νά ἔχῃ αὐτό χάριν σεβασμοῦ καί εὐλαβείας του».




εἰκόνα αὐτή ἴσως εἶναι πρώτη εἰκονογράφηση τοῦ Ὁσίου, χωρίς φωτοστέφανο, ὅταν ἦταν ἀκόμη ἐν ζωῇ (Λεωνίδιον Κυνουρίας, 1858)



Τά πλήθη τῶν ἀκροατῶν πού διψοῦσαν γιά λόγο ἁγνό, δροσίζονταν ἀπό τίς διδαχές του καί τά θαύματά του μεταδίδονταν σάν ἀστραπή.

Τόσα   ἦταν   τά   ἀποτελέσματα τῶν θεόπνευστων λόγων του ὥστε αὐτό τοῦ τό ἀναγνωρίζουν καί οἱ πολέμιοί του. Χαρα- κτηριστικά ἀναφέρει ἐφημερίδα

«Αἰών» τῆς ἐποχῆς: «Μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα Σου!». Νέον τοῦ Κυρίου βλέπομεν θαῦμα. Ἐξέρχεται εἷς γέρων ὀγδοήκοντα πέντε ἐτῶν ἀπό τούς δρυμούς καί τά ὄρη τῶν Καλαβρύτων, ὁ Μοναχός Χριστοφόρος, κηρύττει τόν λόγον τοῦ θείου Εὐαγγελίου, καί πλη- σίον του, ἀπό τά πλέον ἀπόμακρα μέρη, τρέχουσι τά πλήθη εἰς τήν διδαχήν του. Μεγάλη ἡ πίστις. Μεγάλη ἡ ἰσχύς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἰς τό πεῖσμα Σου, ὑλιστά φιλόσοφε, ὁ γέρων Χριστοφόρος, πιστεύων εἰς τό ὄνο- μα τοῦ Ὑψίστου, περιτρέχει τήν Λακωνίαν, τήν Λακεδαίμονα, τήν Μεσσηνίαν, καί καταπαύει διά τοῦ θείου κηρύγματος τόν φόνον, τήν κλοπήν, τήν ζωοκλοπήν, τήν γαστριμαργίαν, τήν ἐπιορκίαν καί ὅλα τά ἐγκλήματα, ἠθικά καί πολιτικά. Τίς μεγαλύτερος εὐεργέτης τῆς Ἑλλάδος; Τί κατώρθωσαν ἄχρι τοῦδε οἱ αὐστηροί νόμοι, αἱ αὐστηραί καταδιώξεις, τά Δικαστήρια, τά Μεταβατικά;

Ἀπορίας ἀξία ἦτο καί ἡ συνά- θροισις, ἤτις ἐγένετο εἰς Καλάμας, πρωτεύουσαν τοῦ Νομοῦ Μεσσηνίας. Τό ποσόν τοῦ πλήθους, ὡς ἐγνώρισα, ὑπερέβαινε τόν ἀριθμόν τῶν δέκα χιλιάδων. Ὅλα τά κλοπιμαῖα ἐπεστρέφον- το αὐθωρεί, ὅλα τά εὐρήματα ἐρρίπτοντο εἰς τόν ἄμβωνα τοῦ Κήρυκος καί στιγμιαίως ἐδί- δοντο εἰς τούς κυρίους των. Εἰς τά παράδοξα ταῦτα ἤμην πα- ρών καί ἔβλεπον τά πλήθη κυμματούμενα, ὡς εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἰς τάς ἕνδεκα ἱσταμένου μηνός, ἡμέραν πέμπτην, ἤρχισεν ἡ ἀγόρευσις τοῦ ἀσκητοῦ καί διήρκεσεν ὅλην τήν ἡμέραν εἰς τόν ποταμόν, ἑξαιρουμένης ὀλίγης ἀναπαύσεως, τό μεσημέρι ὡς δυό ὥρας· τάς δέ ἄλλας ἠγόρευσεν ὁ Κῆρυξ,  καί  ἀνευφημί- αι ὑψοῦντο παντοχόθεν. Ἂν τίς εἶχε κατά νοῦν ἄλλα ἀντιχριστι- ανικά, δέν ἐτόλμα νά προφέρη γρύ, διότι ἤθελε γίνει θῦμα τοῦ λαοῦ παραχρῆμα».

2)      Κοινωνικό περιεχόμενο. Ὁ Παπουλάκος ἐμφανίζεται ὡς κοινωνικός ἀναμορφωτής, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει σπουδαῖο κοινωνικό ἔργο χωρίς προσωπικό κέρδος. Συχνά μιλοῦσε γιά δικαιοσύνη, γιά ἀγάπη, γιά συγχωρητικότητα καί ὁ λόγος του ἔφερε καί ἄλλα σπάνια ἀποτελέσματα στήν ταραγ- μένη κοινωνία τῆς ἐποχῆς του. Ἕνας ἀρθρογράφος ἀπό τόν Μο- ριά σημειώνει: «Εἷς γέρων Μοναχός, ἐν πίστει κηρύττων καί πράγματι βεβαιώνων τήν πίστιν αὐτοῦ, ὁ ἱεροκῆρυξ Χριστοφό- ρος, ἔφερε καί φέρει τά πλέον ἀξιοθαύμαστα ἀγαθά ἀποτελέσματα εἰς τούς λαούς τῆς Πελο- ποννήσου. Οἱ πάντες ὁμιλοῦσιν ὑπέρ αὐτοῦ, καί τό ὄνομα τοῦ

 

Θεοῦ εὐλογοῦσι διά τήν ἀποστο- λήν ταύτην. Μανθάνομεν ὅμως ὅτι παρατηρήσεις τινές ἐγένοντο κατ’ αὐτοῦ, καί πρόκειται ἡ εἰς τήν Καθέδραν ἀνάκλησίς του. Ὑπερέβη ἄραγε τό καθῆκον του ὁ Ἱεροκῆρυξ οὗτος; Ὤφειλον νά τόν συμβουλεύσωσι πρός  τοῦτο καί νά μή στερήσωσι τήν κοι- νωνίαν χρησιμότητος τοιαύτης. Οὐδείς ἄλλος ἠδύνατο ἤ δύνα- ται νά φέρη, ὡς αὐτός, ἀποτελέσματα ἠθικά, καταστρέφων πρόρριζον τήν πρός  τά  ἔγκλημα ροπήν, τήν ὁποίαν κατά μεί- ζονα λόγον ηὔξησεν, ἐκτός τῆς ἄλλης πολιτικῆς διαφθορᾶς, ἡ παντελής ἔλλειψις τοῦ κηρύγματος τοῦ Θείου λόγου καί τῆς πνευματικῆς ἐπιτηρήσεως. Τοιοῦτον ἄνθρωπον, ὡς τόν Μοναχόν Χριστοφόρον, οὐδόλως ἐπιβαρύνοντα οὔτε τό ταμεῖον οὔτε τούς πολίτας μέ  μισθούς καί ἀπαιτήσεις, τοιοῦτον ἄνθρωπον, ἀποφασίσαντα ἑαυτόν ὑπέρ τοῦ καλοῦ καί χρήσιμον γινόμενον κατά τῆς ἀσεβείας καί τῶν ἐγκλημάτων, ὀφείλει μάλιστα νά ἐμψυχώνη ἡ Κυβέρνησις, καί πάντοτε, δέν   ἀρνούμεθα, νά συμβουλεύη καθοδηγοῦσα αὐτόν διά τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν της ἐντός τοῦ καθήκοντός του, ἄν τυχόν παρεκτρεπόμενος φαίνεται.




Περί τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ δέν πρέπει νά συμβουλεύηται ἡ Κυ- βέρνησις τάς διαθέσεις ἄλλων, εἰς τούς ὁποίους δέν ἀρέσκει ὁλοσχερῶς τό κήρυγμα τούτου. Ἡ Κυβέρνησις ὀφείλει νά ἔχη ὑπ’ ὄψιν μόνον τό γενικόν καλόν, τόσω μᾶλλον, ὅσω τά ἰδιωτικά ἐγκλήματα κατέστησαν ἀκόμη ἀντικείμενον τῆς  Διπλωματίας. Τί συμφέρει εἰς τήν Ἑλλάδα; Τό γενικόν αὐτό συμφέρον ἀπαιτεῖ- ται νά ἔχη ὑπ’ ὄψιν ἡ Κυβέρ- νησις, καί ὄχι τῶν μερικῶν τάς ἀντιθέτους διαθέσεις, τούς σκο- πούς, τά  πάθη.  Καθ’  ὅν  καιρόν ἡ «Ἀθηνᾶ» καί ἡ «Ἐλπίς» (πρό- κειται γιά ἔγκριτες φιλοδυτικές ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς) κατεξανίστανται ἐναντίον τοῦ Μονα- χοῦ Χριστοφόρου, ἱεροκήρυκος αὐθορμήτου κατά τήν Πελο- πόννησον καθ’ ὅν καιρόν κατη- γοροῦσιν αὗται τοῦ ὠφελίμου τούτου ἀνθρώπου ὡς ἀγύρτου καί λυμεῶνος».

3)      Ἐθνικό περιεχόμενο. Σέ λόγους του ἀναφέρεται σέ θέ- ματα πού ἀφοροῦν τήν ἐπικαι- ρότητα, ὅπως Παρκερικά (τόν ἀγγλικό ἀποκλεισμό τοῦ λιμα- νιοῦ τοῦ Πειραιᾶ), τά Καΐρεια, τοῦ Τόμου τῆς αὐτοκεφαλίας καί τά καυτηριάζει. Ἀντιτίθεται στήν διδασκαλία τοῦ Καΐρη καί τοῦ γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνό- δου Φαρμακίδη, γιά τήν στάση του ἀπέναντι στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί στόν Τόμο πού εἶχε ἀποστείλει αὐτό. Ἀντέδρα- σε στήν κατάργηση πολλῶν Μονῶν ἀπό τούς Βαυαρούς, ἀλλά καί ἀπό τόν Ὄθωνα, ἀφοῦ  αὐτά ἀποτελοῦν τήν ραχοκοκαλιά τῆς Ὀρθοδοξίας. Κατηγορεῖ τήν ἐξουσία ὅτι δέν ἀφήνει ἐλεύθερη τήν Ἐκκλησία νά ἐκλέξει Ἐπισκόπους, ἀφοῦ σχεδόν ὅλες οἱ Ἐπισκοπές χήρευαν γιατί οἱ ἐπί- σκοποι εἶχαν χαθεῖ κατά τόν Ξεσηκωμό. Κατηγοροῦσε εὐθέως τούς Ἄγγλους, ὅτι θέλουν νά θέτουν τήν Ἑλλάδα ὑπό τήν ἐπιρ- ροή τους καί νά ἐλέγχουν τά πολιτικά πράγματα, ἐκμεταλ- λευόμενοι τά δυσβάσταχτα δά- νεια πού εἴχαμε συνάψει.

Συχνά ἔλεγε ὅτι ὁ Καΐρης μέ τόν Φαρμακίδη καί τούς Ἄγγλους ἀπέβλεπαν «νά χαλάσουν τήν θρησκεία» καί κινδύνευε «τό θρησκευτικόν», ἤθελαν νά βεβηλώσουν τήν Ὀρθοδοξία, νά τήν ἐξαφανίσουν γιά νά κυριαρχοῦν αὐτοί. Σέ λόγο πού σώζεται τοῦ Παπουλάκου, ἀνάφερε τό ἑξῆς λογοπαίγνιο: «ὁ Καΐρης ἔβαλε τή φωτιά καί ὁ Φαρ- μακίδης ἔχυσε τό φαρμάκι». Ἡ ἐκκλησιαστική προβληματική δηλαδή εἶναι γέννημα τοῦ πολιτιστικοῦ ρήγματος.

Ὁ ἐξοργισμένος λαός κατά τῆς βαυαροκρατίας καί τῶν ξένων δυνάμεων, γιατί εἰσέπραττε ἀπό αὐτούς φόβο ἤ καταπίεση καί ἀπειλές τιμωρίας κατά τῶν Πα- πουλακιστῶν (δηλαδή τῶν ἀκο- λουθούντων τόν Χριστοφόρον), ἡ θρησκεία ἦταν ὁ μόνος θεσμός πού μποροῦσε νά τόν συσπειρώσει. Ἐνῶ παράλληλα ἡ θρησκεία ἔπαιζε ρόλο ἀναχαιτιστικό ἐνάντια τῆς δυτικῆς πολιτισμικῆς δι- είσδυσης πού ἀπειλοῦσε τό νέο κράτος. Ἀκόμα ὁ ἀποκλεισμός τοῦ λαοῦ ἀπό τήν νέα ἐξουσία, συσσώρευε τήν κοινωνική δυσα- ρέσκεια, μέ ἀποτέλεσμα νά ξε- περνοῦνται τοπικές τριβές  καί νά δημιουργοῦνται κοινοί πυρῆνες ἀνθεκτικῆς καί ἰσχυρῆς ἀντιπολίτευσης.

Ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ ἐξουσία πού χαρακτήριζε τό λαό πού πίστευε στόν Παπουλάκο, μέ αἰσχρά κοσμητικά ἐπίθετα. Ἐν- δεικτικά χαρακτήριζαν τό πλῆθος ὡς ἀπονεννοημένο, μωρό, σχιζοφρενή, κακαβούλιο, δεισιδαιμονέστατο κ.λ.π.

Ἡ ἐξουσία ἐπίσης χρησιμο- ποίησε ἀνήθικα μέσα γιά νά χτυπήσει τό κίνημα τῶν Χριστοφοριζόντων. Γιά παράδειγμα σέ μία ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Παπουλάκου πρός τόν λαό τῆς Μάνης, τόν καλοῦσε νά τόν ἀκολουθήση σέ δίκη του στήν Κα- λαμάτα, ὅπου εἶχε κληθεῖ γιά νά ἀπολογηθῇ. Καλοῦσε τούς Μα- νιάτες νά τόν ἀκούσουν καί ἄν δέν πεῖ κάτι σωστό νά τόν κά- ψουν. Ἡ ἐξουσία διαστρέβλωσε τό κάλεσμα αὐτό ὡς ἑξῆς. Συγκεκριμένα ὁ Νομάρχης Μεσση- νίας Ροντόπουλος σκεφτόμενος πονηρά κάλεσε τούς Μεσσήνιους στά ὅπλα γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς Μανιάτες πού θά ἀκολουθοῦσαν τόν Ἁγιοπατέρα. Δηλαδή ἐπανέφερε μακραίωνα μίση πού εἶχαν κατευναστεῖ, γιατί ὡς γνωστό οἱ δύο περιοχές εἶχαν περιουσιακές διαφορές.

Τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀντίδρασης τοῦ λαοῦ ἦταν ὅταν ἡ πολιτική τοῦ  κράτους  ἐπεδίωκε νά ἐξαφανίσει ἀπό τήν  ρίζα τίς παραδοσιακές μορφές κοινωνικῆς ὀργάνωσης (π.χ. ἐκκλη- σιαστική αὐτονομία)· ἦρθε στό ἀποκορύφωμα τότε ὁ κοινωνι- κός ἱστός τῆς χώρας καί  ἔγινε μία γροθιά  κατά  τοῦ  δυνάστη. Ἡ ἀδυναμία τῆς ἐξουσίας νά καταστείλει τόν Παπουλάκο, μαρ- τυρᾶ τήν ἀδυναμία τοῦ κράτους νά ἐξουσιάζει καί νά ἐλέγχει τήν ἀπομονωμένη περιφέρεια. Καί ἡ ἀστοχία αὐτή ἐκκολάπτει τή συνεχῆ ἀναπαραγωγή τῶν πελατειακῶν σχέσεων.

Ὁ τρόπος πού ἐπιβλήθηκε τό αὐτοκέφαλο εἶχε σάν ἀποτέλε- σμα τό 1833 ἡ Ἐκκλησία νά ὑποταχθεῖ στήν ἑκάστοτε ἐξουσία, καί ὁ βασιλιάς νά γίνει ἡ κεφαλή της. Ὁ Χριστοφόρος στό πρό- σωπο τοῦ ἑτεροδόξου βασιλικοῦ ζεύγους διέβλεπε τόν κίνδυνο αὐτό. Τολμοῦσε νά διακηρρύξει πρός τόν ἄνακτα: «Ἔχομεν καί ἡμεῖς τήν πίστην μας Μεγαλειώτατε 1830 χρόνους».

Ἀκόμα ἐπέκρινε τήν Ἱερά Σύνοδο γιατί ὑποτάχθηκε στόν Ὄθωνα, τό «ψωριάρικο γίδι», ὅπως τόν παρομοίαζε καί ἔλεγε ὅτι ἡ ἀποδυναμωμένη καί γηράσκουσα Σύνοδος ἦταν «μιαρά, διαβολική, βουλωμένη   μέ τή βούλα τοῦ  Ἄρμανσμπεργκ». Ἡ ἐξουσία εἶχε ὑποτάξει μέ αἰσχρό καί σκανδαλώδη τρόπο τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία στίς ἀντιορθοδόξους εἰσηγήσεις καί ἀξιώσεις της, χρησιμοποιώντας ὡς τυφλά ὄργανα τούς λίγους ἱεράρχες της. Τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μοιραίως ὁδηγοῦνταν στήν ἐκκοσμίκευση.

Αὐτήν τήν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας δέν τήν ἀνέχονταν ὁ Ἕλληνας, ἀκόμα καί οἱ Ἐπίσκοποι πού δέν μποροῦσαν νά μιλήσουν. Σύμφωνα μέ τίς πηγές τῆς ἐποχῆς οἱ ἱεράρχες ἔβαζαν μπροστά τόν Χριστοφόρο γιά νά ἐπικρίνει αὐτές τῆς αὐθαιρεσίες, γιατί τούς ἴδιους τούς ἀπειλοῦσε ἡ ἐξουσία ὅτι θά τούς σχόλαζε.    πίεση,    ἐξάρτηση  καί ἡ βία, ὄχι μόνο γιά τά ἐκκλη- σιαστικά πράγματα, ἀλλά καί γιά τά πολιτικά λυποῦσαν καί φαρμάκωναν τόν Παπουλάκο. Τή φιμωμένη φωνή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν οὐσιαστική ἀδυναμία τοῦ κράτους νά καλύψει τό χάσμα πού ἀφήνει ἡ Ἐκκλησία, μποροῦσε μόνο νά καλύψει ἡ διατήρηση τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς ἐθνικοῦ κέντρου.

Μέσα σέ αὐτή τήν παρακμή καί ἀλλοίωση τῶν θεσμῶν αὐ- τῶν δέν ξέφυγε καί ὁ ὅρκος καί ἡ ἐκπαίδευση ἀπό τούς λόγους του. Ὁ Παπουλάκος ἦταν ἐνάν- τια τῆς ὁρκωμοσίας πάνω στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, ἀκολουθώντας τήν γνωστή εὐαγγελική ἐντο- λή. Τό θέμα τοῦ ὅρκου τό πρό- βαλε σάν κέντρο ἀμφισβήτησης τῆς κρατικῆς νομιμότητας καί ἐξουσίας. Ἡ ἄρνηση τοῦ ὅρκου ὑποδήλωνε ὁμολογία πίστεως. Χαρακτηριστικά σέ κήρυγμά του ἔλεγε: «τοῦτον τόν Νόμον τοῦ Χριστοῦ, τόν ἔγραψαν τέσσαροι βαγγελιστάδες, ἑφτά σύνοδοι Οἰκουμενικοί καί ἕντεκα τοπικοί, καί ἕντεκα μελεούνια μάρτυ- ρες, ὅπου τούς ἔλεγαν «κάμε ὅρ- κον βρέ, δέν κάνω βρέ» καί τούς ἐσκότωναν καί εἶναι ἕντεκα με- λεούνια μάρτυρες». Τά δικαστήρια τά ἔλεγε γυφτόσπιτα καί σκεφτόταν: «τόν ὅρκο βρέ πού σᾶς λένε οἱ κριτές νά κάμετε, ἐκ τοῦ κατά ποῖον νόμον εἶναι;».

Παράλληλα ἐφημερίδες τίς ἐποχῆς γράφουν γιά τά ἀποτε- λέσματα τῶν Διδαχῶν τοῦ Χριστοφόρου: «Οὐδέποτε ἐφάνη ὡραιότερον καί καταπληκτι- κώτερον συνάμα θέαμα, ὡς ἡ εἰλικρινής καί ἐνθουσιώδης ὑποδοχή τοῦ ἐρημίτου Χριστοφόρου, ἀφ’ ὅσας διῆλθε πόλεις, χωρία καί ἐπαρχίας τῆς Πελο- ποννήσου. Παντοῦ ὁ λαός, ὁ διψῶν θρησκευτικήν διδασκα- λίαν λαός, τόν ὑπεδέχθη μετά μεγάλου σεβασμοῦ, ἀπηλπισμένος δέ ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τούς ἄρχοντάς του, τούς ἐν γένει ὑπό διάφορα προσχήματα μισθωτούς, ἀργυρολόγους καί προδότας πάσης   συνειδήσεως καί παντός ἀληθοῦς καθήκον- τος, τόν ἐθεώρησεν ὡς ἀπόστολον τοῦ Θεοῦ.

Πρέπει νά θαυμάζη τίς τά μεγάλα καί ψηλαφητά ἐνταυτῷ ἀποτελέσματα τῆς θείας διδασκαλίας. Δι’ αὐτῆς, καί μόνης αὐτῆς, ὁ Χριστοφόρος ἀναπλάσσει τήν τόσω κακῶς ἔχουσαν κοινωνίαν διά πολλούς λόγους, περί ὧν   ἀπειράκις   ἐξεφράσθη ὁ ἐλεύθερος τύπος, καί ὡς εἰς λουρτρόν παλιγγενεσίας καθα- ρίζει αὐτήν ἀπό τῶν κακουργη- μάτων. Ἔπαυσεν ἡ ζωοκλοπή, ἡ μαστίσασα τήν κοινωνίαν πρό τοσούτου καιροῦ· καί ἐν ᾧ κατ’ αὐτῆς δέν ἐτελεσφόρησαν ποτέ οὔτε Δεληγιῶργαι, οὔτε Μεταβατικά, οὔτε Ποινικός νόμος καί Δικαστήρια, αὕτη   ἐκλείπεται διά μόνης τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἐρημίτου. Ἔπαυσαν    ληστεία, ἡ ψευδομαρτυρία, ἡ κλοπή, τά ἀμοιβαῖα πάθη καί μίση. Εἰς τήν Μάνην, τόσω  ὑστέραν  κατά τά ἥμερα ἤθη, τά φονικά ἔθιμα κατηργήθησαν, καί γενικός ἀσπασμός ἐχθρῶν πρός ἐχθρούς, ἀδικηθέντων καί ἀδικησάντων, ἀποσκορακίζει τήν ἀντεκδίκησιν, τήν μνησικακίαν, τήν διχόνοιαν, καί συνδέει πάντας εἰς ἕνα δεσμόν, τόν δεσμόν τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί ἀδελφότητος. Δυσκολεύομαι νά πιστεύσω, ἄν τίς δύναται νά περιγράψη κατ’ ἔκτασιν τά καλά, τά ὁποῖα ἔφερεν ἡ εὐαγγελική καί ὀρθή διδασκαλία τοῦ Χριστοφόρου».

Ἡ καλλιέργεια τῶν πολιτῶν ἐξαρτᾶται καί ἀπό τήν  ποιότη- τα τῆς παιδείας. Ὁ Χριστοφόρος ἦταν ἀντίθετος μέ τίς ἐκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες βασίζονταν σέ ὀρθολογική βάση καί γνώση χωρίς πνευματικότητα. Διακήρυττε ὅτι τά παιδιά πού θά φοιτοῦσαν σέ δυτικά σχολεῖα θά ἔβγαιναν

«λουθηροκαλβίνοι» καί δέν θά μάθαιναν οὔτε Θεό, οὔτε ἠθική, παρά μόνο τά δικαιώματά τους. Οἱ Διδαχές του εἶναι   βάλσα- μο, ἐλπίδα στίς ταλαίπωρες αὐ- τές περιοχές. Παντοῦ στηλιτεύει τίς προσπάθειες τῆς ξενόφερτης ἐξουσίας καί τῶν προστατῶν αὐτῆς  πού  προσπαθοῦσαν  νά  ἀλλοιώσουν τήν παράδοσή μας.

Μέ τό λόγο του μεταμορφώνει τό λαό, ἐπικρατεῖ ἀγάπη, δικαιο- σύνη, συγχώρηση, ὥστε ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς νά γράφει πώς: «ὅ,τι δέν κατάφεραν οἱ νόμοι, τό κα- τόρθωσε μέ τό κήρυγμά του ὁ Χριστοφόρος».

Ἡ φιλανθρωπία καί ἡ καλοσύνη   ἐξαπλώνονται   παντοῦ, ἀπ’ ὅπου περνᾶ. Καί ἐνῶ    Ἱερά Σύνοδος ἀρχικά ἀποστέλλει Ἐγκύκλιο γιά νά τόν ἀφήσουν ἐλεύθερο ἀπό τήν πρώτη σύλληψή του, ὅπου διαπιστώνει: «ὅτι ὅπου ἄν ἀπῆλθε, κηρύξας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ.  Οὔτε  ἀγυρτίαν, οὔτε ἰδιοτέλειαν  τινά  ἐφάνη μετελθῶν, ἀλλ’ ἀφιλοκερδής ὧν, καί ἀκτήμων, καί ὡς ὁ ὑπό ἁπλούς ἁπλούστατος τόν λόγον τοῦ Θεοῦ κηρύξας, συνέστηλλε καί παντελῶς ἔπαυσε διά τῆς διδασκαλίας του τήν ζωοκλοπήν, τήν δενδροκοπίαν, τήν ψευδορκίαν κ.τ.λ. καί … ἡ Σύνοδος θεωρεῖ αὐτόν τῆς κατ’ αὐτοῦ γενομένης κατηγορίας Ἀθῶον». Ὡστόσο οἱ ἰσχυροί φοβοῦνται καί πιέζουν τήν Ἱερά Σύνοδο νά ἐκδώσει ἀργότερα ἀπαγορευτική Ἐγκύκλιο γιά τά κηρύγματά του. Ὁ Παπουλάκος ἐπιστρέφει στόν Ἄρμπουνα γιά περισυλλο- γή· ἀλλ’ ὅμως ὄχι γιά πολύ.

Ὅταν ξαναεμφανίζεται ἀπό τόν Ἄρμπουνα στό μετερίζι τοῦ Ἔθνους, παντοῦ τό πλῆθος μαζί μέ τόν κλῆρο τόν ἀποθεώνει καί τόν ἀκολουθεῖ ψάλλοντας τό

«Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…». Ἡ μεγάλη πορεία τῆς πίστεως φθάνει μέχρι τήν Καλαμάτα.

Τότε ἡ Κυβέρνηση καί ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀνησυχοῦν καί ἀποφασίζουν νά ἀντιδράσουν,«ἐφοβήθησαν» δηλαδή «φόβον, ἐκεῖ, ὅπου οὐκ ἦν φόβος». Στρα- τός καί στόλος ἀποστέλλονται ἐναντίον τοῦ ἄοπλου Γέροντος γιά νά ξεκαθαρίσουν τό «κίνημα». Τήν ἴδια στιγμή ὁ εὐρωπα- ϊκός τύπος, ἀλλά καί ὁρισμένος ἐγχώριος πού ὑπηρετοῦσε ξένα συμφέροντα -μισιονάριοι τῆς Δύσης σύμφωνα μέ τόν Χριστοφόρο- ἀλλά καί κατά τόπους ἄρχοντες πού προσδοκοῦσαν τιμές ἀπό τήν ἐξουσία, ἔγραφαν κατηγορίες κατά τοῦ Παπουλάκου καί πίεζαν ὥστε νά «ἐξοντωθεῖ».      Παπουλάκος    φτάνει στά ἀπρόσιτα βουνά τῆς Μά- νης, ὅπου τόν προστατεύει μέν ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων, θά τόν καταδώσει ὅμως ἡ προδοσία τῶν τριάκοντα   ἀργυρίων.      ἀμοιβή τῆς συλλήψεώς του εἶχε ὁριστεῖ σέ ἔξι χιλιάδες δραχμές. Ὁ προδότης βρέθηκε ἀνάμεσα στόν κλῆρο.

Μετά  ἀπό  τήν  σύλληψή  του ὁ Τύπος τῆς  ἐποχῆς  ἀναφέρει ὅτι «τά ἔκτακτα ἔξοδα  τῆς  κα- τά τῆς Λακωνίας ἐκστρατείας ἀνέβησαν, καθῶς βεβαιοῦται, εἰς 36.000 δρχ., ποσό καθόλου εὐ- καταφρόνητο», σέ στιγμή μά- λιστα πού ὁ ἀποκλεισμός τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Πειραιᾶ ἀπό τούς Ἄγγλους, γιά νά πιέσουν τήν σύναψη δυσβάστακτου δανείου ἦταν ἀκόμα νωπός. Ὡστόσο, οἱ ἐφημερίδες παύουν νά ἀθρογραφοῦν γιά τόν Παπουλάκο, γιατί τό ἐνδιαφέρον πλέον τοῦ Τύπου καί τῆς κοινῆς γνώμης εἶχε ἀπορροφηθεῖ ἀπό τά δραματικά      διεθνῆ          γεγονότα   τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου, τά ὁποῖα ἐπηρέαζαν ἄμεσα τήν χώρα μας. Μέσα ἀπό  τά      ἀποκαλυπτικά στά περιεχόμενά τους δη- μόσια  ἔγγραφα  πού  κατέχει  τό «Ἱστορικό Ἀρχεῖο Ἰνστιτούτου Χριστοφόρου Παπουλάκου», παρουσιάζουν ἐνδιαφέρουσες ὁμοιότητες ἡμερομηνιῶν, πού σέ κάνουν ν’ ἀπορεῖς γιά τό πῶς συνέβαινε στίς ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους, νά τακτοποιοῦν καί νά διεκπεραιώνουν ὄχι μόνο «ἐγγράφως», ἀλλά καί «ἐμπράκτως σέ μία μέρα μόνο(!) σοβαρές ὑποθέσεις, σάν καί αὐτές τῶν ἐξοριῶν τοῦ Παπουλάκου, ὥστε τελικά νά θαυμάζει κανείς τό συντονισμό τους, σέ σύγκριση μέ τίς τωρινές.

Ὁ ἀγωνιστής γιά ἕνα χρόνο ἐκτίει ποινή στίς ὑγρές  φυλα- κές τοῦ Ρίου μαζί μέ πλειάδα ἀθώων ἀνθρώπων, ὁρισμένοι ἀπό τούς ὁποίους δηλητηριά- ζονται. Κι ὅταν τόν βγάζουν γιά νά τόν μεταφέρουν στήν Ἀθήνα γιά νά δικαστεῖ, κλῆρος καί λα- ός μέ κλάματα καί δεήσεις ὑποκλίνονται σέ ἐκεῖνον ὅπου κι ἄν περνοῦσε. Τό Κράτος δέν τολμᾶ νά τόν δικάσει γιατί ὁ Λαός εἶ- ναι μέ τό μέρος  του  καί  ἕτοι- μος νά ἀναίρεσει τίς ψευδεῖς κατηγορίες.

Ὁμοιδεάτες κληρικοί καί λαϊκοί χωρίς ἀπολογία φυλακίζον- ται. Ἄρθρο ἐφημερίδας γράφει γιά τό θέμα τοῦ φόβου ἀπό τούς   μοναχούς:   «βεβαιοῦται ὅτι οἱ μέχρι τοῦδε συλληφθέντες καί εἰς φυλακάς ὁδηγηθέντες Καλόγηροι λογίζονται μέχρι τῶν 150». Πίσω μάλιστα ἀπό τό κίνημα αὐτό διέβλεπαν ὅλα τά μοναστικά κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως τό Ἅγιο Ὄρος, τίς Μονές τῆς Βοιωτίας, τῶν Μετεώρων, τῶν Νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καί τοῦ Ἰονίου, τῆς Ἀττικῆς καί τῆς   Πελοποννήσου.   Σημειώνει ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς γιά  τό  θέμα αὐτό χαρακτηριστικά:  «Μαζί μέ τόν Χριστοφόρον εἶναι ὅλα τά Μοναστήρια. Ἡ ἀνάκρισις ἐπί τῆς καλογηρικῆς συνωμοσί- ας ἐξακολουθεῖ· συνελήφθησαν πολλά ἔγγραφα, ἐφυλακίσθησαν πολλοί καλόγηροι· ὡς λέγουσιν, ἡ ἑστία τῆς καλογερικῆς ταύτης συνωμοσίας εἶναι τό Ἅγιον Ὄρος καί τό Μέγα Σπήλαιον τῆς Πελοποννήσου καί τά ἐπισημότερα μοναστήρια τῆς Στερεᾶς. Σκοπός δέ τῶν μοναχῶν ἡ καταστροφή τῶν ἐκπαιδευτικῶν καταστημά- των, ἡ διατήρησις μόνον τῶν μικρῶν σχολείων, εἰς τά ὁποῖα νά μανθάνωσι τά μειράκια τό ὀκταήχι, καί τόν ἀπόστολον, ὡς ἐπί τῆς βαρβάρου ἐποχῆς,  καί  ἄλλα τοιαῦτα μωρῶν καί φωτοσβεστῶν σχέδια».

Μία ἄλλη ἐφημερίδα παρομοιάζει τό γεγονός τῆς σύλλη- ψης τῶν κληρικῶν ὡς ἑξῆς: «Αἱ Ἀθῆναι ἀπό τινός ὁμοιάζουν τήν Μαδρίτην τῆς Ἱσπανίας ἤ τήν Ρώμην, διότι ὡς ἐκεῖ εἰς πάσαν γωνίαν δέν ἀπαντᾶ τις ἤ καλογήρους, οὕτω καί  ἐνταῦθα,  ὡς ἐκ συνθήματος, πρό πολλοῦ εἶχον συρρεύσει ἄπειροι κληρικοί.

 

Ἤδη ὅμως ἤρχισε ν’ ἀραιοῦται ἡ τάξις αὐτῶν, διότι οἱ πλειότεροι ἐξ αὐτῶν συλληφθέντες ἐφυλα- κίσθησαν καί ἄλλοι ἀπήχθησαν εἰς Πάτρας, ἔνθα ἀνακρίνονται». Μέ πιέσεις τῆς πολιτείας στήν

Ἱ. Συνόδο περιορίζεται σωματι- κῶς διά βίου περιφρουρούμενος ἐπί ἑξάμηνο στή Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας ἀπό 22 Ἰα- νουαρίου 1854. Ὅμως πολλοί ἐπισκέπτες ἀπό τή Σαντορίνη καί ἀπό ὅλα τά μήκη τῶν Βαλκανίων ἀνηφορίζουν στή Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία, γιά νά πάρουν τήν εὐχή καί τίς νουθεσίες τοῦ ταλαιπωρημένου Γέροντα. Ἡ ἀρετή καί ὅταν ἀκόμα καταδιώκεται ἀνθεῖ καί εὐωδιάζει. Ἄλλωστε ἰσχύει ἀπό τά πρῶτα χρόνια τοῦ χριστιανισμοῦ γιά τούς καταδιωκομένους πατέρες καί τούς μελλοθανάτους μάρτυρες ὅτι ἐφωτίζοντο, ἐνδυναμώνονται  καί  μιμοῦνται  καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτούς, ὄχι μόνο ἐν ζωῇ, ἀλλά καί μετά τό ὁμολογιακό τους τέλος.

Ὁ ἡγούμενος Καΐρης κατόπιν ἀποφάσεως τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου μέ ἀλλεπάλληλα διαβήματα ἐνημερώνει τόν ἔπαρχο Θήρας ὅτι προβληματική  εἶναι ἡ διαμονή τοῦ Χριστοφόρου, ὑπό τό κράτος τῆς ἀθρόας προσέλευσης καί δυσαρέσκειας τῶν χριστιανῶν γιά τήν ἀδυναμία ἐπικοινωνίας μέ τόν δεσμώτη ἱεροκήρυκα.

 

Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ μετα- φορά τοῦ Παπουλάκου ἀπό τή Σαντορίνη «εἰς τινά ἀπόκεντρον μέρος», στή Μονή Παναχράντου τῆς Ἀνδρου.

Ὁ τελευταῖος ἐγκλεισμός στή Μονή αὐτή ἔγινε κατόπιν τῆς μεταφορᾶς του μέ τή βασιλι- κή γολέττα «Ναυτίλος» τήν 20η Ἰουλίου 1854. Ἀπό τό Ἐπαρχεῖο Ἀνδρου μετά ἀπό ἐννέα ἡμέ- ρες, συνοδευόμενος ἀπό δύο στρατιῶτες, παραδίδεται στό Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Παναχράντου, κατόπιν ἐπα- νειλημμένων διαταγῶν γιά τόν αὐστηρότατο περιορισμό του καί τήν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπαγρύπνη- σιν. Στή Μονή εἶχε  διαμορφω- θεῖ εἰδικό μοναχικό  κελλί,  πού τό φρουροῦσε ἕνας χωροφύλακας, ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖ. Τίς ἡμέρες μποροῦσε νά συμμετέχει κανονικά στό πρόγραμμα τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς καί τό βράδυ ἐγκλειόταν φρουρούμενος στό κελλί του. Μέ τήν πνευ- ματικότητά του κέρδισε τήν ὑπόληψη τοῦ ἡγουμένου καί τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, ἐνῶ ἡ φήμη του εἵλκυε γιά πολύ  καιρό κόσμο καθημερινά καί ἰδι- αίτερα τίς ἑορτάσιμες ἡμέρες. Πολλοί πιστοί, ἀλλά καί πολλοί ξένοι λαϊκοί καί  κληρικοί,  ἀπό τά γύρω χωριά τοῦ νησιοῦ καί ἀπό ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς Ἑλλάδας, ἰδιαιτέρως δέ ἀπό Ὕδρα, Σπέτσες, Κρανίδι, Κάρυστο, Κρήτη καί ἄλλα νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀπό τό Μοριά καί κυρίως ἀπό τή Λακωνία καί τήν Ἀρκαδία, ἔρχονταν, γιά νά λάβουν τήν εὐχή του ἤ νά  πάρουν  ράσο του ἤ κάποιο ἐγκόλπιο σταυρό, πού σκάλιζε ὁ ἴδιος. Ἐπίσης, συνέχισε νά κηρύττει στό συγκεντρωμένο κόσμο ἐντός τῆς Μονῆς, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία. Στόν ὑπ’ ἀριθ. 36 Κώδικα τῆς Μονῆς (Πρωτόκολλον ἐξερχομένων, σελ. 339-435) τῶν ἐτῶν 1854-1855 ὑπάρχουν ἐνδεικτικά ἔγγραφα, πού καταγράφουν τά γεγονότα τῶν ἡμερῶν του.

Οἱ ἐντολές τῆς ἐξουσίας σέ ὅλη τήν διάρκεια τῶν ἐξοριῶν τοῦ Παπουλάκου εἶναι ἰδιαίτερα αὐστηρές. Οἱ διαταγές θυμίζουν δικτατορικά καθεστῶτα. Ἀκόμα οἱ ἀθρογράφοι ἀναφέρονται σέ ἕνα δυσάρεστο γεγονός, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος Ἀνδρου Μητροφά- νης σάπισε στό ξύλο τόν ὁμολο- γητή Χριστοφόρο: «Προσεκλήθη εἰς τήν Μονήν Παναχράντου Ἄνδρου ὁ λειτουργός Μητροφάνης.. ἐξέρχεται καί προσκαλεῖ τόν γέροντα Παπουλάκον, ἵνα τόν νουθετήσῃ, ὁ χρείαν ἔχων νουθεσίας, καί ἀκούει παρ’ αὐτοῦ τό «ἰατρέ, θεράπευσον πρῶτον σεαυτόν». Ἀλλ’ ἀντί ἑνός λόγου τοῦ Θείου Εὐαγγελίου, ραπίζει τόν δυστυχῆ αὐτόν γέροντα καί κατασυντρίβει ἐπί τῆς κεφαλῆς του παχείαν ράβδον. Εἴτα καταδεσμεύει αὐτόν εἰς κάθυγρόν τι καί σκοτεινόν δωμάτιον τῆς Μονῆς, ὅπως ἐκεῖ ἀποδώση τάς  τελευταίας  πνοάς του. Ὁ παράτολμος Μητρο- φάνης κατεβαίνει εἰς τήν πόλιν καί διαδίδει ψευδῶς ὅτι ὁ πνέων τά λοίσθια γέρων ὕβρισε τό ἱερόν τοῦ Βασιλέως πρόσωπον. Μεσολαβήσει   τοῦ    δικηγόρου Ν. Σαριπόλου πρός τόν ἀπηνῆ Μητροφάνην, «μεταφέρεται ὁ δυστυχής γέρων εἰς ἄλλο δωμάτιον, ἄλλως ὁ Χριστοφόρος Παπουλάκος ἤθελε κατακλείεσθαι σήμερον εἰς ἕνα ψυχρόν τάφον καί ὁ λεγόμενος Ἱεράρχης ἤθελεν εἶσθαι ὁ προφανής τοῦ ἀνθρώπου φονεύς».

Μετά ἀπό αὐτό   τό   γεγονός ὁ δικηγόρος  Ν.  Σαρίπολος  ζητᾶ νά δεῖ τόν τραυματισμένο γέροντα καί σημειώνει μεταξύ ἄλλων στήν ἀναφορά του: «Περιεργείας χάριν ἐζήτησα νά ἴδω τόν Παπουλάκον,   καί   τοῦτο μοί ἐπετράπη. Εἰς τήν θέαν λοι- πόν ἀνδρός γέροντος ἐν καθύγρῳ κεκλεισμένου δωματίῳ, καί ἐπί τῆς ὑγρᾶς γῆς κειμένου, τό ράσον αὐτοῦ μόνον ὡς κλίνην ἔχοντος, πικρῶς συνεκινήθην, ἡ δέ λύπη μου ηὔξησε ὅτ’ ἔμαθον ὅτι ἦν καί ἀσθενής, καί ὅτι τῷ ἐγένετο καί ἀφαίμαξις ἐκείνην τήν ἡμέραν. Καίτοι ἐγίνωσκον τήν αἰτίαν, δι’ ἥν    Παπουλάκος ἐτιμωρεῖτο οὕτως, ἠρώτησα ὅμως αὐτόν, οὗτος δέ μοί εἶπεν ὅτι τόν ἐκτύπησεν ὁ ἀρχιερεύς καί τόν ἐφυλάκισε, διότι ἐλάλησε πρός αὐτόν τήν ἀλήθειαν. Τίς δέ ἦτο ἡ κατά Παπουλάκον ἀλήθεια αὕτη; Ὅτι ὁ ἀρχιερεύς ἠγό- ρασε χρήμασι τήν ἐπισκοπήν, ὅτι τά δαπανηθέντα, ὡς εἰκός, ἔμελλε νά εἰσπράξη παρά τοῦ ποιμνίου του, ἵνα μή  ζημιωθῇ, καί πρός τοῦτο μάλιστα ἔφερε τῷ ἀρχιερεῖ καί αὐτός ὁ Παπου- λάκος τήν εἰσφοράν του δραχμήν μίαν».

Ὁ ζῆλος τοῦ Χριστοφόρου γιά κήρυγμα δέν σταμάτησε ἀκόμη καί κατά τά χρόνια τῆς ἐξορίας του καί τοῦ σωματικοῦ του πε- ριορισμοῦ στήν Θήρα καί στήν Ἄνδρο. Γι’ αὐτό στά δύο αὐτά Κυκλαδονήσια τιμᾶται ὡς Φω- τιστῆς καί Διδάσκαλος αὐτῶν. Διακήρυττε ὅτι «ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται». Πολλές φορές, ἐνῶ τόν ἀμπάρωναν στά πετρόχτιστα ὑπόγεια τῆς Μονῆς Παναχράντου Ἀνδρου, ἐν τούτοις ὁ γέροντας κατά παράξενο καί θαυμαστό τρόπο, χωρίς νά ὑπάρχει διαφυγή, χανόταν γιά κάποιες μέρες καί ἐπέστρεφε πάλι στό κελλί τῆς δοκιμασίας του. Ὅταν ὁ Γέροντας διαισθάν- θηκε ὅτι ἔφτανε ἡ ὥρα νά  φύγει ἀπό τόν μάταιο αὐτό κόσμο, ἀφοῦ συγχωρέθηκε καί ἑτοιμάσθηκε μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, κοιμήθηκε τό βράδυ τῆς 18ης πρός 19η Ἰανουαρίου 1861, ἥσυχα καί ταπεινά. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τόν ἐτίμησαν ὡς ἅγιο. Λίγο νωρίτερα ὁ φρουρός του εἶχε ζητήσει συγγνώμη ἀπό τό Γέροντα καί τήν  εὐλογία του, γιά νά γίνει μοναχός, γιατί εἶχε τήν πεποίθηση πώς κάτω ἀπό τήν κατάλευκη γενειάδα του ἐκπορευόταν φῶς καί ἀλήθεια.

Ἂν καί ὁ Παπουλάκος ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή, ἡ πνευματι- κή του ἀντινοβολία ἦταν ἀνα- καινιστική καί ἀνυψωτική καί αὐτοῦ ἀκόμα τοῦ ἐπιπέδου τῶν λαϊκῶν μαζῶν. Ὅταν ἀνάψει ἡ ἄσβεστη φλόγα, δέν μπορεῖ κανείς νά τήν ἀναχαιτίση, ἀλλά θά τρέξη καίουσα καί πυρπολοῦσα ὅ,τι κακό συναντᾶ στήν πορεία της, ὅπου διαλάμψη στίς ψυχές τῶν καθαρῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀναπαυόμενος στό Φωτοδότιον Ἀνδρου πραγματικά Ὁσιομάρτυρας Χριστοφόρος, γίνεται μεταλαμπαδευτής τοῦ ἀληθινοῦ φωτός πού πέρασε ἀναμένο καί ἔκαυσε τά ἀγκάθια τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀσεβείας καί ἔφτασε καί φωτί- ζει καί λαμπρύνει τίς ψυχές τῶν ἁγνῶν ἀνθρώπων. Αὐτό κατα- φέρνουν μέ αὐτό τόν ἔνθεο ζῆλο λόγιοι καί μορφωμένοι, ἁπλοϊκοί καί ἀγράμματοι, πού ζοῦν τήν παρουσιά τοῦ Θεοῦ σέ κάθε βῆμα τους.




Ἀπό τούς πρώτους χρόνους τῆς κοίμησής του ἔγιναν προ- σπάθειες γιά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἡ «ἀντιεξουσιαστική» του δράση δημιουργοῦσε πρόβλημα. Ὡστόσο παντοῦ φιλοτεχνοῦνταν εἰκόνες του σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη καί χτίζονταν ναοί στή μνήμη του.

Ἀργά, ἀλλά σταθερά,  ἄρχισε νά ἀποκαθίσταται ἡ μνήμη του στήν συνείδηση ὄχι μόνο τῶν πιστῶν, πού ἔτσι κι ἀλλιῶς πάν- τα πίστευαν στήν ἁγιότητά του, ἀλλά καί στή συνείδηση τῶν ἀνώτατων ἐκκλησιαστικῶν ἀρ- χῶν καί σημαντικῶν προσωπικοτήτων, ἐνῶ μέγας θαυμαστῆς τῆς βιωτῆς καί τῆς δράσης τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐδῶ καί δεκαετίες ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος. Στά πάνω ἀπό εἰκοσαετία ἐπιστημονική μου ἐνασχόληση μέ τό φαινόμενο Χριστοφόρος, ἐνῶ στό  κλῆμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δεχόμουν ἔντονες ἐπικρίσης γιά τήν ἐπιστημονική προβολή τοῦ θέματος αὐτοῦ, μόνο τό Οἰκου- μενικό Πατριαρχεῖο καί μάλιστα ὁ πρῶτος τῆς Ὀρθοδοξίας μοῦ ἔδινε συγχαρητήρια καί κουρά- γιο. Μνημειώδης θά μείνει γιά τήν ἐλαχιστοτητά μου ἡ ἐπιστο- λή σέ μένα τοῦ κ.κ. Βαρθολο- μαίου γιά τό θέμα Παπουλάκος τήν 24 Δεκεμβρίου τοῦ 2009.

Ὁ λαός ἀπό γενιά  σέ  γενιά, σάν μέσα ἀπό θρύλο, μᾶς μεταφέρει μέ εὐλάβεια καί σεβασμό τή   μνήμη,   τή   φήμη   καί τά σημεῖα του, ἀκόμα καί ἐδῶ στήν Ἀρκαδική γῆ. Ἔτσι, τώρα πού τόν ἀπομάκρυνε ὁ χρόνος ἀπό τίς σύγχρονές του περιστά- σεις, μποροῦμε καλύτερα νά τόν δοῦμε καί  νά  τόν  κρίνουμε  καί ἡ ρετσινιά πού τοῦ εἶχαν προ- σάψει ἤδη ἀπό τήν ἐποχή πού ζοῦσε, ὅτι εἶναι «ἀγύρτης, λαοπλάνος, ἀπατεώνας καί ἀρχηγός τῆς καλογαιρικής συμμορίας κατά τοῦ ἀλλόθρησκου πολιτεύματος», μέ ἐπιστημονική προβολή τήν ἀναιρέσαμε. Ὁ ἀείμνηστος ἐπόπτης τοῦ διδακτορικοῦ μου πανεπιστημιακός καθηγητής Ἀθανάσιος Παλιούρας μοῦ τόνισε ὅτι «πρέπει νά γίνουν συνέδρια καί ἡμερίδες γιά τόν Παπουλάκο καί, ἔτσι, προβάλλοντας στό φῶς τά ἑκατοντάδες καί ἴσως χιλιάδες ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς του, θά ἀποδομίσουν κάθε συκοφαντία γιά τόν Χριστοφόρο. Μέ σεβασμό ἀναφέρονται ὅλοι στήν πορεία τῆς ζωῆς του, ἀπό τό σπίτι του στόν Ἄρμπουνα Κλειτορίας μέχρι τή Μονή Παναχράντου, «ἐδῶ γεννήθηκε ὁ Παπουλάκος», ἤ «ἀπό ἐδῶ πέρασε», ἤ «σέ αὐτή τήν πέτρα ἀνεβασμένος κήρυξε».

Μέ ἀκράδαντη πίστη καί ἐπιστημονική συνέπεια ἐπομίστηκα αὐτό τό μεγάλο ἀγώνα, τῆς δικαίωσης τοῦ Γέροντα, ἄν καί οἱ ἀείμνηστοι γονεῖς μου, μοῦ τόνισαν ὅτι νά ζυγίσω σοβαρά τό ἱερό ἔργο αὐτό, γιατί βάζω τό κεφάλι μου σέ λαιμητόμο. Δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχω ἀκόμα καί πιστεύω πρός δόξα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας θά συνεχίσω τήν δημοσίευση τοῦ τεράστιου ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ γιά τόν Χριστοφόρο.

Θά μνημονεύσω σ’ αὐτό τό σημεῖο τοῦ κειμένου καί τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Θεοδωρουπόλεως Γερμανό, ὁ ὁποῖος γευματίζοντας μαζί μέ τά ἀδέλφια μου, σέ ἐπανειλημμένα προσκυνήματα στό Φανάρι στήν βασιλεύουσα Πόλη, μᾶς ἀφηγήθηκε μέ δάκρυα ὅτι «ὁ ἀείμνηστος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυ- ρός Ἀθηναγόρας ὅταν πραγματοποιοῦσε συνάξεις τῶν κληρικῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντι- νουπόλεως καί ἀλλοῦ, μετά τίς ἀναφορές γιά λειτουργικά, διοι- κητικά καί πνευματικά θέμα- τα, ἔβγαζε ἀπό τόν  κόρφο  του τό μνημειῶδες ἔργο τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ μέ τίτλο «ὁ Παπουλάκος» καί μᾶς διάβαζε σέ σειρά ἀποσπάσματα καί μᾶς διαλαλοῦσε ὅτι ἐάν θέλετε νά γίνεται γνήσιοι ρασοφόροι τῆς ρωμιοσύνης, τό παράδειγμα αὐτοῦ πρέπει νά ἀκολουθήσετε…».

Κλείνοντας, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τήν ἐποχή πού ἀνα- πτύχθηκε τό κίνημα τῶν Παπουλακιζόντων ἤ Χριστοφοριζόντων, στό σβήσιμο τῶν κολλυβάδων, γιά τήν ἱστορική ἀναγέννηση τῆς ρωμιοσύνης, ἡ ρωμιοσύνη  εἶχε νά διαλέξει δύο δρόμους: ἤ τήν δυτικοευρωπαϊκή ἀντίληψη τοῦ ρομαντικοῦ ἱστορισμοῦ πού ἐπέβαλε τήν δημιουργία ἑνός «ἱστορικοῦ δράματος» μέ τόν πρῶτο ρόλο νά τόν παίζει τό ἔθνος, ἤ τό ἀπογοητευτικό παρόν πού προσπαθοῦσε νά ἀγκιστρωθεῖ στό ἔνδοξο καί δοκιμασμένο παρελθόν καί ἕνα προσδοκώμενο καί σίγουρο λαμπρό μέλλον μέσα ἀπό τόν μεγαλοιϊδεατισμό.

Οἱ δυνάμεις τοῦ πρώτου ὑπε- ρίσχυσαν καί κατέπτυξαν τή δεύτερη καί τά τραγικά ἀποτελέσματά του ζοῦμε μέχρι σήμερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.